Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής –Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Η αίσθηση της ευθύνης των πολιτικών αρχόντων ότι μετά την εκλογή τους είναι πλέον ταγμένοι να υπηρετούν τις ανάγκες και τις προσδοκίες ολόκληρου του λαού και όχι μόνον ενός τμήματός του, αποτελεί βασικό εχέγγυο μιας δημοκρατικής πολιτείας. Τον τελευταίο καιρό, κανένας συνειδητός πολίτης δεν μπορεί να μην ακούει, να μην βλέπει και να μην αξιολογεί όλα όσα γίνoνται σε βάρος των πνευματικών και πολιτισμικών δομών της ταυτότητας του Ελληνισμού, από την πολιτική εξουσία.
Οι θρασύτατες παραβιάσεις της έχουν ως αφετηρία την ιδιότυπη αντίληψη που έχει έναντι της δημοκρατίας και φυσικά τον μηδενικό σεβασμό της σε ό, τι ιερό και όσιο πιστεύει εδώ και αιώνες ο ελληνικός λαός. Συχνά πυκνά ακούγεται και κάποια «ριζοσπαστική» ιδέα ή αναγγελία που αφορά το σχεδιασμό μιας ακόμη πνευματικής ανατροπής και αποδόμησης.
Σε μια περίοδο πρωτίστως πνευματικής κρίσεως, η σημερινή κυβέρνηση θα μείνει στην ιστορία ως κυβέρνηση που δεν έκτιζε, δεν δημιουργούσε πρότυπα, ούτε διατηρούσε αρχές και αξίες, αλλά διαρκώς τις απαξίωνε, τις γκρέμιζε, τις ανέτρεπε και τις κατεδάφιζε. Ιδιαίτερα ο χώρος της παιδείας, είναι ο χώρος που γίνονται τον τελευταίο καρό οι μεγάλες και καθοριστικές αποδομήσεις μέσα από τα Αναλυτικά Προγράμματα ή Προγράμματα Σπουδών, που αποτελούν τον νου της αγωγής, τον προγραμματισμό δηλαδή της μεταλαμπάδευσης και της διαμόρφωσης αρχών και προτύπων, που έχουν σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, με τη γνώση και βίωση της ιστορίας, της πίστεως, της γλώσσας, της αγάπης προς την πατρίδα προς τη Δημοκρατία, προς τον άνθρωπο, προς το περιβάλλον και φυσικά έχουν σχέση με τις κοινωνικές και πολιτισμικές του δομές.
Με αφορμή όσα γίνονται σε βάρος της Ορθόδοξης αγωγής των νέων μας, είναι χαρακτηριστική η απίστευτη μανία, με την οποία οι διατελέσαντες Υπουργοί Παιδείας αυτής της διακυβέρνησης σχεδίασαν και σχεδιάζουν την αλλαξοπιστία των ορθοδόξων μαθητών. Απέναντι σε έναν κατεξοχήν ομοιογενή, ως προς την ορθόδοξη πίστη του λαό, οι Υπουργοί Παιδείας αυτής της κυβέρνησης, μόλις ανέλαβαν την εξουσία, ανέσυραν και επεδίωξαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα ανεφάρμοστο, ήδη απαξιωμένο από τους θεολόγους εκπαιδευτικούς και τη μαθητική κοινότητα, αποσυρμένο στα συρτάρια του Υπουργείου από το 2011 πολυθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικών, χρηματοδοτημένο (ΕΣΠΑ), που ουσιαστικά ευνοούσε την αποδόμηση της Ορθοδοξίας, ενώ τόνιζαν παράλληλα, με κάθε ευκαιρία, τη μετάλλαξη του σχολείου και του κράτους σε ουδετερόθρησκο σχολείο και κράτος.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε ομιλία του για την Παιδεία στη Βουλή το 2016, κάνει λόγο, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή «της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους ως θεσμού», ενώ πρόσφατα ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Βούτσης είπε ότι «δεν είμαστε λαός ορθόδοξος. Είμαστε ένα σύγχρονο κράτος και όχι “ταλιμπάν της Ορθοδοξίας”. Οι παραδόσεις σε πολύ μεγάλο βαθμό κρατούνται όσο τις κρατάει η εποχή τους».
Oι Έλληνες πολίτες έχουν πλέον καταλάβει ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια εχθρική κυβέρνηση που διαπνέεται από κομματικές, νεομαρξιστικού τύπου, ολοκληρωτικές και όχι δημοκρατικές αντιλήψεις. Η ιστορία έχει καταγράψει ότι ένα από τα πρώτα και κύρια «επιτεύγματα» του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν η με κάθε βίαιο μέσο και τρόπο δίωξη της ορθόδοξης πίστεως και των ορθοδόξων και η επιβολή μιας άθεης ή αντίθεης θρησκευτικής αγωγής στα σχολεία. Οι σημερινοί νεομαρξιστές που κυβερνούν την Ελλάδα, ακολουθώντας περίπου αυτές τις ιδεολογικές αρχές, εφαρμόζουν ένα Πρόγραμμα διαθρησκειακής ή πολυθρησκειακής αγωγής, ως εργαλείο προπαγάνδας και προσηλυτισμού, με τον ίδιο όμως στόχο, δηλαδή τη μετάλλαξη της χριστιανικής συνειδήσεως των ορθοδόξων παιδιών σε μια αντίχριστη και αντίθεη συνείδηση.
Με αυτή την απαράδεκτη για τη δημοκρατία της χώρας στάση τους, αποδεικνύουν ολοκάθαρα ότι δεν πολιτεύονται δημοκρατικά, αφού δεν σέβονται την πολιτισμική, θρησκευτική, ηθική και ιστορική παράδοση και ταυτότητα της συντριπτικής πλειονότητας αυτού του λαού, αλλά επιδιώκουν την αυταρχική επιβολή της ιδεολογίας τους και την μετάλλαξη του πολιτισμικού τοπίου της χώρας, σημαντικότατο μέρος του οποίου αποτελεί η ορθόδοξη παράδοση.
Όπως τόνισαν αρκετοί Ιεράρχες, παίρνοντας θέση σε όσα, πρόσφατα, διατύπωσε ο κ. Βούτσης, «η ορθοδοξία είναι ταυτόσημη με την Ελλάδα, δεν είναι ιδεολογία, είναι ιστορία, είναι πίστη, είναι παράδοση, είναι οι κοινές ρίζες αυτού του λαού, είναι αξίες, οι οποίες χρειάζεται να υπάρξουν, να διατηρηθούν, για να μπορεί να διατηρηθεί και η πατρίδα μας».
Τι κάνει όμως η Εκκλησία για όλα αυτά; Εάν αναλύσει κανείς τα γεγονότα που συνέβησαν πριν αλλά και μετά τη διεξαγωγή του διαλόγου που έκανε η Επιτροπή που εκπροσώπησε την Εκκλησία με το Υπουργείο Παιδείας για το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) την Άνοιξη του 2017 καθώς επίσης και όσα λέχθηκαν και γράφτηκαν πριν, κατά αλλά και μετά τις Συνόδους της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και ιδιαίτερα τόσο από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο όσο και από αρκετούς Ιεράρχες κατά το 2016 και το 2017 για το ίδιο θέμα, θα διαπιστώσει ότι, τελικά, η υπόθεση του (ΜτΘ) δεν έκλεισε, διότι απλώς δεν έκλεισε ορθώς, δηλαδή, δεν έκλεισε με βάση το πλαίσιο της ορθόδοξης διδασκαλίας και παράδοσης, αλλά με μονομερείς αποφάσεις της πολιτείας, στις οποίες υποχώρησε η επιτροπή της Εκκλησίας, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι θέσεις της Εκκλησίας, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί συνοδικά σε προηγούμενες συνόδους της.
Το θέμα της διδασκαλίας των μελών της Εκκλησίας έχει κατεξοχήν οντολογική διάσταση. Το θέμα, επομένως, έτσι όπως κατέληξε, αποτελεί μια ολοκληρωτικής μορφής επέμβαση της πολιτείας σε θέματα πίστεως και διδασκαλίας της Εκκλησίας. Αυτό δεν το παραβλέπει ούτε η Εκκλησία ούτε οι θεολόγοι ούτε φυσικά οι πιστοί της, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση αγωνιστικής αναμονής και αγανάκτησης.
Είναι οφθαλμοφανές ότι η Εκκλησία δεν δέχτηκε ούτε πρόκειται να δεχθεί ποτέ ότι είναι σωστό και σύμφωνο με την ορθόδοξη αγωγή, τη δημοκρατία και τη συνταγματική νομιμότητα, τα παιδιά των ορθοδόξων γονέων, όταν φοιτούν στο σχολείο και μάλιστα στην πιο τρυφερή τους ηλικία, να υφίστανται αυτήν την ψυχική ταλαιπωρία ενός ιδεοληπτικού εξαναγκασμού της συνειδήσεώς τους και να διδάσκονται, στο πλαίσιο του Μαθήματος των Θρησκευτικών, όχι τη δική τους πίστη, αλλά ένα συνονθύλευμα θρησκειών.
Πιο έντονη μάλιστα γίνεται η αντίθεσή τους σε αυτό το Πρόγραμμα, όταν συνειδητοποιούν την αδικία και την ανισότητα που υφίστανται τα μικρά μέλη της, ως ορθόδοξα που είναι, έναντι των παιδιών των Εβραίων, των Μουσουλμάνων και των Ρωμαιοκαθολικών Ελλήνων, τα οποία, ως γνωστό και πολύ σωστά, με απόφαση του ίδιου Υπουργείου απολαμβάνουν το δικαίωμα της διδασκαλίας της αμιγώς δικής τους πίστεως.
Παράλληλα, με την διοικούσα Εκκλησία, η μεγάλη πλειονότητα των Θεολόγων συνειδητοποιούν ότι, τώρα που αρχίζει ο αγώνας, έχουν χρέος να δώσουν τις μάχες τους, ενωμένοι με την Εκκλησία, για να αποκαθαρθεί η ορθόδοξη αγωγή από τις ιδεοληψίες, τις μεθοδεύσεις και τους παιδαγωγικούς ερασιτεχνισμούς, των δήθεν επίδοξων σωτήρων εκσυγχρονιστών και αναβαθμιστών της.
Δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 30-08-2017 στην εφημ. “Ορθόδοξη Αλήθεια”