Προ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν ἡ κύρια ἐπαγγελμα­τικὴ μου δραστηριότητα ἦταν ἡ προετοιμασία τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις, τέτοια περίπου ἐποχὴ συνάντησα ἕνα γονιὸ καὶ τὸν ρώτησα ἀγωνιωδῶς, τὶ ἔκανε στὶς ἐν λόγω ἐξετάσεις ὁ γυιὸς του. Μοῦ ἀποκρίθηκε πικραμένος:

– Ἀπέτυχε!

– Συγχαρητήρια, τοῦ εἶπα χωρίς δόση εἰρωνείας. Θὰ πετύχει στὴ ζωὴ!

Καὶ δὲν διαψεύστηκα. Ἦταν ἕνα παιδί ἀνήσυχο, μὲ σπιρτόζικο μυαλό, ἀτίθασο, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοσθεῖ στὴν πειθαρχία μιᾶς ὑποτακτικῆς μαθησιακῆς διαδικασίας, ὅπως ἦταν καὶ εἶναι αὐτὲς τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξετάσεων. Μπῆκε –λόγῳ οἰκογενειακῆς πενίας– ἀμέσως στὴν ἐπαγγελματικὴ διαδικασία καὶ προτοῦ οἱ ἐπιτυχόντες συμμαθητὲς του τελειώσουν τὶς σπουδές τους, ὁ ἀποτυχὼν εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἐπιτυχόντα ἐπιχειρηματία. Τὸ παραπάνω περιστατικό μοῦ ἦλθε στὸ μυαλό χάρη στὸ κύριο ἄρθρο (26/8) τῆς ἐφημερίδας ποὺ μὲ φιλοξενεῖ. «Τὰ παιδιὰ μας ποὺ ἀπέτυχαν στὶς ἐξετάσεις, μποροῦν νὰ ζήσουν καλύτερα καὶ πλουσιότερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πέτυχαν στὰ πανεπιστήμια καὶ ἔχουν καταδικαστεῖ νὰ ζοῦν ὑπάλληλοι σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ μὲ 700 εὐρὼ τὸ μῆνα». Ἴσως κάποια παιδιὰ ξεπεράσουν τὰ 700 εὐρὼ κατὰ πολύ, ἀλλὰ θὰ χρειαστοῦν νὰ ξοδέψουν μιὰ ὁλόκληρη περιουσία γιὰ νὰ φθάσουν σὲ θέσεις περιωπῆς. Καὶ τὸ χειρότερο: κάποιοι νέοι καὶ νέες θὰ γλείψουν πολλὰ τσανάκια γιὰ νὰ φθάσουν ψηλὰ. Καὶ πολλοὶ ἀπό αὺτοὺς μπορεῖ νὰ βροῦν δουλειὰ σὲ ἐπιχειρήσεις ὁμηλίκων τους ποὺ ἀπέτυχαν ἐκεῖ ὅπου πέτυχαν αὐτοί!

Ἔχω τὴν ἑδραία πεποίθηση ὅτι ἡ κατρακύλα τῆς Ἑλλάδος ἄρχισε ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’70, ὅταν ἄρχισε ἡ ὑποτίμηση τῶν χειρωνακτικῶν ἐπαγγελμάτων, ἡ ὑποτίμηση τοῦ τεχνίτη, τοῦ μάστορα (λέξη ὑψηλῆς σημασίας), τοῦ ἀγρότη, τοῦ κτηνοτρόφου, τοῦ ναυτικοῦ καὶ ὑψώθηκε σὰν ἔμβλημα ἱερὸ τὸ πτυχίο ὅποιας σχολῆς. Μοῦ ἔρχονταν στὸ φροντιστήριο νοικοκυραῖοι μὲ θαυμάσιες δουλειὲς καὶ μοῦ ἔλεγαν: «Κάνε ὅ,τι μπορεῖς νὰ πάρει τὸ παιδί μου ἕνα χαρτί, κάπου νὰ τὸ χώσω». Καὶ ἐγὼ τοὺς ἀπαντοῦσα σκωπτικά: «Γιατί δὲν ἀνοίγεις ἕνα λάκκο, θὰ σοῦ κοστίσει πιό φθηνὰ». Τὸ νὰ χωθεῖ στό δημόσιο τὸ παιδί ἔγινε ὅ,τι τὸ μέλι γιὰ τὶς μῦγεςΟἱ δημοπίθηκοι (λέξη τοῦ Ἀριστοφάνη) πολιτικοὶ μας γέμισαν τὴν Ἑλλάδα σχολὲς, ἀνώτατες καὶ κατώτατες, ποὺ ὅλες εἶναι μετριώτατες –πλὴν σπανίων ἐξαιρέσεων, μόνο ποὺ τὸ προετοιμαζόμενο σ’ αὐτὲς ὑλικὸ δὲν κάνει γιὰ ἐδῶ, κάνει γιὰ τὸ ἐξωτερικό.

Ὅλες οἱ πόλεις τῆς Ἑλλάδος ἀπέκτησαν πανεπιστημιακὲς ἤ ἄλλου εἴδους σχολές. Ὄχι γιατὶ ὑπῆρχε μορφωτικὴ ἀνάγκη ἀλλὰ γιὰ νὰ νοικιάζονται τὰ διαμερίσματα τῶν πολυκατοικιῶν ποὺ φύτρωναν παντοῦ σὰν μανιτάρια καὶ γιὰ νὰ ἔχουν πελατεία τὰ σουβλατζίδικα καὶ οἱ καφετέριες. Σήμερα –ἀναλογικὰ μὲ τὸν πληθυσμό μας– ἔχουμε τοὺς περισσότερους πτυχιούχους στὴν Εὐρώπη. Ὅλα αὐτὰ τὰ πτυχία ἔγιναν τὴν τελευταία δεκαετία εἰσιτήρια γιὰ τὰ πάρκινγκ τῆς ἀνεργίας. Τὸ δημόσιο φούσκωσε σὰν οὐροδόχος κύστη ποὺ δὲν ἔχει κανονική ροή. Ἀντίθετα, σὲ ἄλλους τομεῖς ἕνας ἄλλος κόσμος θαυματουργεῖ. Πρό καιροῦ ἡ ἐφημερίδα αὐτὴ παρουσίασε τὴν περίπτωση ἑνὸς δαιμόνιου Κεφαλονίτη ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ «γκρούμ» καὶ ἐξελίχθηκε σὲ μεγαλοξενοδόχο. Στὴν Ἑλλάδα δυστυχῶς ἔχουν προκόψει οἱ ξένοι (Ἀλβανοί, Πολωνοί καὶ λοιποί) καὶ ἔχουν ξεπροκόψει οἱ Ἕλληνες πού στήριξαν τὶς ἐπαγγελματικές ἐλπίδες τους σ’ ἕνα «χαρτί»! Ἄς τό ποῦμε ὠμὰ: μιὰ ἀποτυχία στὶς «πανελλήνιες», ἴσως ἀνοίξει τὴν πόρτα γιὰ μιὰ πιὸ γρήγορη ἐπιτυχία.