Δεν πάνε παρά λίγες μέρες από τότε που ο Θανάσης Μπέμπης, ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε η χώρα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών.
Ολοι οι ποδοσφαιρόφιλοι γνωρίζουν το όνομα του παίκτη που μεγαλούργησε με τον Ολυμπιακό, αλλά λίγοι είναι αυτοί που τον έχουν δει να παίζει μπάλα και βρίσκονται ακόμη εν ζωή.
Η πλειονότητα δεν μπορεί να καταλάβει… τι εστί Μπέμπης, αφού τα χρόνια έχουν περάσει. Ο άσος των γηπέδων πρωταγωνίστησε κυρίως τη δεκαετία του ‘50, όπου τα βίντεο -για να μαθαίνουμε κι εμείς οι μικρότεροι- ήταν είδος πολυτελείας.
Γι’ αυτό, καταλληλότερος να μας εξηγήσει το ποδοσφαιρικό μέγεθος που απολάμβαναν οι φίλαθλοι πριν από 55-60 χρόνια είναι ο συνάδελφος Νίκος Γερακάρης. Σαφώς μικρότερος σε ηλικία από τον Μπέμπη, πρόλαβε πάντως ως νεαρός να τον δει στα γήπεδα της Ελλάδας.
«Προσωπικά θα τον παρομοιάσω με τον Λιονέλ Μέσι» ήταν η πρώτη ατάκα του έμπειρου δημοσιογράφου, που ξεκίνησε τη μεγάλη καριέρα του από το αθλητικό ρεπορτάζ.
Ο κ. Γερακάρης εξηγεί τις… ομοιότητες με τον Μέσι: «Είχαν ίδιο μπόι, παρεμφερές ταλέντο, ίδιο πείσμα.
Επρόκειτο για έναν καταπληκτικό παίκτη, που ντρίμπλαρε εντυπωσιακά και σκόραρε κιόλας. Τέτοιο ταλέντο στην Ελλάδα, μόνο τον Μίμη Δομάζο ξαναείδαμε».
Μάλιστα, ο Δομάζος είχε πρότυπο τον Θανάση Μπέμπη και γι’ αυτό στις αλάνες των Αμπελοκήπων (έπαιζε στην τοπική Αμυνα πριν πάει στον Παναθηναϊκό) τον αποκαλούσαν «Ολιμπίκ».
Από τη μεριά του, ο ίδιος ο Μπέμπης είχε χρίσει τον Δομάζο διάδοχό του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και -όπως αποδείχτηκε- πέτυχε διάνα.
Σύμφωνα με τον Ν. Γερακάρη, η μοναδική διαφορά ανάμεσα στον αποθανόντα άσο του Ολυμπιακού και τον Μέσι είναι ότι «ο Αργεντινός είναι αριστεροπόδαρος».
Ηταν τόσο εντυπωσιακή η παρουσία του μέσα στα γήπεδα, ώστε τον παραδέχονταν και οπαδοί των αντίπαλων ομάδων, που εχθρεύονταν τον Ολυμπιακό. «Αυτός μάλιστα», έλεγαν φανατικοί Παναθηναϊκοί και ΑΕΚτζήδες. Το ακούμε συχνά αυτό στην Ελλάδα; Οχι βέβαια…
Ο Θανάσης Μπέμπης γεννήθηκε στον Βοτανικό και μεγάλωσε στα Πετράλωνα, εκεί που ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά. Στον Ολυμπιακό αγωνίστηκε από το 1948 ώς το 1963, με μια διακοπή ενός έτους που έπαιξε στον Ακράτητο Νέων Πετραλώνων.
Μια ζωή στα «ερυθρόλευκα» ήταν ο Μπέμπης, παρότι η πρώτη του ομάδα ήταν τα… Πράσινα Πουλιά! Επαιξε σε ακόμα δύο ομάδες των Πετραλώνων, αλλά οι περισσότεροι θυμούνται ως πρώτο του σύλλογο τον Ακράτητο (1946).
Ο Φωστήρας Νέων Σφαγείων (έτσι ονομαζόταν τότε ο σημερινός Ταύρος) απέκτησε τον 18χρονο μεσοεπιθετικό κι από εκεί μεταπήδησε στον Ολυμπιακό το 1948. Στον Πειραιά κατέκτησε έξι πρωταθλήματα (τα πέντε σερί), εννέα Κύπελλα Ελλάδος και ένα Βαλκανικό Κύπελλο.
Ο Μπέμπης ήταν βεβαίως και διεθνής. Επαιξε 17 φορές στην Εθνική Ελλάδος, που εκείνη την εποχή έδινε πολύ λιγότερους αγώνες συγκριτικά με σήμερα.
«Δεν τίθεται αμφισβήτηση πως εκείνα τα χρόνια υπήρχαν και άλλοι πολλοί μεγάλοι παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Θανάσης Μπέμπης, όμως, ήταν το πραγματικό ίνδαλμα, ο αγαπημένος των φιλάθλων, περισσότερο από άλλους, επίσης πολύ σημαντικούς συμπαίκτες του» μας εξιστορεί ο Ν. Γερακάρης και συνεχίζει: «Αν με ρωτούσαν και τώρα, θα επαναλάμβανα την απάντηση που έδινα πάντοτε για τον Μπέμπη: “Δεν χορταίνω να τον βλέπω αυτόν τον παίκτη”».
Αφού πιάσαμε αυτή την -άτυπη- σύγκριση με τον Μέσι, όλοι γνωρίζουμε πως ο σταρ της Μπαρτσελόνα δέχεται πολλές φορές σκληρά μαρκαρίσματα από τους αντιπάλους που δεν μπορούν να τον σταματήσουν με άλλον τρόπο.
Ο κ. Γερακάρης θυμάται αντίστοιχα περιστατικά από την εποχή που ο Θανάσης Μπέμπης έπαιζε μπάλα, σε σαφώς πιο άγριες και δύσκολες συνθήκες:
«Τον είχα προλάβει να αγωνίζεται ακόμη και σε “ξερά” γήπεδα. Εκεί, όπου -όπως καταλαβαίνετε- τραυματίζονταν πολύ εύκολα όλοι οι παίκτες και περισσότερο οι λεπτοκαμωμένοι, οι οποίοι έπεφταν συχνά-πυκνά κάτω από τα δυνατά τζαρτζαρίσματα των αντιπάλων τους.
»Εύλογα, και ο Μπέμπης είχε επανειλημμένα χτυπήσει πέφτοντας στο χώμα, ενώ μερικές φορές τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά, αλλά ποτέ δεν φοβήθηκε ακόμη και τον πλέον ογκωδέστερο αντίπαλο. Ηταν ντριμπλέρ άφταστος και μοιραία “έτρωγε” πολλές κλοτσιές στα καλάμια και τους αστραγάλους. Ποτέ του, όμως, δεν φοβήθηκε να βάλει τα πόδια του στη φωτιά. Διέθετε δηλαδή, εκτός από όλα τα άλλα, και περίσσιο θάρρος».
* Οι δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Ν. Γερακάρη