H ελεγεία (< φρυγική λέξη ἔλεγος = θρήνος), όπως λένε οι ειδικοί, ήταν αρχικά λυπητερό τραγούδι, γραμμένο στην ιωνική διάλεκτο, που το τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Με το πέρασμα του χρόνου το περιεχόμενο της ελεγείας έπαψε να είναι μόνο θρηνητικό και εξέφραζε κάθε συναίσθημα του ανθρώπου. Ανάλογα με το περιεχόμενο, διακρίνουμε τα ακόλουθα είδη ελεγείας: πολεμική, ερωτική, πολιτική, ηθική και γνωμική!..

ΣΥΜΦΩΝΑ με την αρχαία ελληνική γραμματεία, ελεγείο είναι το δίστιχο που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο κι ένα πεντάμετρο. Από την επανάληψη τέτοιων διστίχων αποτελέστηκε το ελεγειακό ποίημα ή ελεγεία, που είναι μείγμα επικών και λυρικών στοιχείων και αποτελεί το μεταβατικό σταθμό από το έπος στη λυρική ποίηση των αρχαίων.

Η εξωτερική μορφή του ελεγείου άρμοζε προς το νόημά του, γιατί το εξάμετρο αντιπροσωπεύει το επικό στοιχείο, ενώ το πεντάμετρο, με τη διακοπή της φωνής, εκπροσωπεί το παθητικό και λυρικό στοιχείο.

Η λέξη ελεγείον προέρχεται από το έλεγος που σήμαινε θρήνος, γι’ αυτό και αρχικά ήταν ποίημα θρηνητικό που τραγουδιόταν με συνοδεία αυλού. Βαθμιαία, άρχισε να εκδηλώνει οποιαδήποτε ψυχική ταραχή –χαρά, λύπη, έρωτα– και τελικά έγινε ποίηση αισθηματική, ηθικολογική, πατριωτική και πολιτική.

Γλώσσα του ελεγείου ήταν η ιωνική και δημιουργός του θεωρείται ο Εφέσιος Καλλίνος. Άλλοι που καλλιέργησαν το είδος είναι ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος ο Πάριος, ο Μίμνερμος ο Κολοφώνιος, ο Σόλων ο Αθηναίος (που διακρίθηκε ιδίως στην πολιτική ελεγεία), ο Φωκυλίδης ο Μιλήσιος (παραινετική ελεγεία), ο Θέογνις ο Μεγαρεύς (γνωμική ελεγεία), ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο Αισχύλος, οι φιλόσοφοι Παρμενίδης, Ξενοφάνης, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά. Είδος ελεγείας, στο μικρότερο, είναι το επίγραμμα.

Στους αλεξανδρινούς χρόνους καλλιεργήθηκε ιδίως η ερωτική ελεγεία και κυριότεροι αντιπρόσωποί της είναι ο Κώος Φιλητάς, ο Κολοφώνιος Ερμησιάναξ, ο Φανοκλής και ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος. Τελευταίος ελεγειακός ποιητής είναι ο Παρθένιος Νικαεύς, δάσκαλος του Βιργιλίου (1ος αιώνας π.Χ.).

Οι Ρωμαίοι ποιητές μιμήθηκαν τους Έλληνες και καλλιέργησαν το ελεγειακό είδος (Οβίδιος, Τίβουλλος, Προπέρτιος και Κάτουλλος).

Κατά τον Μεσαίωνα -για να θυμηθούμε και λίγο την Βικιπαίδεια- η ελεγεία έχει ήδη λάβει τον χαρακτήρα της έκφρασης του ερωτικού πάθους και περισσότερο της ερωτικής απογοήτευσης. Πολλοί θεωρούν τον μεσαιωνικό θρήνο ως συνέχεια της ελεγείας. Με την εμφάνιση όμως του ουμανισμού που εμπνεόταν από την αρχαία ποίηση, η ελεγεία αρχίζει μια έντονη αρχαιοπρεπή παρουσία με την επιστροφή της στον αρχαίο λυρισμό.

Έργα σπουδαίων ποιητών αποτελούν σταθμούς της εξέλιξης της ελεγείας στους νεότερους αιώνες, ειδικότερα στη γαλλική και περισσότερο στην αγγλική και γερμανική λογοτεχνία όπου άρχισε να δίνει τη θέση της στο σύγχρονο λυρισμό.

Στη νεότερη Ελλάδα διαπιστώνεται με έκπληξη η διατήρηση της ελεγείας μέσα στο δημοτικό τραγούδι. Στη νεοελληνική λογοτεχνία – ποίηση, του 19ου και του 20ου αιώνα την ελεγεία εκπροσώπησαν με τα έργα τους οι Διονύσιος Σολωμός, Βαλαωρίτης, Κωστής Παλαμάς, Λάμπρος Πορφύρας, Καρυωτάκης κ.ά. ενώ ο Καβάφης ακολούθησε μάλλον τους απόηχους του ποιητικού αυτού είδους.

Με σεβασμό και τιμή

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ

ΠΗΓΗ