ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑΣ
του Νεκτάριου Δαπέργολα


Βράδυ Δεκαπενταύγουστου 
του 2017. Ένα ήδη οδυνηρό πνευματικά καλοκαίρι βαίνει αργά προς το τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχώς ακόμη πιο επώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης, μέρες σύγχυσης, μέρες διωγμού. Και γενικά μέρες αγωνίας για όλους όσους βλέπουν εδώ και καιρό τα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από την καθημαγμένη χώρα και – βλέποντάς τα – συνειδητοποιούν τα πασίδηλα πλέον σημεία των καιρών…

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ώρες αφότου, θεαρχίω νεύματι οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, εκ περάτων συνέδραμον του κηδεύσαι την της ζωής Μητέρα. Αι δε υπέρταται των ουρανών δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, το θεοδόχον σώμα προέπεμψαν, τω δέει κρατούμεναι. Και σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι εμείς να πλημμυρίσουμε τις εκκλησιές. Μα ειλικρινά δεν ξέρω τι κατορθώσαμε να αισθανθούμε και πάλι από το μεγάλο μας Πάσχα του καλοκαιριού. Τι κατορθώσαμε να της πούμε και τι να της ζητήσουμε. Ποιο δώρημα δηλαδή που να ταιριάζει πραγματικά προς το συμφέρον της αιτήσεως…

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε καιρούς κλιμακούμενης απόγνωσης. Η άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση συνεχίζει να βαθαίνει – και όσο περνάει ο καιρός, αυτό που επέρχεται, είναι φανερό πως κυοφορεί καταστάσεις τραγικές. Φέρνει πιο κοντά την εκποίηση της πατρίδας, τη νέκρωση της αγοράς, τον δημογραφικό και εθνικό όλεθρο εξαιτίας της υπογεννητικότητας και της θανάσιμης λαθροεισβολής, την πλήρη υποταγή και εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε ξένα αφεντικά.
Και μάλιστα όλα αυτά με σφραγίδα…αριστεροφανούς «προοδευτικότητας», εξ ου και η πλήρης απογοήτευση για ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, το οποίο στήριξε τις έσχατες ελπίδες του για πολιτική ανατροπή σε ένα μόρφωμα που συσπείρωσε κάποια στιγμή τις περισσότερες δυνάμεις του φερόμενου ως αντιμνημονιακού χώρου.
Ενός λαού όμως που και πάλι προδόθηκε, γιατί βέβαια διέπραξε για μια ακόμη φορά το ίδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία. Και τώρα που προδόθηκε, έχει απομείνει εδώ και καιρό μουδιασμένος να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Πιο παθητικά και υποτονικά από κάθε άλλη φορά. Ίσως γιατί νιώθει ότι δεν έχει πού να ελπίσει πλέον.

Και γιατί όμως άραγε να ξέρει πού να ελπίσει αυτός ο λαός της αποστασίας, που έχει τόσο πολύ εθιστεί πια στο να παρακολουθεί αποχαυνωμένος «υπερήφανους ομοφυλόφιλους» (να παρελαύνουν ή να συμβιώνουν δια νόμου), στο να νοιάζεται μόνο για τον απλό πονοκέφαλο της οικονομικής κρίσης (μη δίνοντας δεκάρα για τον θανατηφόρο καρκίνο της πνευματικής κατάρρευσης) και στο να καταπίνει αμάσητα τόσα και τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια; Είναι πραγματικά τόσο βαθιά πλέον η παρακμή μέσα στο άθλιο ψευδοκράτος που εδώ και δεκαετίες παράγει κυρίως απάτη κι ασυναρτησία, ώστε είναι ν’ απορείς ποια απερινόητη μεγαλοθυμία του Ετάζοντος καρδίας και νεφρούς μάς κρατάει ακόμα και δεν μας καταποντίζει οριστικά μες στ’ αποκαΐδια.
Και την ίδια ώρα βέβαια δεν ξέρεις και πού να στρέψεις το βλέμμα, αναζητώντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Όλα υπό διάλυσιν, όλοι οι θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι απ’
τη φαυλότητα ή την ανεπάρκεια, όλα να καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες κάτω από το ασήκωτο βάρος δεκαετιών ανομίας και χυδαιότητας.
Μια απερίγραπτη κυβέρνηση που δεν απέτυχε μόνο παταγωδώς στις έωλες υποσχέσεις για απαλλαγή από τα μνημόνια, αλλά βρίσκει πλέον τις ευκαιρίες – πότε μες στον ορυμαγδό και πότε χάρη στο γενικό μούδιασμα – για να περνά ανενόχλητη αρρωστημένες διατάξεις, μέτρα εθνοκτόνα και νομοσχέδια μηδενιστικά. Μια Δικαιοσύνη σε πλήρη ανυποληψία, μια Υγεία σε πλήρη διάλυση, μια Παιδεία ταγμένη στο να παράγει όχι συγκροτημένους πολίτες, αλλά αφελληνισμένα, παραζαλισμένα και αναλφάβητα ανθρώπινα κοπάδια.
Και ταυτόχρονα βέβαια να βλέπεις κι ανθρώπους δήθεν σοβαρούς, ακόμη κι ανθρώπους κοντινούς σου, να εξακολουθούν να τυρβάζονται περί όνου σκιάς, να συνεχίζουν ακόμη και τώρα – παρά τα αδυσώπητα σημεία των καιρών – να ομφαλοσκοπούν, με την επί χρόνια κεκτημένη αδράνεια της πλέον αυτιστικής εσωστρέφειας. Μια θλίψη τα πάντα λοιπόν. Θλίψη και απογοήτευση.

Και λίγο πιο πέρα φυσικά, η τραγική σύναξη των εκκλησιαστικών μας ταγών, πάντοτε ασελγούσα (πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων) επί του Σώματος και του Αίματος του εν ύδασι την γην Κρεμάσαντος. Από τη μια με τα οικουμενιστικά ή μασωνικά λύματα μέσα στα οποία βυθίζονται πια τόσοι και τόσοι ιεράρχες μας, από την άλλη με τις πάντα ανοιχτές και κακοφορμισμένες πληγές της ελλειμματικής πνευματικότητας, της σιμωνίας, του καριερισμού, της εκκοσμίκευσης, της αδιαφορίας για τα πάντα. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά;

Μα να λοιπόν τι μας απομένει. Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν.
Μαζί της, μάς απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτα κόκαλα αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες – και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.

Κι από πίσω τους, πολύ πίσω τους, πασχίσαμε να βαδίσουμε στα σκυφτά κι εμείς, με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες μας, στα μικρά μας μετερίζια εδώ και πολλά χρόνια. «Είμαστε ακόμα εδώ, ψάχνοντας στα τυφλά καινούργιους δρόμους», όπως θα τραγούδαγαν κι οι Κατσιμιχαίοι.
Κι είναι στα τυφλά βέβαια, γιατί κι εμείς ελάχιστα νιώσαμε στον δρόμο – κι όσα κι αν μάθαμε να λέμε για πατρίδα, πίστη και παράδοση, θεωρίες ήτανε πιο πολύ παρά βίωμα και πράξη. Υπήρξαμε προφανώς πολύ μικροί κι ανάξιοι, άδεια σαρκία κι εμείς, ανάλγητοι κι αμετανόητοι, χαμένοι στα πλέγματα και τους εγωισμούς μας, αποστάτες ανέστιοι, «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες».
Γι’ αυτό και ό, τι ξεκινήσαμε κατά καιρούς να φτιάξουμε (ομάδες, κινήσεις και σχήματα), έμεινε λειψό και ατελέσφορο. Γιατί δεν είχε Χάρη. Απολύτως λογικό να κολοβωθεί και να εξοκείλει. Άξιον και δίκαιον.

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε αγριεμένους καιρούς. Καιρούς αποστασίας και μάταιης περιπλάνησης. Μα όσα κι αν πράξαμε, σε ό,τι κι αν φταίξαμε, όσο κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι τέτοια η λαίλαπα που έρχεται (και ειλικρινά η οικονομική κατάρρευση είναι το τελευταίο που εννοώ), που ίσως να πλησιάζει η ώρα που, όποιος έχει απομείνει ζωντανός σε τούτον τον τόπο, επιτέλους θα κληθεί και να το αποδείξει.
Και θα κληθεί να το πράξει, ξεκινώντας βέβαια από το αναφανδόν μείζον και πραγματικά θανάσιμο πνευματικό και εθνικό μας πρόβλημα (που πολύ απλά δεν είναι άλλο από την προϊούσα προδοσία της ορθόδοξης πίστης μας από τα όργανα της οικουμενιστικής παναίρεσης – για την οποία προδοσία, όσο δεν θα αντιδρούμε, θα είμαστε όλοι μας συνένοχοι) και συνεχίζοντας μετά και με τα λοιπά πνευματικά και υλικά (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, εθνικά) ζητήματα. Με πράξεις όμως πλέον κι όχι με λόγια – καιρός να μπει πια ένα τέλος οριστικό κι αμετάκλητο για τις διαπιστώσεις, τα συμπεράσματα, τις ατέρμονες αναλύσεις.
Και φυσικά αυτές οι πράξεις μπορεί να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με την οριστική ταφή του ελεεινού πτώματος μέσα μας, μόνο με το αυθεντικό κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του και της μεσιτείας Της.
Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε πια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι καιροί μας μάλλον τελειώνουν πλέον κάπου εδώ. Και ό,τι επί αιώνες κάποιοι έχτισαν σ’ αυτή τη γη, δείχνει καταδικασμένο να χαθεί οσονούπω οριστικά μαζί μας μες στα συντρίμμια.

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2017. Λίγο μόλις μετά το δεύτερο Πάσχα μας – εκείνο του καλοκαιριού. Λίγο μετά αφού η την ζωήν κυήσασα προς την ζωήν μεταβέβηκεν. Λίγες ώρες αφότου η του αενάου φωτός Μητέρα μετέστη από της γης εις τα άνω. Από εκεί που βρίσκεται, ας ξαναβάλει το χέρι της, για μια ακόμη φορά…