«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. 20, 28-30).

Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Ἐδῶ ὁ Παῦλος ὁμιλεῖ προφητικά καί διαχρονικά πρός τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἐπισημαίνει ὅτι ἀνάμεσα ἀπό αὐτούς θά βγοῦν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν θά διδάσκουν σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ἀλλά θά διδάσκουν διεστραμμένα, μέ σκοπό νά πλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά τούς κάνουν νά τούς ἀκολουθήσουν.

Ἐπίσης ὁ ἀπ. Παῦλος δηλώνει τόν σκοπό τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία ὁ διάβολος ἐνσπείρει μέ τά ὄργανά του, τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι. Ὁ σκοπός δέ εἶναι «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Αὐτό θαυμάσια καί λακωνικώτατα τό δηλώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἑξῆς: «”Τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν”. Ὥστε δι’ οὐδέν ἕτερον αἱ αἱρέσεις, ἤ διά τοῦτο»(Ε.Π.Ε. 16Α 610, 12), δηλαδή γιά νά παρασύρουν τούς μαθητές, ὥστε γιά τίποτε ἄλλο δέν δημιουργοῦνταν οἱ αἱρέσεις, παρά γι’ αὐτό.
Ἐδῶ κατανοοῦμε καί τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι τελείως διαφορετική ἡ ἀντιμετώπισις τῶν αἱρετικῶν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι ὅτι ὁ αἱρετικός διαδίδει μέ λόγια καί ἔργα τίς δοξασίες του καί ἀγρεύει, ὅσους τόν ἀκολουθοῦν, ἀποσπώντας τους ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἁμαρτία των εἴτε ἀπό ἐντροπή, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε ἀπό ἐγωϊσμό κ.λπ. Αὐτό ειδικότερα ἰσχύει γιά τούς Ἐπισκόπους.
Ἄν ὅμως συμβῆ καί τήν ἁμαρτία του ὁ Ἐπισκόπος τήν διαδίδει δημοσίως, προσπαθεῖ νά τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί Συνοδικῶς, καί νά τήν κάνη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, τότε πάλι ἔχομε αἵρεσι, ὁπότε ἡ ἀντιμετώπισις τῶν Ἐπισκόπων αὐτῶν ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἴδια μέ αὐτή πρός τούς αἱρετικούς, δηλαδή ἀπομάκρυνσις καί ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις.
Τέτοιες αἱρέσεις εἴχαμε παλαιότερα ὅπως τῶν Νικολαϊτῶν, τῶν Εὐσταθιανῶν, τήν μοιχειανική καί εἰκονομαχική κλπ. Ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ἀνάλογες συνοδικῶς κατοχυρωμένες αἱρέσεις, ὅπως π.χ. ἡ μέ πρόφασι τήν ἀγάπη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἡ μέ πρόφασι τήν ἀγάπη ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίσημη πλέον κατάργησις ἱερῶν Κανόνων καί ἱερῶν Παραδόσεων, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά μεταδίδωμε τά μυστήρια στούς αἱρετικούς, ἡ ἐπίσημη διάλυσι τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας διά τῶν διαζυγίων κ.λ.π. Εἶναι δηλαδή τελείως διαφορετικό τό νά ἁμαρτάνη ὁ Ἐπίσκοπος ἰδιωτικῶς καί κρυφίως ἀπό τό νά προσπαθῆ τήν ἁμαρτία του αὐτή νά τήν διαδώση, νά τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Διότι τότε αὐτομάτως μεταφέρεται στόν χῶρο τῶν αἱρετικῶν, τῶν ὁποίων ὁ σκοπός εἶναι «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Τό ἴδιο ἰσχύει φυσικά καί γιά τήν Σύνοδο.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐν προκειμένῳ ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τῶν Πράξεων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διπλοῦν τό κακόν ὅτι τε αὐτός (ὁ Παῦλος δηλαδή) οὐ πάρεστι, καί ὅτι ἕτεροι ἐπιθήσονται, καί τό χαλεπώτερον, ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. Τό βαρύ, ὅταν ἐμφύλιος ὁ πόλεμος ᾖ. Ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν. Ὁ γάρ τῶν αἱρετικῶν σκοπός σπουδάζει, οὐ τῷ Κυρίῳ, ἀλλ’ ἑαυτοῖς περιποιῆσαι λαόν, ἵνα ἑαυτοῖς καυχῶνται ἐμφερομένου αὐτοῖς τοῦ ὀνόματος τῶν αἱρετικῶν» (P.G. 125, 780Β). Ὅταν λοιπόν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο. Δι’ αὐτό καί ὁ ἀπ. Παῦλος εἰς τό σημεῖο αὐτό, αὐτούς τούς Ἐπισκόπους τούς ὀνομάζει λύκους βαρεῖς: «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξί μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πῶς κατώρθωσε ὁ διάβολος νά μεταστρέψη τίς διάνοιες καί τά φρονήματα, ὄχι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε αὐτούς τούς βαρεῖς λύκους, τούς κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «μή φειδομένους τῷ ποιμνίῳ», νά τούς ἔχωμε καί νά τούς ἀναγνωρίζωμε ὡς κανονικούς Ἐπισκόπους, εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύωμε καί νά τούς λιβανίζουμε καί νά τούς δίδωμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἄδεια καί, κατά τό δή λεγόμενο, «τό πράσινο φῶς», ὥστε νά ἀποσποῦν μέ κάθε εὐχέρεια «τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Καί ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπόφασι φυσικά περιμένουμε νά προέλθη ἀπό τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά συνοδοιπορία καί συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι, ἔστω καί ἄν διαφωνοῦμε καί ἄν κάνουμε ὁμολογίες πίστεως, κι ἄν καταγγέλουμε τήν αἵρεσι ἤ ἄν προσδιορίζουμε τήν ἐξέλιξί της κ.λ.π. Διότι ἐμφύλιος πόλεμος νομίζω ὅτι σημαίνει τήν δημιουργία δύο στρατοπέδων, ὅπως παλιά συνέβη μετά τήν κατοχή στήν πατρίδα μας, καί αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν ἀποτείχισι, διότι αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐν καιρῶ αἱρέσεως Ὀρθόδοξο καί Πατερική ὁδό. Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν θά πρέπει νά ἀποροῦμε, γιατί ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν πέφτει ἀπό τόν ἕνα γκρεμό στόν ἄλλο, ἐφ’ ὅσον οἱ λύκοι, οἱ ὁποῖοι ἡγοῦνται σ’ αὐτήν, ἔχουν τεθῆ ἐπικεφαλῆς δι’ αὐτόν τόν σκοπό.