Τη δική τους εκδοχή για τα σχέδια της κυβέρνησης και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), ώστε να μην επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά από νέες αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, δίνει η διοίκηση της τελευταίας. Κύκλοι της ΔΕΗ υποστηρίζουν πως «δεν είναι νοητό, ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και με μνημονιακή υποχρέωση τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά σε επίπεδα κάτω του 50%, να επωμίζεται η επιχείρηση ευθύνες που ανήκουν στην Πολιτεία».

Για τον Ειδικό Φόρο Καυσίμου, τον οποίο πληρώνει η ΔΕΗ για το ντίζελ και το μαζούτ των μονάδων παραγωγής των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, «η επιχείρηση, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ίδια αλλά και να μειωθούν τα ποσά των ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας), έχει ζητήσει την απαλλαγή της από το 2005! Αίτημα απολύτως εύλογο, καθώς η Πολιτεία τής έχει αναθέσει την τροφοδοσία των νησιών με τις ίδιες τιμές με αυτές της ηπειρωτικής χώρας. Το αίτημα αυτό της ΔΕΗ δεν έγινε δεκτό από την τότε κυβέρνηση, με το αιτιολογικό της αποφυγής… λαθρεμπορίου καυσίμων»!

Για τις επικείμενες αλλαγές στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ) οι ίδιοι κύκλοι της ΔΕΗ υποστηρίζουν πως «οι δικαιούχοι καταναλωτές θα πρέπει να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με ειδικά κουπόνια, και να επιλέγουν τον προμηθευτή της αρεσκείας τους. Με το ισχύον σήμερα καθεστώς οι εν λόγω καταναλωτές, όντας μη ελκυστικοί για τους άλλους προμηθευτές, παραμένουν αποκλειστικά (100%) στη ΔΕΗ. Ετσι, αφενός η ΔΕΗ επιβαρύνεται με ποσά της τάξης των 80.000.000 ευρώ τον χρόνο, συνεπεία της υποανάκτησης των ΥΚΩ και της ασυνέπειας μεγάλου μέρους των καταναλωτών αυτών, και αφετέρου υφίσταται ακόμη ένα εμπόδιο στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται για ΚΟΤ είναι της τάξης του 5%-6% της συνολικής». Στη ΔΕΗ αφήνουν, τέλος, αιχμές για τις διαρροές από τη ΡΑΕ.

Πηγή