του Π. Γιαννόπουλου
Το πρώ­τον βή­μα

Α΄. Δια να ο­μι­λή­ση κα­νείς λο­γι­κά δι’ έ­να ζή­τη­μα ελ­λη­νι­κόν, εί­τε γλωσ­σι­κόν, εί­τε ε­θνι­κόν, εί­τε κοι­νω­νι­κόν, α­νά­γκη να α­να­τρέ­ξη εις το πα­ρελ­θόν, να συμ­βου­λευ­θή την Ι­στο­ρί­αν. Και Ελ­λη­νι­κή Ι­στο­ρί­α δεν υ­πάρ­χει. Δι’ αυ­τό βα­σι­λεύ­ει τοιαύ­τη σύγ­χυ­σις και σύ­γκρου­σις ι­δε­ών εις ό­λα α­νε­ξαι­ρέ­τως τα ι­δι­κά μας πράγ­μα­τα. Και δεν ή­το δυ­να­τόν να υ­πάρ­χη α­κό­μη. Διό­τι έ­ως χθες η με­γα­λει­τέ­ρα και σπου­δαιο­τέ­ρα ε­πο­χή του πα­ρελ­θό­ντος μας, η Βυ­ζα­ντι­νή, το Κλει­δί προς νό­η­σιν της αρ­χαί­ας, προς νό­η­σιν της τω­ρι­νής Ελ­λά­δας, προς νό­η­σιν Ελ­λη­νι­σμού και Έλ­λη­νος, το εί­χε βυ­θί­σει η Ευ­ρώ­πη εις α­πύθ­με­νον βά­θος βορ­βό­ρου.
Υ­πάρ­χει λοι­πόν μί­α Ι­στο­ρί­α, γρα­φεί­σα χω­ρίς το κλει­δί αυ­τό, συρ­ρα­φεί­σα α­πό τας Ευ­ρω­πα­ϊ­κάς ι­στο­ρί­ας και γνώ­μας πε­ρί η­μών, με έ­να πνεύ­μα σχε­δόν δου­λι­κόν, με έ­να πνεύ­μα μα­θη­τι­κόν, το ο­ποί­ο τρέ­μει τον ευ­ρω­παί­ον δά­σκα­λον. Άν­θρω­ποι, με πνεύ­μα, ε­ντε­λώς ε­λεύ­θε­ρον δου­λι­κών αι­σθη­μά­των προ του Ευ­ρω­παί­ου, δεν ε­πα­ρου­σιά­σθη­σαν εις την με­λέ­την της Ι­στο­ρί­ας. Άν­θρω­ποι, με πύ­ρι­νον πά­θος έ­ρω­τος ρι­χθέ­ντες εις την με­λέ­την της Ι­στο­ρί­ας, δεν ε­φά­νη­σαν μέ­χρι τού­δε. Και οι φα­νέ­ντες τοιού­τοι κα­τέ­γι­ναν εις τας λε­πτο­με­ρεί­ας, α­φω­σιώ­θη­σαν εις τον πο­λυ­τι­μώ­τα­τον φω­τι­σμόν μιας ή άλ­λης ε­πο­χής. Ώ­στε ελ­λη­νι­κή ι­στο­ρί­α δεν υ­πάρ­χει. Δεν κα­τη­γο­ρώ. Θέ­τω τα πράγ­μα­τα. Και δεν ή­το δυ­να­τόν να συμ­βή άλ­λως. Μέ­γι­στον και δυ­σκο­λώ­τα­τον και υ­πε­ράν­θρω­πον, ή­το το πρό­βλη­μα το ο­ποί­ον ε­τέ­θη α­πό της Ε­λευ­θε­ρί­ας ε­νώ­πιον των ι­στο­ρι­κών της α­φυ­πνι­σθεί­σης Ελ­λά­δος. Και το έρ­γον υ­πε­ραν­θρω­πό­τε­ρον. Και ι­δού αυ­τό.
Ι­δού πως εύ­ρον την Ελ­λη­νι­κήν Ι­στο­ρί­αν οι ε­λεύ­θε­ροι έλ­λη­νες ι­στο­ρι­κοί. Κα­τά τους βυ­ζα­ντι­νούς χρό­νους, ο μέ­γας χρι­στια­νός Σουλ­τά­νος της Ευ­ρώ­πης, ο Πά­πας, εί­χε γρά­ψει την ι­στο­ρί­αν μας, κα­τά το φα­να­τι­κόν και πλα­στο­γρα­φι­κόν σύ­στη­μα των ρασ­σο­φο­ρού­ντων λε­γε­ώ­νων, κα­τά το σύ­στη­μα που έ­γρα­ψεν και τας ι­στο­ρί­ας των ευ­ρω­πα­ϊ­κών ε­θνών, δια τον κα­θα­ρι­σμόν των ο­ποί­ων ε­χρειά­σθη­σαν ε­πί­σης υ­πε­ράν­θρω­ποι α­γώ­νες.
Η φαυ­λό­τα­τη κα­κουρ­γο­τά­τη πλα­στο­γρα­φί­α αυ­τή, ε­χρη­σί­μευ­σεν ως βά­σις εις ό­λας τας ευ­ρω­πα­ϊ­κάς ι­στο­ρί­ας πε­ρί η­μών. Αφ’ ε­τέ­ρου η ι­στο­ρί­α μας εί­ναι η μα­κρο­τέ­ρα ό­λων. Διό­τι, ε­νώ η Ευ­ρώ­πη α­ριθ­μεί 10 αιώ­νων ε­νάρ­ξε­ως πο­λι­τι­σμού, η­μείς έ­χο­μεν 30 και πλέ­ον· ώ­στε ο ι­στο­ρι­κός του Έλ­λη­νος έ­χει να ε­ρευ­νή­σει α­πό την αρ­χήν της αν­θρω­πό­τη­τος έ­ως σή­με­ρον. Η μα­κρο­τέ­ρα ό­λων λοι­πόν και η πε­ρι­πλο­κω­τέ­ρα. Διό­τι ο Έλ­λην Ο­δυσ­σεύς με­τα­μορ­φώ­νε­ται ε­ξω­τε­ρι­κώς κα­τά πά­σαν ι­στο­ρι­κήν ε­πο­χήν…
Ι­δού πώς γρά­φουν την Ελ­λη­νι­κήν ι­στο­ρί­αν οι Ευ­ρω­παί­οι ι­στο­ρι­κοί κα­τά γε­νι­κόν και α­πα­ρά­βα­τον κα­νό­να.
Αρ­χί­ζουν α­πό την αρ­χήν, αρ­χί­ζουν ό­πως εί­ναι δυ­να­τόν να την φα­ντα­σθούν ξέ­νοι, προ­χω­ρούν υ­μνού­ντες και δο­ξο­λο­γού­ντες, εκ­σπούν εις την τε­λεί­αν ε­πο­χήν, εις ύ­μνους α­κα­τα­σχέ­τους, εν­θου­σιώ­δεις, φρε­νή­ρεις. Έ­πει­τα συ­να­ντώ­ντες τον Δη­μο­σθέ­νην, τό­σον πο­λύ πα­λα­βό­νο­νται α­πό την δύ­να­μίν του, ώ­στε με­τα­βάλ­λο­νται ό­λοι εις Δη­μο­σθέ­νας και α­πο­λύ­ο­νται εις έ­να χεί­μαρ­ρον μομ­φών, ύ­βρε­ων, μω­ρο­λο­γιών, μοι­ρο­λο­γη­μά­των.
Και ό,τι έ­λε­γεν ο Δη­μο­σθέ­νης εις τους συγ­χρό­νους του και ό­πως ω­μί­λει ο Δη­μο­σθέ­νης -στε­νο­κέ­φα­λος το­πι­κι­στής και σαν κά­θε Έλ­λη­να- ο­μί­λουν δια κά­θε ε­πο­χήν, ε­κεί­θεν και κά­τω, μέ­χρι σή­με­ρον, μέ­χρις η­μών των τω­ρι­νών… Τί­πο­τε και καμ­μί­α ε­πο­χή δεν αν­θί­στα­ται εις τον χεί­μαρ­ρον αυ­τόν της κα­τη­γο­ρί­ας.
Οι Ευ­ρω­παί­οι ι­στο­ρι­κοί, σχε­δόν ό­λοι, ε­ντο­πί­ζο­νται εις μί­αν ε­πο­χήν. Άλ­λοι εις την αρ­χαί­αν, άλ­λοι εις την Βυ­ζα­ντι­νήν, άλ­λοι εις την Ρω­μα­ϊ­κήν, άλ­λοι εις την Α­λε­ξαν­δρι­νήν, άλ­λοι εις την τω­ρι­νήν. Και έ­χο­ντες ε­λα­χί­στην ή καμ­μί­αν γνώ­σιν των άλ­λων ε­πο­χών, προ­σπα­θούν να α­να­λύ­σουν την μί­αν ε­κλε­χθεί­σαν ε­πο­χήν, δια των στοι­χεί­ων τα ο­ποί­α ε­σώ­θη­σαν.
Το αυ­τό σύ­στη­μα ε­φήρ­μο­σαν φυ­σι­κά και εις την Ι­στο­ρί­αν των νε­ω­τέ­ρων χρό­νων, ή­τις διε­πλά­σθη με ε­ντε­λε­στά­την ά­γνοιαν των πραγ­μά­των, διε­μορ­φώ­θη συμ­φώ­νως προς τας θε­ω­ρί­ας, τας ε­ξε­λί­ξεις και τας α­να­πτύ­ξεις των νέ­ων Ευ­ρω­πα­ϊ­κών Κρα­τών – πράγ­μα­τα ό­λα που δεν έ­χουν την πα­ρα­μι­κρο­τέ­ραν σχέ­σιν με τα ι­δι­κά μας. Και ό­λοι οι Ευ­ρω­παί­οι ι­στο­ρι­κοί και άλ­λοι ε­πι­στή­μο­νες, ο­μι­λού­ντες πε­ρί ελ­λη­νι­κών πραγ­μά­των, ευ­ρί­σκο­νται εις πλη­ρε­στά­την, βα­θυ­τά­την, ε­ντε­λε­στά­την ά­γνοιαν του Έλ­λη­νος αν­θρώ­που.
Ε­πο­μέ­νως, ε­άν ή­θε­λε κα­νείς να σχη­μα­τί­ση μί­αν ι­δέ­αν πε­ρί ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρί­ας, πε­ρί της ελ­λη­νι­κής φυ­λής και πε­ρί του Έλ­λη­νος, α­πό ό­λας αυ­τάς τας ι­στο­ρί­ας – α­πό τας ο­ποί­ας κα­τά μέ­γι­στον μέ­ρος α­πε­στα­λά­χθη­σαν και αι ι­δι­καί μας σύγ­χρο­νοι ι­στο­ρί­αι, ό­πως το κά­θε τι που έ­χο­μεν τώ­ρα ή που λέ­γο­μεν πε­ρί πα­ντός πράγ­μα­τος, και η­μών αυ­τών α­κό­μη – θα έ­βλε­πεν ό­τι εις το σύ­νο­λον δεν υ­πάρ­χει πλέ­ον μυ­θι­στο­ρι­κή και κα­τα­πλη­κτι­κή Μω­ρί­α.
Β΄. Και ή­το α­πο­λύ­τως α­δύ­να­τον κα­τά φυ­σι­κόν λό­γον να εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο. Διό­τι ό­σον σο­φοί, ό­σον με­γα­λο­φυείς και αν υ­πο­τε­θούν οι Ευ­ρω­παί­οι, ευ­ρε­θέ­ντες προ τό­σον μα­κρού και σκο­τει­νού λα­βυ­ρίν­θου, α­κο­λου­θού­ντες το σύ­στη­μα αυ­τό της τμη­μα­τι­κής ε­ρεύ­νης, με ρι­ζω­μέ­νας ι­δέ­ας ό­τι κά­θε ε­πο­χή εί­ναι ά­σχε­τος α­πό την άλ­λην – α­φού ο Έλ­λην, ε­χά­θη εις την Α­λε­ξαν­δρι­νήν ε­πο­χήν, ε­ξε­ρω­μαΐσθη εις την Ρω­μα­ϊ­κήν, ε­ξε­βαρ­βα­ρώ­θη και ε­ξε­πα­τώ­θη εις την Βυ­ζα­ντι­νήν, εί­ναι νέ­ος άν­θρω­πος τώ­ρα με νέ­αν γλώσ­σαν, – και ό­ντες άν­θρω­ποι ξέ­νοι, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρον φι­λό­λο­γοι και δά­σκα­λοι και ε­λά­χι­στα πε­ρι­η­γη­ταί, ε­πι­στή­μο­νες και πρα­κτι­κοί, εί­ναι α­λη­θώς θαύ­μα θαυ­μά­των, ό­τι χά­ρις εις την λα­τρεί­αν των, εις την φι­λο­πο­νί­αν των, εις την σο­φί­αν των, ε­φώ­τι­σαν τό­σα και τό­σα και δεν έ­φθα­σαν εις πο­λύ γε­λοιω­δέ­στε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα ό­πως ή­το φυ­σι­κόν.

***
Αυ­τή εί­ναι η θέ­σις των πραγ­μά­των την ώ­ραν αυ­τήν. Και εί­ναι α­μέ­σως φα­νε­ρόν ό­τι, α­φού ού­τε αυ­τήν την ε­σπε­ριο­ει­δή ι­στο­ρί­αν που έ­χο­μεν με­λε­τού­μεν, εις τι κα­τά­στα­σιν ευ­ρί­σκο­νται αι ι­δέ­αι μας πε­ρί η­μών αυ­τών. Και τι χα­λα­σμός κό­σμου που γί­νε­ται εις ό­λας μας τας σκέ­ψεις και τα πράγ­μα­τα. Και εί­ναι α­μέ­σως φα­νε­ρόν ό­τι πά­σα κί­νη­σις ορ­θή ε­νός ελ­λη­νι­κού ζη­τή­μα­τος εί­ναι πράγ­μα α­δύ­να­τον. Και εί­ναι α­μέ­σως φα­νε­ρόν ό­τι πά­σα σκέ­ψις βά­σι­μος και λο­γι­κή πε­ρί διευ­θύν­σε­ως, διοι­κή­σε­ως, νό­μων, εί­ναι λε­πτο­μέ­ρειαι χω­ρίς καμ­μί­αν ση­μα­σί­αν, και εί­ναι α­μέ­σως φα­νε­ρόν ό­τι το ζη­τείν α­πό τους πο­λι­τι­κούς μας να μας φω­τί­σουν εί­ναι ά­δι­κον και πα­ρά­λο­γον και εί­ναι κα­θα­ρώ­τα­τα, α­φε­λέ­στα­τα και α­πλού­στα­τα παι­δα­ριω­δώς γε­λοί­ον.
Η­μείς οι Έλ­λη­νες, α­γνο­ού­μεν την Ελ­λά­δα και τον Έλ­λη­να, πε­ρισ­σό­τε­ρον κά­θε Κί­νας, κά­θε Κι­νέ­ζου. Φα­ντα­ζό­με­θα τον ε­αυ­τόν μας και τον τό­πο μας, α­πό τα γράμ­μα­τα που μας στέλ­λουν οι Ευ­ρω­παί­οι, οι ο­ποί­οι μας α­γνο­ούν ε­ντε­λέ­στα­τα. Και εις την ι­δι­κήν μας υ­πνο­βα­τι­κήν κα­τά­στα­σιν και εις την ι­δι­κήν μας πα­ρα­φρο­σύ­νην, προ­στί­θε­νται και αι ευ­ρω­πα­ϊ­καί ε­ξω­φρε­νι­καί γνώ­μαι και συμ­βου­λαί και μας α­πο­τρελ­λαί­νουν τε­λειω­τι­κώς, χα­πτό­με­ναι ό­πως χά­πτε­ται η κά­θε γνώ­μη του κά­θε Δί­τε­ριχ ή Μί­ντε­ριχ, του ο­ποί­ου του κα­πνί­ζει να μας φω­τί­σει και μας συμ­βου­λεύ­ση και μας βά­λη νό­μον εις το σπί­τι μας και μας ο­δη­γή­ση εις τον δρό­μον μας, σαν να εί­με­θα ε­μείς στρα­βοί και πα­ρα­λυ­τι­κοί. Ό­λαι μας λοι­πόν αι ι­δέ­αι, ο χω­ρι­σμός των Ι­δα­νι­κών εις Αρ­χα­ϊ­σμόν και Κλε­φτι­σμόν, ό­λη η πα­ρα­φρο­σύ­νη του γλωσ­σι­κού ζη­τή­μα­τος, η κά­θε ά­γνοια και η κά­θε ξε­νο­μα­νί­α, η τε­λεί­α σύγ­χυ­σις και α­νε­μο­ζά­λη κά­θε ι­δέ­ας και κά­θε πράγ­μα­τος, ε­κεί έ­χει την α­λη­θή πη­γήν της.

***
Πρέ­πει λοι­πόν να τε­θή, πρώ­τον έ­νας φραγ­μός και δεύ­τε­ρον να ευ­ρε­θή έ­να μέ­τρον κρί­σε­ως της ξέ­νης και της ι­δι­κής μας πα­ρα­φρο­σύ­νης. Έ­να θε­μέ­λιον νέ­ας ο­ρι­στι­κής ζη­τή­σε­ως. Και ο φραγ­μός αυ­τός και το μέ­τρον αυ­τό και το θε­μέ­λιον αυ­τό εί­ναι.
1. “Εί­ναι ε­ντε­λώς α­δύ­να­τον να ε­ρευ­νη­θή ορ­θώς και με­λε­τη­θή λο­γι­κώς μί­α οια­δή­πο­τε ελ­λη­νι­κή εποχή,  ε­άν ο θέ­λων να με­λε­τή­ση αυ­τήν, δεν έ­χει ε­νώ­πιον των ο­φθαλ­μών του ό­λας τα άλ­λας ε­πο­χάς και πρω­τί­στως την τω­ρι­νήν”.
Πά­σα γνώ­μη και πά­σα σκέ­ψις οιου­δή­πο­τε ι­δι­κού μας ή ξέ­νου σο­φού, κά­θε βι­βλί­ον το ο­ποί­ον εις κά­θε γραμ­μήν, δεν πα­ρου­σιά­ζει την ο­μοί­αν αυ­τήν γνώ­σιν και δεν συ­σχε­τί­ζει εις κά­θε γραμ­μήν α­πο­δεί­ξεις μιας γνώ­μης, δεν πρέ­πει να έ­χη καμ­μί­αν ου­σια­στι­κήν α­ξί­αν· δύ­να­ται να πε­ριέ­χη θαυ­μα­σί­αν ύ­λην και με­γα­λο­φυείς πα­ρα­τη­ρή­σεις, εί­ναι μό­νο χρή­σι­μον ως υ­λι­κόν και τα συ­μπε­ρά­σμα­τά του δεν έ­χουν καμ­μί­αν α­ξί­αν.
2. “Εί­ναι ε­ντε­λώς, α­δύ­να­τον, να εν­νο­η­θή ε­ντε­λώς και ε­ξη­γη­θή ορ­θώς, έ­να οιον­δή­πο­τε ελ­λη­νι­κόν ζή­τη­μα, ο­λό­κλη­ρος η ελ­λη­νι­κή ι­στο­ρί­α, ά­νευ της βα­θυ­τά­της γνώ­σε­ως του τω­ρι­νού Έλ­λη­νος”.
Πά­σα σκέ­ψις, γνώ­μη, ζή­τη­σις ι­δι­κού μας ή ξέ­νου σο­φού, εί­τε πε­ρί των Μυ­θο­λο­γι­κών χρό­νων μας εί­τε πε­ρί των τω­ρι­νών, α­πό την μί­αν ά­κραν της Ελ­λη­νι­κής Ι­στο­ρί­ας μέ­χρι της άλ­λης εις οιον­δή­πο­τε ζή­τη­μα, εί­τε πα­ρελ­θόν, εί­τε τω­ρι­νόν δύ­να­ται να εί­ναι πε­ρί­φη­μον ως υ­λι­κόν άλ­λα δεν έ­χει καμ­μί­αν α­ξί­αν και δεν πρέ­πει να κά­μνη καμ­μί­αν ε­ντύ­πω­σιν, διό­τι ό­λα του τα συ­μπε­ρά­σμα­τα δεν έ­χουν καμ­μί­αν θε­τι­κήν βά­σιν, εί­ναι μό­νον χρο­νο­γρα­φι­κή ερ­γα­σί­α, ε­νό­σω δεν πα­ρου­σιά­ζουν την γνώ­σιν του τω­ρι­νού Έλ­λη­νος· και ο τω­ρι­νός Έλ­λην εί­ναι ά­γνω­στος εις τους ξέ­νους.
Και ό­σον α­φο­ρά τους Ευ­ρω­παί­ους τους οιουσ­δή­πο­τε, έ­στω και α­κα­δη­μα­ϊ­κούς, έ­νας Έλ­λην έ­χει το θάρ­ρος να τους ει­πή, ό­τι εί­ναι α­πρε­πές και α­δι­καιο­λό­γη­τον, ε­νώ τοιού­τον βα­θύ ε­πι­στη­μο­νι­κόν πνεύ­μα βα­σι­λεύ­ει εις την Ευ­ρώ­πη, εις κά­θε ζή­τη­σιν, να ε­φαρ­μό­ζων­ται εις την ελ­λη­νι­κήν ζή­τη­σιν κατ’ ε­ξαί­ρε­σιν μο­να­δι­κήν, τό­σον παι­δα­ριω­δώς ε­πι­πό­λαια συ­στή­μα­τα, και να ε­πι­δει­κνύ­ε­ται τοιαύ­τη τόλ­μη πε­ποι­θή­σε­ως και συ­μπε­ρα­σμά­των, ε­πί πραγ­μά­των τό­σον μα­κρυ­νών και α­γνώ­στων.


*Το κεί­με­νο του Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λου,  που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην  ε­φημ. “Α­κρό­πο­λις” 11, 13 Μαρ­τ. 1903, πι­στεύ­ου­με πως δια­τη­ρεί δυ­στυ­χώς ό­λη του την ε­πι­και­ρό­τη­τα, 114 χρό­νια με­τά τη δη­μο­σί­ευ­σή του, και ταυ­τό­χρο­να εί­ναι έ­να υ­πέ­ρο­χο κεί­με­νο που α­ξί­ζει να δια­βά­σου­με και πά­λι.

ΠΗΓΗ