Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών εντάσσονται στην ίδια κατεύθυνση των πρόσφατων αναμετρήσεων στις Η.Π.Α. τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, δηλαδή, την ενίσχυση των τάσεων προς την «επιστροφή» στο έθνος-κράτος, σε αντίθεση με την τάση στην απο-εθνικοποίηση και παγκοσμιοποίηση που κυριαρχούσε πριν από την κρίση του 2008. Η ανάπτυξη των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και η φτωχοποίηση σημαντικού μέρους του πληθυσμού, ακόμα και στις πιο ευημερούσες δυτικές χώρες όπως η Γερμανία, τέλος, η σύγκρουση με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα μουσουλμανικών πληθυσμών βρίσκονται στο υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.
Σχεδόν παντού, εκδηλώνονται έντονες τάσεις για εθνική συσπείρωση και πρόταξη των εθνικών, ή ακόμα και των εθνικιστικών, συμφερόντων, απέναντι στους υπερεθνικούς θεσμούς κάθε είδους. Πολλοί, με βάση πρόσκαιρες ή συγκυριακές αναστροφές αυτού του ρεύματος, όπως συνέβη στη Γαλλία με την επικράτηση του Μακρόν, σπεύδουν κάθε τόσο, ιδιαίτερα από το κυρίαρχο φιλελεύθερο μιντιακό σύστημα, να κηρύξουν το «τέλος» ή την εξάντληση του «εθνολαϊκισμού».
Ξεχνούν, όμως, ότι, ακόμα και στη Γαλλία, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, τρεις υποψήφιοι σε λιγότερο ή περισσότερο αντιπαγκοσμιοποιητική κατεύθυνση, όπως ο Φιγιόν, η Λεπέν και ο Μελανσόν, συγκέντρωσαν πάνω από το 60% των ψήφων, ο δε Μακρόν κατόρθωσε να επικρατήσει εξαιτίας του εκλογικού συστήματος που του επέτρεψε, με τις τρεις μονάδες διαφορά που είχε, να επικρατήσει απέναντι σ’ αυτό το κύμα του ευρωσκεπτικισμού που σάρωσε και τη Γαλλία, μετά το brexit στην Αγγλία, ή τα ανάλογα φαινόμενα στις ΗΠΑ με τον Τραμπ.
Το κύμα αυτό έφτασε και στη Γερμανία. Όχι μόνον με την εντυπωσιακή άνοδο του AfD, το οποίο στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του επέμενε όλο και πιο έντονα σε μια εθνικιστική ρητορεία, που εξεθείαζε ακόμα και τη Βέρμαχτ, αλλά και κάτι που δεν έχει επισημανθεί όπως θα έπρεπε, την άνοδο των Φιλελευθέρων -εξίσου γερμανοκεντρικών και ανθελληνικών προσανατολισμών- που κατέλαβαν τη θέση του τέταρτου κόμματος. Και όλα αυτά παρότι στη Γερμανία το κύμα του εθνοκεντρισμού δεν χρειαζόταν να λάβει ακραία χαρακτηριστικά τύπου Brexit, διότι οι Γερμανοί είναι οι κατ’ εξοχήν κερδισμένοι από την Ε.Ε. και την παγκοσμιοποίηση, με ένα κολοσσιαίο πλεόνασμα του ισοζυγίου των πληρωμών και ένα ιστορικό χαμηλό του αριθμού των ανέργων.
Εντούτοις, και εδώ, το αντίστοιχο ρεύμα ενισχύθηκε θεαματικά. Κατ’ αρχάς, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας έχασαν περίπου 8,5 μονάδες σε σχέση με τα ποσοστά τους των προηγούμενων εκλογών. Τα ποσοστά αυτά κατευθύνθηκαν τόσο προς την ακροδεξιά όσο και προς τους φιλελεύθερους, κόμματα τα οποία στις περασμένες εκλογές δεν είχαν καταφέρει να εισέλθουν στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, και τώρα μεταβλήθηκαν στο τρίτο και το τέταρτο κόμμα της Μπούντεσταγκ.
Το γεγονός μάλιστα ότι στη μήτρα της γερμανικής δεξιάς, τη Βαυαρία, οι Χριστιανοκοινωνιστές έχασαν πάνω από 13 μονάδες, προοιωνίζεται μια αντίστοιχη έντονη στροφή και στο εσωτερικό της Χριστιανοδημοκρατίας. Το CDU/CSU, για να κρατηθεί απέναντι σε ένα κοινό που βαδίζει όλο και πιο έντονα προς μια ισχυρή εθνικιστική στροφή, θα υποχρεώσει και την ίδια τη Μέρκελ να προσαρμοστεί με αυτή την τάση στο εσωτερικό του κόμματός της. Εξάλλου, ήδη ο Σόιμπλε ήταν εδώ για να υπενθυμίζει το Deutschland über alles.
Το AfD, που απέσπασε το 13% των ψήφων, και μάλιστα σε συνθήκες ανόδου της συμμετοχής στις εκλογές, κινείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά στην αντίθεσή της με την «ισλαμοποίηση» της Γερμανίας και το μεταναστευτικό και η δεύτερη την απόρριψη κάθε ιδέας για ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως επιδιώκει η Γαλλία και ο Μακρόν, και, σε αυτά τα πλαίσια, την απόρριψη κάθε «παραχώρησης» προς την Ελλάδα και την άμεση επιδίωξη της εκδίωξής της από την ευρωζώνη.
Όσο για τους Φιλελεύθερους, που ήταν κάποτε ένα έντονα φιλοευρωπαϊκό και φιλοπαγκοσμιοποιητικό κόμμα, που συμμετείχε επί δεκαετίες στις κυβερνήσεις είτε των σοσιαλδημοκρατών ή των χριστιανοδημοκρατών, έχει πραγματοποιήσει μια έντονα αντιευρωπαϊκή στροφή απορρίπτοντας ανοικτά το σχέδιο του Μακρόν για μια ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στον οικονομικό τομέα και τη δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Καθόλου τυχαία, δε, υποστηρίζουν και αυτοί την ανάγκη εκδίωξης της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Αυτές οι εξελίξεις, ακόμα και εάν σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες υποχρεωθούν να συγκυβερνήσουν και πάλι, παρά τις πρώτες δηλώσεις του Σουλτς, δεν αναιρούν το γεγονός πως τα δύο αυτά κόμματα, τα οποία άλλοτε εκπροσωπούσαν το 90% του εκλογικού σώματος, σήμερα φτάνουν με δυσκολία το 54% (!) και επομένως θα είναι υποχρεωμένα να πάρουν υπόψη τους αυτές τις ισχυρές τάσεις του γερμανικού εκλογικού σώματος. Κατά συνέπεια, η πολιτική Μακρόν της ενίσχυσης του γαλλογερμανικού άξονα, θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη, αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει, σπρώχνοντας και τη Γαλλία σε μια πολιτική αντιπαράθεσης με τη Γερμανία.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στη Γερμανία θα έχουν απολύτως αρνητικές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά στο ζήτημα του χρέους και της αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης από την πλευρά των Γερμανών. Εκεί που όλοι μετέθεταν την επίλυση του «ελληνικού προβλήματος» προς ευνοϊκότερη κατεύθυνση μετά τις γερμανικές εκλογές, το αποτέλεσμά τους οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η στάση της Γερμανίας θα γίνει ακόμα πιο άκαμπτη και ακόμα πιο ανθελληνική από εκείνη του Σόιμπλε.
Αυτές οι εξελίξεις, λοιπόν, επιβεβαιώνουν πως έχουμε εισέλθει ανεπιστρεπτί σε μία περίοδο ενίσχυσης των εθνικών προτεραιοτήτων και υποχώρησης της παγκοσμιοποίησης που, είτε μέσω της ευρωπαϊκής κρίσης είτε μέσω της «σύγκρουσης των πολιτισμών», κυρίως με την αντίθεση στο ισλάμ και την ισλαμική τρομοκρατία, θα τείνει να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.
Και η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή, μια και η εθνική της κυριαρχία, μέσω της κρίσης και της ανάδυσης του επιθετικού νεοθωμανισμού του Ερντογάν, έχει συρρικνωθεί και, αντίθετα, εξαρτάται όλο και πιο πολύ από την καλή θέληση εξωγενών παραγόντων και δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, ανάμεσα στον εθνομηδενισμό και έναν «χαζοχαρούμενο» νεοφιλελευθερισμό, που επικρατεί και στους τρεις πόλους της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Κατά συνέπεια το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι υποχρεωμένο να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, και να ενισχύσει τα πατριωτικά του χαρακτηριστικά· πραγματικότητα, η οποία εάν δεν ληφθεί υπόψη από τις ελληνικές ελίτ, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην ενίσχυση της ακροδεξιάς ρητορικής, είτε με τη μορφή της Χρυσής Αυγής, είτε κάποια άλλη (Εξάλλου, και στη Γερμανία τελικώς, δεν κατόρθωσε να εκπροσωπήσει την ακροδεξιά το νεοναζιστικό NPD, αλλά χρειάστηκε ένας νέος πολιτικός φορέας).