Σύμφωνα με τον ορισμό του ομότιμου Καθηγητή Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Χρήστου Γιανναρά, διπλωματία είναι «το σύνολο των προσώπων και των υπηρεσιών που ασχολούνται με τις διεθνείς σχέσεις ενός κράτους». Ειδικότερα, «πολιτιστική διπλωματία ονομάζουμε την μεθοδική χρήση στοιχείων του πολιτισμού μιας χώρας, κατά την ενάσκηση της διαχείρισης των διεθνών της σχέσεων». Η διαχείριση αυτή συνίσταται «στη διεύρυνση στο διεθνή χώρο του συνόλου των ανθρώπων που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν τη γλώσσα ενός λαού, τα πολιτιστικά του επιτεύγματα, την Ιστορία και τις καλλιτεχνικές μνημειώσεις του πολιτισμού του, αλλά και το επικαιρικό κάθε φορά επίπεδο καλλιέργειας που εμφανίζει».
Ο όρος ‘Πολιτιστική Διπλωματία’ τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο στον δημόσιο διάλογο, δίνοντας την εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη ότι πρόκειται για κάτι καινούργιο. Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, με έναν λαό που παρήγαγε πολιτισμό πολύ πριν αποκτήσει σύγχρονες κρατικές δομές, εύκολα διαπιστώνεται ότι, στην πραγματικότητα, η ελληνική πολιτιστική διπλωματία προϋπήρχε της αντίστοιχης ‘παραδοσιακής’. Αρκεί να θυμηθούμε την ανεκτίμητη προσφορά της πένας του Λόρδου Βύρωνα ή του καμβά του Ευγένιου Ντελακρουά , που έκαναν ευρύτερα γνωστό τον αγώνα ενός λαού να αποκτήσει κρατική οντότητα. Ωστόσο, είναι παρατηρημένο ότι οι λαοί με μακρά πολιτισμική πορεία, έχουν την τάση να θεωρούν ότι η προσφορά τους στην ανθρωπότητα είναι πολύ γνωστή, και έτσι δεν υπάρχει ανάγκη να τονίζεται ιδιαίτερα. Πρόκειται για μία παγίδα, πολύ καλά κρυμμένη.
Αυτές οι απλές σκέψεις με γύρισαν μερικά χρόνια πίσω, στον Ιούνιο του 1999, όταν μια σειρά συγκυριών με είχαν μεταφέρει στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Βασίλειο των νησιών Τόνγκα του Νοτίου Ειρηνικού. Τα ταπεινά σπιτάκια κτισμένα από αχυρένια τούβλα στην πρωτεύουσα Νουκουαλόφα, ο λιγοστός φωτισμός στους δρόμους το βράδυ, οι καλαμωτές ποδιές που φορούσαν οι ντόπιοι και το πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας Taimi Tonga που ανακοίνωνε με ενθουσιασμό ότι «από αύριο, θα λειτουργεί η πρώτη γραμμή τηλεφώνου στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του Βασιλείου μας», σε έκαναν να αναρωτιέσαι εάν πράγματι θα προλάβει να φτάσει ο 21ος αιώνας και σε αυτήν τη γωνιά της Γης, μιας και απέμεναν μόλις έξι μήνες από την πρωτοχρονιά του 2000.
Το επόμενο πρωί με περίμενε ακόμα μία μεγάλη έκπληξη: Σύμφωνα με την τοπική νομοθεσία, κάθε τουρίστας που ήθελε να νοικιάσει αυτοκίνητο, έπρεπε να εφοδιασθεί με ειδική άδεια κυκλοφορίας, πληρώνοντας στο Υπουργείο Συγκοινωνιών ένα μικρό αντίτιμο, πλην όμως σε σκληρό νόμισμα – γνώριμη πρακτική κάθε φτωχού κράτους που αναζητά απεγνωσμένα λίγο περισσότερο συνάλλαγμα.
Ο υπάλληλος του Υπουργείου Συγκοινωνιών μπερδεύτηκε. «Από ποια χώρα είστε; Εδώ λέει ‘Hellenic Republic’. Πού είναι αυτό;». Όταν κατάλαβα ότι και η λέξη ‘Greece’ του ήταν μάλλον άγνωστη, άρχισα να πετάω λέξεις όπως «Acropolis», «Democracy», «Olympic Games», «Macedonia»..
«Ααα! So, you are from Kalisi!?»
Και για να σιγουρευτούμε κι οι δυο μας, μου έδειξε στον χάρτη πού είναι το ‘Καλίσι’, δηλαδή η Ελλάδα.
«Θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσετε τον Socrates! Τον καθηγητή Φούτα Χέλου, τον πρύτανη και ιδρυτή του ‘Atenisi Institute’, του μοναδικού πανεπιστημίου της χώρας! Θα χαρεί πολύ! Ήμουν φοιτητής του και ξέρω..»
«Atenisi; Και τι σημαίνει Atenisi;», ρωτάω.
«Atenisi στη γλώσσα μας σημαίνει ‘Αθήνα’».
Το Atenisi Institute βρισκόταν σε απόσταση πέντε λεπτών με τα πόδια από τον έναν – και μοναδικό – κεντρικό δρόμο της Νουκουαλόφα. Η πανεπιστημιούπολη βρισκόταν σε ένα μεγάλο χωράφι με διάσπαρτες μικρές ξύλινες καλύβες. Κάθε μια τους ήταν και μια αίθουσα διδασκαλίας. Προχωρώντας ανάμεσα στις καλύβες και στα φυτά, που τα ονόματά τους δεν κατάφερα ποτέ να απομνημονεύσω, συνάντησα έναν ψηλό μεσόκοπο κύριο, με τοπική πολύχρωμη ποδιά και στο αριστερό του αυτί είχε τοποθετήσει έναν τεράστιο ολοκόκκινο άνθος ιβίσκου. Τον ρώτησα πού θα μπορούσα να συναντήσω τον κ. πρύτανη, τον καθηγητή Φούτα Χέλου. «Εγώ είμαι!», μου απαντά με τέλεια αγγλική προφορά. Και εκ των υστέρων έμαθα ότι ο ιβίσκος στο αυτί προσέδιδε επισημότητα στο ανδρικό ντύσιμο. Ό,τι περίπου θα προσέδιδε στην καθ’ημάς Δύση μια γραβάτα κι ένα κοστούμι.
Του συστήθηκα, προσθέτοντας τη λεπτομέρεια ότι ο ιβίσκος είναι το λουλούδι-σύμβολο της πόλης μου, της Ρόδου. Και τότε κατάλαβα γιατί το χαϊδευτικό του ήταν ‘Σωκράτης’. Η συγκίνησή του ήταν απερίγραπτη. «Για πρώτη φορά γνωρίζω Έλληνα από την Ελλάδα. Μέχρι τώρα έτυχε να γνωρίσω Έλληνες από την Αυστραλία, αλλά τα ελληνικά τους δεν ήταν πολύ καλά», συμπλήρωσε.
Ο Φούτα Χέλου γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1934 στο νησί Φόα, ένα από τα 36 κατοικημένα νησιά του Βασιλείου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 σπούδασε στην Αυστραλία, αρχικά στο Newington College και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική φιλοσοφία. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά τις σπουδές του, ήξερε ήδη ότι τη σχολή που είχε σκοπό να ιδρύσει θα την ονόμαζε Atenisi Institute (‘Ινστιτούτο Αθηνών’). Έτσι κι έγινε, και ουδείς εξεπλάγη. Στην πατρίδα του ήταν πια γνωστό ότι ο νεαρός διανοούμενος είχε από μόνος του αναπτύξει αδιάρρηκτους δεσμούς με κάθε τι ελληνικό.
Έτσι, το 1964 το Atenisi Institute άρχισε να λειτουργεί ως Γυμνάσιο και Λύκειο, στη δεκαετία του ’80 αναβαθμίσθηκε σε πανεπιστήμιο, ενώ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 συμμετέχει σε κοινά προγράμματα με πανεπιστήμια της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, προσφέροντας στους φοιτητές του μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς κύκλους σπουδών. Μέχρι σήμερα, το Atenisi Institute παραμένει το μοναδικό πανεπιστημιακό ίδρυμα που λειτουργεί στο Βασίλειο των νησιών Τόνγκα.
Καθώς τον γνώριζα περισσότερο με την πάροδο των ημερών, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η επιλογή του να συνδέσει το όνομα της Αθήνας με το σημαντικότερο δημιούργημα της ζωής του, το Ινστιτούτο του, δεν στόχευε απλά στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος της τοπικής κοινωνίας και των φοιτητών. Η Ελλάδα ήταν πανταχού παρούσα στην καθημερινότητά του. Την γυναίκα του την ονόμασε Kaloni (Καλλονή). Μία από τις κόρες του βαφτίστηκε Atolomake, δηλαδή Ανδρομάχη.
Η γραμματεία του Ινστιτούτου ήταν γεμάτη από παλιές αφίσες του ΕΟΤ με αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, «δώρο από έναν ελληνοαυστραλό ναυτικό, που κάποτε περνούσε συχνά από τα νησιά μας». Σε κάποιο από τα συρτάρια του γραφείου του φύλαγε μια σειρά από ντοσιέ «με όλες τις αιτήσεις και τα γράμματα που έστειλα στην Ελλάδα, σε πανεπιστήμια, σε φορείς». Ήταν πλήρως ενήμερος για την διαφορά μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ για την χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, ως επίσης και για την τουρκική κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου. Το 1995 το Atenisi Institute εξέδωσε την μονογραφία του με τίτλο «Herakleitos of Ephesus». Όνειρό του ήταν να επισκεφθεί μαζί με την οικογένειά του την Αθήνα, την Ακρόπολη, το Θησείο.
Η παραμονή μου στην Νουκουαλόφα συνέπεσε με τα γενέθλιά του. Ο καθηγητής Φούτα Χέλου γινόταν 65 ετών. Αισθανόμουν πόσο σημαντική ήταν η παρουσία μου για την οικογένειά του αλλά και για τους φοιτητές του. Κάποια στιγμή απευθύνθηκε σε εμένα: «Ξέρετε, εδώ στο πανεπιστήμιο διδάσκουμε πολλές ξένες γλώσσες. Αγγλικά, Γαλλικά και Ιαπωνικά. Πάντα ήθελα να διδάσκονται και τα Ελληνικά. Όμως έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που τα είχα διδαχθεί στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ και αυτά που έμαθα ήταν μόνο Αρχαία και τα διαβάζαμε με την ερασμιακή προφορά. Μήπως θα θέλατε να μείνετε εδώ να διδάξετε Ελληνικά, όπως τα μιλάτε σήμερα στην Ελλάδα;». Ποτέ δεν θα μάθω πώς θα ήταν σήμερα η ζωή μου, εάν δεν είχα αρνηθεί εκείνη την πρόταση. Ο Χέλου όμως, είχε έτοιμη την εξής εναλλακτική: Μου έδειξε μια παλιά μέθοδο εκμάθησης Ελληνικών άνευ διδασκάλου, που περιείχε απλές φράσεις, γραμμένες όμως μόνο με ελληνικούς χαρακτήρες.
«Θέλετε να διαβάσετε τις φράσεις που είναι γραμμένες στο βιβλίο και να σας μαγνητοφωνήσουμε; Κι όταν κάποτε έρθει κάποιος να διδάξει τη γλώσσα σας, είναι σίγουρο ότι αυτή η μαγνητοφώνηση θα φανεί πολύ χρήσιμη στους φοιτητές μας». Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ; Και εκείνος κατάφερε να πείσει το Παλάτι να παραταθεί άτυπα η παραμονή μου στη χώρα – καθότι, εκείνα τα χρόνια, η τουριστική βίζα στο Τόνγκα είχε μέγιστη διάρκεια μόλις δέκα ημερών.
Το πιο πολύτιμο δώρο που μου προσέφεραν απλόχερα τα νησιά Τόνγκα είναι αυτές οι αναμνήσεις. Κι εγώ, ως αντάλλαγμα, άφησα στα Τόνγκα πέντε μαγνητοφωνημένες κασέτες, γεμάτες με ελληνικές λέξεις και φράσεις.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αγόρασα μία μέθοδο ελληνικών άνευ διδασκάλου, με κασέτες και βιβλία που απευθύνονταν σε αγγλόφωνους μαθητές. Την έστειλα στο Atenisi Institute με το ταχυδρομείο. Οκτώ μήνες αργότερα, για κάποιον λόγο το δέμα μου γύρισε πίσω. Κανένα φαξ ή email μου δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό που έπρεπε.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2010 ο καθηγητής Φούτα Χέλου έφυγε από τη ζωή. Το έμαθα τυχαία από το διαδίκτυο. Το Atenisi Institute όμως, υπάρχει μέχρι σήμερα, διατηρώντας τη δική του ‘Αθήνα’ στο τέλος της Γης.
Και έτσι, ο Σωκράτης των νησιών Τόνγκα δεν υπάρχει πια. Όσο ζούσε περίμενε να λάβει μία απάντηση, ένα γράμμα, έστω ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα από την πνευματική του πατρίδα – την οποία, εν τέλει, δεν επισκέφθηκε ποτέ.
Ούτε η συνέντευξη που είχα παραχωρήσει στο περιοδικό Έψιλον της Ελευθεροτυπίας, στο τεύχος της τελευταίας Κυριακής του 1999, και αργότερα στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας δεν κίνησαν το ενδιαφέρον της παραδοσιακής διπλωματίας. Εγώ τουλάχιστον, δεν έτυχε να πληροφορηθώ κάτι τέτοιο.
Αυτή η μικρή ιστορία, που είχα την τύχη να ζήσω, ελπίζω να μας προβληματίσει.
Δεν πρέπει να χαθεί κανένας άλλος ‘Σωκράτης’ και να μην ξεχαστεί καμία άλλη Αθήνα, σε όποιο μήκος και πλάτος της Γης κι αν βρίσκονται.
Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι τέτοιοι πρεσβευτές μας, οι οποίοι αποζητούν πρωτίστως την ηθική στήριξη της πνευματικής τους μητρόπολης – της Ελλάδας.
Δικηγόρος , Διδάκτωρ διεθνών σχέσεων