Τα περίπτερα από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους επιτελούσαν -και συνεχίζουν μέχρι σήμερα- ένα κοινωνικό καθήκον, με την έννοια της εκπλήρωσης των αγοραστικών αναγκών ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας για περισσότερο από έναν αιώνα.
Τα πρώτα περίπτερα ήταν λιτά και απέριττα. Τα προϊόντα, στην αρχή για πολλούς και κυρίως ειδικούς λόγους, λίγα: χύμα τσιγάρα, εφημερίδες και κάποια λίγα ζαχαρώδη, τα οποία σταδιακά αυξήθηκαν.
Τα περίπτερα με τα χρόνια απέκτησαν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μεγάλωσαν, αύξησαν την γκάμα των προϊόντων τους και σταδιακά άρχισαν να εκσυγχρονίζονται.
Κάτι το οποίο με μεγαλύτερη ένταση θα συνεχίσει και το επόμενο διάστημα, αποτελώντας πιθανώς και ένα αντίβαρο στη διαρκώς αυξανόμενη οικονομική κρίση.
Φανταστείτε το επόμενο διάστημα ένα περίπτερο στο οποίο θα μπορούν να πραγματοποιούνται οι κάθε είδους ηλεκτρονικές συναλλαγές και πληρωμές, στοιχείο που θα δώσει στο μικρό σημείο πώλησης που βρίσκεται καταμεσής του δρόμου τη δυνατότητα να αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά και τρόπο λειτουργίας προσελκύοντας νέες κατηγορίες πελατών.
Οπως κι αν είναι τα μικρά σημεία πώλησης και κυρίως τα περίπτερα, δεν θα πάψουν ποτέ να επιτελούν τον βασικό κοινωνικό τους ρόλο, που συμπυκνώνεται στην πολύπλευρη εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών κάθε ώρα και στιγμή μέσα στο 24ωρο.
H πλατεία Συντάγματος επικοινωνούσε με τη Λεωφόρο Αμαλίας με τους δύο πλάγιους δρόμους, τη Γεωργίου Α’ και την Οθωνος, καθώς και με τη μαρμάρινη σκάλα που έβλεπε ακριβώς απέναντι από την πρόσοψη των ανακτόρων.
Στη γωνία της πλατείας, στην αρχή της οδού Ερμού, υπήρχε το σταθμαρχείο του τραμ σε ένα κάπως παράξενα στεγασμένο κιόσκι, το οποίο στην πρόσοψη της οροφής του είχε ένα ρολόι που πληροφορούσε για την ώρα όσους περνούσαν από την πλατεία.
Τα περισσότερα κτίρια της πλατείας είχαν ολοκληρωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1870, η πλατεία είχε πλήρως δενδροφυτευτεί, ενώ στη μέση της υπήρχε ένα σιντριβάνι (στρογγυλή λίμνη με χρυσόψαρα), το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα μεταφέρθηκε στην πλατεία Δημαρχείου.
Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε στην πλατεία μια μαρμάρινη εξέδρα, στην οποία η μπάντα της Φρουράς της Αθήνας έπαιζε αποσπάσματα από ιταλικές, γαλλικές οπερέτες και κάποια κλασικά κομμάτια.
Οι πρώτοι επαγγελματίες που έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία Συντάγματος ήταν οι υπαίθριοι λούστροι με τα πάνινα καπέλα σε σκούρους και γκρι χρωματισμούς με το γείσο στο μπροστινό μέρος.
Το βασικό στέκι των λούστρων ήταν παραπλεύρως της Παλιάς Βουλής, σχεδόν δίπλα στον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη και ένα δεύτερο στέκι τους ήταν έξω από το Οφθαλμιατρείο στην Πανεπιστημίου, με ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς να εξασκεί παράλληλα το επάγγελμα του λαχειοπώλη.
Τα περιφερόμενα λουστράκια ήταν το «δόλωμα» για την πελατεία, χτυπώντας με ρυθμό και δεξιοτεχνία τις βούρτσες τους, τις οποίες πετούσαν στον αέρα για να κάνουν την ανάλογη επίδειξη και κυρίως για να δημιουργήσουν περισσότερο ντόρο και «φασαρία».
Tα πρώτα περίεργα καταστήματα για την εποχή, τα περίπτερα, έκαναν την εμφάνισή τους στη νότια πλευρά της πλατείας στις αρχές του 1890.
Ονομάστηκαν «κιόσκια», που στα τουρκικά σημαίνει «περίπτερο», και για τα δεδομένα της εποχής ήταν ένα πρόχειρο στέγαστρο στον κήπο.
Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Τιμολέων Φιλήμων, αποφάσισε για τη συμπλήρωση του καλλωπισμού της πλατείας να διαθέσει το ποσό των 15.000 δραχμών αγοράζοντας ελβετικούς οικίσκους και κιόσκια τα οποία τοποθετήθηκαν σε κεντρικά σημεία και πλατείες της Αθήνας.
Στην πλατεία Συντάγματος, στην πλατεία Ανεξαρτησίας (πλατεία Βάθης), στην πλατεία Ομονοίας, στην περιοχή της Βαρβακείου και στους κυριότερους δρόμους της πόλης.
Τα κιόσκια εκείνα ήταν σε σχήμα στρογγυλό με πολυγωνικές προεκτάσεις και μεταλλική σκεπή.
Η πρώτη αναφορά για τα περίπτερα στους δρόμους της Αθήνας γίνεται στην εφημερίδα «Σκριπ» στις 20 Οκτωβρίου 1919 από τον γνωστό χρονογράφο της εποχής, Σωτήρη Σκίπη:
«Αξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. δήμαρχος, ο οποίος απεφάσισεν την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου ή εις μέλη φονευθέντων πολεμιστών.
Δε φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως-αμέσως εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων.
Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν διά αυτών και θα εύρουν πόρο ζωής πλείστοι ανάπηροι των δύο πολέμων.
Θα εξαπλωθή διά του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίον.
Θα γίνουν επίσης αιτία όπως αι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις κινηθούν λιγάκι και μιμηθούν λιγάκι την πρωτεύουσαν…».
Μια ιδιαίτερη αναπαράσταση του ρόλου των περιπτέρων της εποχής αλλά και των επόμενων μέχρι και σήμερα χρόνων για την Ελλάδα.
Η πρώτη επίσημα κατατεθειμένη και νομοθετημένη αναφορά για την κατασκευή περιπτέρων στην Ελλάδα συναντάται στο Φύλλο 113, Τεύχος Α’ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδας στις 25 Απριλίου 1914, φέροντας τις υπογραφές του τότε υπουργού Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρεπούλη και του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Δ. Ρακτιβάν.
Το άρθρο 1 αναφέρει: «Eπιτρέπεται τη Επιτροπή της περιθάλψεως των απόρων οικογενειών των εν πολέμω πεσόντων και των καταστάντων ανικάνων να κατασκευάση, ιδίαις δαπάναις, εν ταις δημοσίαις και δημοτικαίς πλατείαις και οδοίς των πόλεων περίπτερα παραχωρηθησόμενα εις τους ανικάνους καταστάντας τραυματίας του πολέμου προς εμπορίαν των συνήθως εν αυτοίς πωλούμενων ειδών».
Το άρθρο 2 αναφέρει: «Τα κατά το προηγούμενον άρθρον κατασκευασθησόμενα περίπτερα εν εκάστη πόλει παραχωρούνται εις τους ανικάνους καταστάντας τραυματίας πολέμου, δημότας του δήμου ή κοινότητος, εις ην υπάγεται η πόλις, τα δε τυχόν πλεονάζοντα εις ετεροδημότας. Εν η περιπτώσει τα εν τίνι πόλει περίπτερα δεν επαρκούσι διά πάντας τους δημότας η παραχώρησις αυτών γίνεται διά κληρώσεως».
Το άρθρο 3 αναφέρει: «Τα της κατασκευής των περιπτέρων, του αριθμού και μεγέθους αυτών και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια κανονισθήσανται διά Β. Διατάγματος. Ο νόμος ούτος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ’ ημών σήμερον κυρωθείς δημοσιευθέτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθέτω ως νόμος του κράτους».
Τον Σεπτέμβριο του 1922 το υπουργείο Περιθάλψεως καταθέτει νομοσχέδιο (νόμοι 254 και 1960), σύμφωνα με το οποίο τα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα αλλά και αυτά που πρόκειται να ανεγερθούν κατά το επόμενο διάστημα θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση στην Πανελλήνιον Ενωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921.
«Υπό του υπουργού της Περιθάλψεως κατετέθη νομοσχέδιον δι’ ου κατά τους νόμους 254 και 1960 ανεγερθέντα περίπτερα ως και τα μέλλοντα να ανεγερθούν τοιαύτα παραχωρούνται αποκλειστικώς προς χρήσιν και εκμετάλλευσιν εις την Πανελλήνιον Ενωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921, ήτις και μόνη έχει το δικαίωμα της τοποθετήσεως περιπτέρων μετά προηγούμενην έγκρισιν του υπουργείου της Συγκοινωνίας, όπερ καθορίζει το μέγεθος και το σχήμα των ανεγερθησομένων περιπτέρων. Η παραχώρησις περιπτέρου είναι απολύτως προσωπική, απαγορευμένης αυστηρώς πωλήσεως, μεταβιβάσεως, υποθηκεύσεως, ή υπομισθώσεως.
Επιτρέπεται μόνο μετ’ άλλου συνεταιρισμός κατόπιν αδείας του κ. υπουργού. Μετά τον θάνατο του κατόχου, το δικαίωμα της χρήσεως και εκμεταλλεύσεως μεταβιβάζεται εις την χήραν ή τα ορφανά του θανόντος τραυματίου διά μόνον μία πενταετία, μεταβιβαζόμενο ακολούθως εις την Ενωσιν.Με μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο δεν θα είναι κατώτερο των 20 δρχ. και ανώτερο των 250 δρχ. και με τα εισπραττόμενα μηνιαία μισθώματα να διατίθενται υπέρ συσταθησομένου Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου».
Είμαστε, λοιπόν, μπροστά στη δημιουργία του ελληνικού περιπτέρου. Ενας «μικρός επαγγελματικός χώρος, ο οποίος δεν είχε καθορισμένο ωράριο λειτουργίας και με κύριο πωλούμενο είδος τα καπνοβιομηχανικά προϊόντα και ακολούθως τα όποια είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης».
Ολα αυτά σε μια Ελλάδα και κυρίως σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, όπου οι δρόμοι, τα στενά και οι πλατείες ήταν διάσπαρτα από τραυματίες και αναπήρους οι οποίοι ζούσαν σαν χαμένοι στους δρόμους μην μπορώντας να εξασφαλίσουν ακόμη και τα βασικά.
Μην ξεχνάμε πως στην Ελλάδα της εποχής, μέσα από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις, οι ανάπηροι ήταν αμέτρητοι, ένα φαινόμενο το οποίο ακόμη και λίγο άκομψα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φαινόμενο ρουτίνας.
Από τον Ελληνο-τουρκικό Πόλεμο του 1897 μέχρι τον Εμφύλιο του 1944-1949, διεξάγονται διαρκείς πολεμικές αναμετρήσεις, με την Πολιτεία να είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για την προστασία και την καλύτερη διαβίωση των αναπήρων.
Τους χορηγήθηκαν σημαντικά ευεργετήματα, όπως συντάξεις, κυλικεία, καφενεία, κουρεία σε μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα και Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, ενώ ψηφίστηκαν νόμοι προς όφελος των αναπήρων δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Στην αρχή είχαμε το λεγόμενο κιόσκι. Δόθηκε αρχικά στους αναπήρους πολέμου με στόχο την πώληση εφημερίδων.
Μια μικρή και πολύ πρόχειρη κατασκευή με διαστάσεις 0,70 Χ 0,70, που αρχικά αποτελούνταν από τέσσερα μεταλλικά κολονάκια και μια βάση για να τοποθετούνται οι εφημερίδες, με το επάνω μέρος του να καλύπτεται από ένα πανί για να προστατεύεται το περίπτερο από τον ήλιο.
Οι εφημερίδες αποτέλεσαν το πρώτο και βασικό είδος πώλησης για το περίπτερο ως είδος πρώτης ανάγκης.
Εκτός από το ραδιόφωνο, το οποίο στην Ελλάδα εμφανίστηκε κάπως αργότερα, και λόγω έλλειψης των όποιων άλλων μέσων οι εφημερίδες στην Ελλάδα εκδίδονταν ακόμη και τρεις φορές την ημέρα.
Τα νέα που έγραφαν στην πλειονότητά τους οι εφημερίδες ήταν κατά κύριο λόγο άσχημα, γεγονός που τις καθιστούσε αναγκαίο «κακό» της καθημερινότητας.
Περνώντας τα χρόνια, άρχισαν να βελτιώνονται ολοένα και περισσότερο οι συνθήκες ζωής, γεγονός που είχε συνέπεια την καλυτέρευση από κάθε άποψη των περιπτέρων.
Λίγο αργότερα μπήκαν στα περίπτερα τα τσιγάρα. Αρχικά πωλούνταν ξεχωριστά ο καπνός, ξεχωριστά τα τσιγάρα.
Σταδιακά άρχισαν να πωλούνται από τις καπνοβιομηχανίες έτοιμα τσιγάρα, με ή χωρίς φίλτρο, ενώ άρχισε να αλλάζει και ο τρόπος κατασκευής των περιπτέρων.
Εγιναν ομοιόμορφα, κατά κάποιον τρόπο ομοιόχρωμα και με τις ίδιες διαστάσεις αποκτώντας διαφορετική εικόνα και χαρακτηριστικά.
Με το πέρασμα του χρόνου τα περίπτερα τοποθετήθηκαν σε πεζοδρόμια και πλατείες, σε κοντινά και απόμακρα σημεία των μικρών και των μεγαλύτερων πόλεων.
Οι κατά τόπους Αρχές όριζαν τα τετραγωνικά στα οποία θα μπορούσε να κατασκευαστεί το κάθε περίπτερο στην περιοχή επικρατείας τους, με μοναδική προϋπόθεση να μην εμποδίζουν τη διέλευση των πεζών και των αυτοκινήτων.
Τα πρώτα προϊόντα
Οι εφημερίδες, τα τσιγάρα, τα ζαχαρώδη και κάποια ελάχιστα αναψυκτικά στα υποτυπώδη ψυγεία με πάγο αποτέλεσαν τα πρώτα προϊόντα των περιπτέρων.
Τα πρώτα χαρτονένια πακέτα-φακελάκια των πέντε τσιγάρων έβγαιναν «συρταρωτά» και έμειναν γνωστά στην ιστορία ως «ΩΘΗΣΟΝ», λόγω της ομώνυμης εγγραφής που έφεραν στην πλάγια πλευρά του μικρού συρταριού τους.
Υπήρχαν «κασετίνες» των πέντε, των έξι και των δέκα τσιγάρων, αλλά και κούτες των εκατό, διακοσίων και πεντακοσίων.
Τα πρώτα πακέτα όσον αφορά τη διακόσμησή τους είχαν ως κύρια θεματικά χαρακτηριστικά αναπαραστάσεις από το παρόν και το παρελθόν της εποχής.
Μυθολογικοί ήρωες, θεοί του Ολύμπου, ξίφη, βασιλείς, πολιτικοί. Η Αθηνά, ο Ερμής, ο Αχιλλέας, η Σαπφώ, σημαντικές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, όπως η επανάσταση του 1821 με θεματογραφικές αναπαραστάσεις όπως ο Κολοκοτρώνης.
Τα πρώτα ζαχαρώδη και αναψυκτικά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα περίπτερα στα μέσα της δεκαετίας του 1940.
Αρχικά στα περίπτερα της Αθήνας και του Πειραιά μπήκαν τα πρώτα ψυγεία με πάγο, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις χρησίμευσαν και ως αποθηκευτικοί χώροι για τα τσιγάρα.
Δόθηκε τον πρώτο καιρό η δυνατότητα κυρίως στις εγχώριες εταιρείες παραγωγής όπως η ΗΒΗ να διαθέσουν τα προϊόντα τους στα συγκεκριμένα ψυγεία, με τις γκαζόζες και τις λεμονάδες της να αποτελούν σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της Αθήνας και του Πειραιά αρχικά και στη συνέχεια των υπόλοιπων μεγάλων αστικών κέντρων, δίνοντας μια διαφορετική νότα δροσιάς και ξεκούρασης.
Τα πρώτα ζαχαρώδη στα περίπτερα μπήκαν σχεδόν την ίδια εποχή από τη γνωστή σε όλους μας ΙΟΝ, με τις τσίχλες της εταιρείας να αποτελούν ένα προϊόν-κλειδί για το περίπτερο, δημιουργώντας νέα καταναλωτικά δεδομένα.
Υπάρχουν σίγουρα ακόμη και σήμερα άνθρωποι που θα θυμούνται τα φυλλαράκια τσίχλας με γεύση μέντας, δυόσμου και tutti-frutti -ήταν οι πρώτες τσίχλες που μπήκαν στα περίπτερα.
Το σλόγκαν τους: «ΝΕΑ σε εμφάνιση. ΝΕΑ σε ποιότητα, με ΝΕΑ πλεονεκτήματα για ΝΕΕΣ ικανοποιήσεις. Οι τσίχλες ΙΟΝ είναι η μεγαλύτερη μικρή απόλαυση».
Επίσης, οι πρώτες σοκολάτες της εταιρείας δημιούργησαν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη μέχρι εκείνη τη στιγμή πορεία και παρουσία του ελληνικού περιπτέρου.
«Είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά σοκολάτα γάλακτος. Ξεχωρίζει από τις άλλες, γιατί χάρις στην ειδική επεξεργασία που εφαρμόζει η ΙΟΝ διατηρεί ακέραιο το φυσικό της χρώμα και τα θρεπτικά συστατικά της. Απολαμβάνετε κάθε κομμάτι της και είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά».
Ενα πρωτότυπο και ιδιαίτερο δείγμα διαφημιστικής προβολής για τα δεδομένα της εποχής, με έντονα τα στοιχεία του μεταγενέστερου σύγχρονου marketing.
Η Αθήνα μετά το 1821 και η αξία της γης
Η οριστική ανοικοδόμηση της πόλης των Αθηνών, το νέο ρυμοτομικό σχέδιο με τη χάραξη των νέων δρόμων, αποτέλεσαν μερικά από τα βασικότερα προβλήματα για τη νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, σε μια εποχή κατά την οποία η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να βγει από αρκετές πολιτικές συρράξεις, συνέπεια πολεμικών αναταραχών που περισσότερο αφαιρούσαν και λιγότερο πρόσθεταν στην Ελλάδα εδάφη και ζωτικούς χώρους.
Ετσι επέτρεπε παράλληλα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο στα εσωτερικά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οποίο τυπικά είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους στα τέλη της δεκαετίας του 1830, βρισκόταν διαρκώς όμως σε ένα καθεστώς διαρκούς επιτροπείας.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε πώς ήταν η Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα για να μπορέσουμε ίσως να καταλάβουμε τα σημαντικά προβλήματα και τις δεκάδες αδυναμίες που παρουσίαζε η νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Mετά το 1830 άρχισε να αποκτά καινούργια σπίτια, τα οποία είχαν κτιστεί στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας και, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες της εποχής, δεν ξεπερνούσαν τα χίλια.
Μια πόλη κατεστραμμένη, η οποία τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ξεκινούσαν από το ρυμοτομικό, το οποίο άρχισε να μπαίνει σε μια διαδικασία πρώιμης επίλυσης το 1836, όταν παραδόθηκαν στην Αντιβασιλεία τα πρώτα σχέδια για τη δημιουργία της νέας Αθήνας.
Με μικρές αναδιατάξεις στο αρχικό σχέδιο του 1835 (με βάση τη δουλειά του Σταμάτη Κλεάνθη και του Εδουάρδου Σάουμπερτ), παραδόθηκαν τα πρώτα σχέδια της νέας Αθήνας στον αντιβασιλέα, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Ο λόγος: οι σημαντικές αντιδράσεις από πλευράς μεγάλης μερίδας Αθηναίων που θα έχαναν μεγάλο κομμάτι της ιδιοκτησίας τους λόγω των επικείμενων απαλλοτριώσεων.
Ο Λέοντας Κλέντσε και ο Φρειδερίκος Γκέρτνερ, Βαυαροί αρχιτέκτονες, ήταν οι βασικοί αρωγοί τροποποίησης του αρχικού ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης, το οποίο παραδόθηκε το 1836 στον αντιβασιλέα.
Σε μια Αθήνα που περισσότερο έμοιαζε με μικρή επαρχιακή πόλη, παρά με την πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Απέραντοι λόφοι, χαμηλή βλάστηση με θάμνους, κουμαριές και εκατοντάδες μυρωδικά φυτά μεταξύ Ιλισού και Υμηττού.
Οι εκτάσεις με τις εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα που έδιναν άλλη εικόνα στην περιοχή του Ελαιώνα εκτείνονταν από το Μενίδι μέχρι το Μοσχάτο.
Η Αθήνα σε επίπεδο κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1849, αριθμούσε μόλις 25.000 κατοίκους, πρωτεύουσα κράτους η οποία στερούνταν μεγάλα κτίρια και δρόμους που θα συνδέουν τη μια πλευρά της πόλης με την άλλη.
Ο πρώτος δρόμος που χαράχτηκε στην πόλη ήταν το 1836 η Οδός Πειραιώς, καθώς και οι πιο εμπορικοί δρόμοι της εποχής, η οδός Πανδρόσου και η οδός Αδριανού, το γνωστό «Ανω Παζάρι» της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας.
Η χάραξη της οδού Πειραιώς ήταν διαδικασία πρώτης ανάγκης για την πόλη των Αθηνών, αφού ήταν ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσει η πόλη με την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν η θάλασσα και επιτακτική ανάγκη της σύνδεσής της με το έρημο εκείνη τη στιγμή λιμάνι του Πειραιά.
Η πρώτη οδική αρτηρία των Αθηνών φτιάχτηκε με σχέδια του Κλεάνθη, φαρδύς, ευθύς και το κυριότερο αμαξιτός δρόμος.
Λίγο αργότερα φτιάχτηκε καλύτερα και η οδός Αδριανού και λόγω της εμπορικής φύσης και θέσης της ήταν ένα από τα πιο ακριβά κομμάτια της Αθήνας της εποχής, με τις ιστορικές πηγές της εποχής αναφέρουν πώς στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των οδών Αδριανού και Πανδρόσου τα οικόπεδα αποτιμώνταν κοντά στις 10 δραχμές το μέτρο, όταν στη Σταδίου η μέση τιμή ήταν μια έως δύο δραχμές τον πήχη.
Ηταν τέτοια η «ανισότητα» της εποχής, στην οποία μάλιστα συμμετείχε και με τον δικό του εύσχημο τρόπο και ο Τύπος (που πήρε το μέρος των «αδικηθέντων»), στους οποίους με βάση το νέο ρυμοτομικό σχέδιο δόθηκαν οικόπεδα στη Σταδίου αντί των σπιτιών και των εκτάσεων τους που απαλλοτριώθηκαν, με αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής να σημειώνει εύστοχα: «Πού νομίζετε πως τους παρεχώρησαν οικόπεδα;Πλησίον του ρέματος της Σταδίου», που μάλλον για τα δεδομένα της εποχής δεν είχε και πολύ άδικο.
Δεν θα μπορούσε να δοθεί άδεια σε κομμουνιστή
Δεν ξέρω τι γίνεται σήμερα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιπτέρων, που έχουν μεταβληθεί σε ένα είδος μικρών σούπερ μάρκετ.
Ηταν μετά τους πολέμους (Κατοχή, Εμφύλιος), όταν στα αστικά κέντρα, και κυρίως στην Αθήνα, στήνονταν περίπτερα, τα οποία παραχωρούνταν σε αναπήρους πολέμου, αντί σύνταξης, απαλλαγμένα από φόρο (άμα ο ανάπηρος είχε «δόντι» μπορούσε να έχει περίπτερο και στην πλατεία Συντάγματος).
Οι περισσότεροι όμως ανάπηροι προτιμούσαν να τα νοικιάζουν σε τρίτους –συγγενείς ή άλλους– οι οποίοι είχαν τις ίδιες απαλλαγές.
Ελάχιστα τα προς πώληση είδη, σε σχέση με τα σημερινά περίπτερα. Κυρίως τσιγάρα, σπίρτα, εφημερίδες, περιοδικά και κάτι ψιλικά (σοκολάτες, καραμέλες, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, οδοντόπαστες, σαπούνια, παυσίπονα, προφυλακτικά).
Δύο χαρακτηριστικά: Επειδή οι τιμές κρατούσαν χρόνια, πωλητής μπορεί να ήταν κι ένας αγράμματος ή ένα παιδί.
Ακόμα, από το είδος που ψώνιζε ο πελάτης (κυρίως τσιγάρα, ξυραφάκια, οδοντόπαστες) προέκυπτε και η οικονομική του κατάσταση.
Και ακόμα πιο εύκολο, από την εφημερίδα που αγόραζε, η πολιτική του προτίμηση:δεξιά, κεντρώα, αριστερή.
Η τελευταία («Η Αυγή» π.χ.) πουλιόταν συχνά διπλωμένη. Από κοντά και η εξοικείωση με τις προτιμήσεις του τακτικού πελάτη.
Ηταν τότε (ειδικότερα μετά τον Εμφύλιο) που στα καθήκοντα της αστυνομίας (το κυριότερο θα ’λεγα) ήταν το κυνήγι των «αντιφρονούντων» (εξ ου και τα περίφημα «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων», απαραίτητα για οποιαδήποτε δραστηριότητα).
Και τι προσφορότερο από την εφημερίδα που διάβαζαν. Γι’ αυτό και –ηθελημένα ή αθέλητα– πολλοί περιπτεράδες ήταν πληροφοριοδότες της αστυνομίας.
Ας μη μας διαφεύγει την προσοχή άλλωστε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δοθεί άδεια περιπτέρου σε κομμουνιστή ανάπηρο πολέμου…
Δημήτρης Γκιώνης
Οι πλανόδιες καπνοπώλισσες
Μαζί με το μαζικό άνοιγμα των πρώτων καπνοπωλείων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εμφανίστηκε ανάμεσα στα άλλα παράξενα επαγγέλματα και αυτό της πλανόδιας καπνοπώλισσας. «Καπνό και τσιγάρα, έχω και αρωματικά Ξάνθης».
Εντονες πολεμικές διεργασίες στην Ελλάδα μιας μεταβατικής εποχής, με τους άντρες να βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη στο μέτωπο και τις γυναίκες να είναι αναγκασμένες με κάθε τρόπο να ζήσουν τα παιδιά τους.
Με το τσεμπέρι στο μαλλί έβγαινε στο κυνήγι του μεροκάματου κρατώντας παραμάσχαλα ένα χαρτοκούτι γεμάτο τσιγάρα.
Η εποχή εκείνη επέτρεπε, παρά την έντονη οικονομική κρίση, την αύξηση της ζήτησης του καπνού για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Αυξημένη ανεργία, πολλοί τραυματίες από τις συνεχείς πολεμικές διαδικασίες, άρα πολλές ώρες στα καφενεία… Ανάγκη για στριφτό τσιγάρο, σάλιωμα, χαρτάκι και τον απαραίτητο καπνό.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι καπνοπώλισσες άρχισαν να παρασκευάζουν έτοιμα τσιγάρα για να διευκολύνουν την πελατεία τους.
Κυνηγούσαν τους πελάτες τους στις ταβέρνες, και κυρίως στις πιο εκλεπτυσμένες και σικάτες, για να βρουν τους καλοφαγάδες που μετά τα λουκούλλεια γεύματα ήθελαν και ένα τσιγαράκι.
Με τα χρόνια αγαπημένες πελάτισσες έγιναν και οι γυναίκες, «όπου σε συναντήσω με το τελάκι σου να σουλατσάρεις, μου ‘ρχεται να σε ρωτήσω, κούκλα, τι καπνό φουμάρεις».
Με έντονο λυρικό τρόπο περιέγραψε ο Τίμος Μωραϊτίνης τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα τη σχέση γυναίκας και τσιγάρου, έχοντας συναντήσει πολλές αιθέριες υπάρξεις της εποχής να καπνίζουν σε δεξιώσεις, ταβέρνες και κοσμικές συναθροίσεις.
Η πλανόδια καπνοπώλισσα χάθηκε οριστικά αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τη σταδιακή σταθεροποίηση των περιπτέρων που κάλυψαν τη μεγαλύτερη ζήτηση των καταναλωτών.
Η πλανόδια καπνοπώλισσα ξαναβγήκε στο προσκήνιο στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1990. Ηρθε από τον Καύκασο και άλλες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης στήνοντας ξανά την πραμάτεια της στο κέντρο της Αθήνας. Χάθηκε ξανά όμως όπως ήρθε.
Οι λόγοι πολλοί και αδιευκρίνιστοι…
Η ένταξη των αναπήρων στην αγορά
Τα περίπτερα αποτελούν μια ευφυέστατη ιδέα των αρχών του 20ού αιώνα ως μέσο βοήθειας από το κράτος σε όλους εκείνους τους Ελληνες που προσέφεραν υπηρεσίες στην Ελλάδα σε περιόδους πολέμου.
Δίνοντάς τους τη δυνατότητα για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και προσφέροντας τους τρόπους ώστε να συνεχίζουν να είναι παραγωγικοί και ενταγμένοι στο κοινωνικό πλαίσιο, παρά τα όποια προβλήματα υγείας μπορεί να αντιμετώπιζαν (από τραυματισμούς).
Ουσιαστικά αποτέλεσαν πρόνοια για τα θύματα των πολέμων, ένα γεγονός πρώτης ανάγκης, το οποίο απαιτούσε άμεσες και ουσιαστικές λύσεις για τις πολιτικές και πολιτειακές αρχές της Ελλάδας στα πρώτα χρόνια των αρχών του 20ού αιώνα.
Προπομπός των περιπτέρων υπήρξαν τα μικρά καπνοπωλεία που είχαν εμφανιστεί αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 σε μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Ναύπλιο).
Από τα πιο γνωστά ιστορικά παραδείγματα είναι η περίπτωση του Μακρυγιάννη, ο οποίος λίγο μετά το 1821, εδάνεισε φίλο του «διά να ανοίξη τουτούντζικο (καπνοπωλείον), χωρίς διάφορο, με το κέρδος να μοιράζεται εξ ημισείας».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1860, με αφορμή την αύξηση της ζήτησης του καπνού τα κάπως ασουλούπωτα καπνοπωλεία των προηγούμενων χρόνων αρχίζουν να μετεξελίσσονται σε οργανωμένα μαγαζιά.
Προσεγμένες βιτρίνες, στις οποίες κατά κύριο λόγο διαφημίζονται ποικιλίες καπνού, σιγαρόχαρτων, τουμπεκίων, μικρών πούρων και σιγαρέτων, με τα καπνικά προϊόντα δηλαδή να έχουν την τιμητική τους.
Παρουσιάζονται επίσης: καπνοσακούλες, σιγαροθήκες, πίπες τσιγάρων και τα όποια έτερα προϊόντα σχετίζονται με την αγορά του καπνού.
Στο βιβλίο του Α. Φορτούνα, «Η πεντηκονταετηρίς του ελληνικού σιγαρέττου», σημειώνεται χαρακτηριστικά για τα καπνοπωλεία της εποχής:
«….Κατά την μακάριαν εκείνην εποχήν, ο κάθε θεριακλής καπνιστής δεν είχε να κάνη τίποτε άλλο παρά να εμφανισθή εις ένα εκ των καπνοπωλών, εκ των ονομαστότερων τότε, επί παραδείγματι εις τους Γαζήν, Μενιδιάτην, Γερακίτην, Κουτούκον, Αγγελίδην, Μαυρουδήν, Γελεκήν, Σιαπακόν, Πανόπουλον, Σταυρόπουλον, Ιορδάνην, Καλπούζον, Σιανήν και λοιπούς εν Αθήναις. Εις τους Πυρπασόπουλον, Βεκουνόπουλον, Αγαθοκλήν, Πατρινούς και λοιπούς, εν Πειραιεί εις τους Ιωάννου, Χρηστόπουλον, Κατελάν, εν Πάτρας εις τους Θέμελην, Σπυρόπουλον. Εν Πύργω τον Δασκαλάκην ή τον Τατάκην εν Σύρω και λοιπούς άλλους δια να ζητήση να γεμίση την καπνοσακούλα του με δέκα δράμια κεχριμπαρένιο και ψιλοκομμένο καπνό…».
Τα περίπτερα σε κρίση
«Σήμερα», μας λέει ο Θανάσης Κόκκας, ιδιοκτήτης καπνοπωλείου στην οδό Ιπποκράτους 147, «τα μικρά σημεία πώλησης μπορεί να έχουν περισσότερα προϊόντα, αλλά νομίζω ότι αντιμετωπίζουν και περισσότερα προβλήματα. Η μείωση της κερδοφορίας σε βασικά προϊόντα, όπως τα καπνικά, πιστεύω ότι είναι ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα.
»Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να βρούμε τρόπο, και μάλιστα άμεσα, για να αναστραφεί η όλη κατάσταση, έναν τρόπο που θα συνδυάζει τον εκσυγχρονισμό με την παράδοση, προσφέροντας καινοτόμες υπηρεσίες προς τον πελάτη και δίνοντας του τη δυνατότητα, μετά πολλές δεκαετίες, να δει τα μικρά σημεία πώλησης με άλλο μάτι. Αν δείτε, από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει μπει λουκέτο σε πολλές τέτοιες μικρές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ηδη έχουμε αργήσει και αν δεν προχωρήσουμε άμεσα σε ουσιαστικές κινήσεις νομίζω πως το μέλλον δεν προμηνύεται ευοίωνο».