Ἄν μή τί ἄλλο, καθετί  μεγάλο προσφέρει ἔμπνευση. Καί τό φιάσκο τοῦ κυβερνῶντος ΣΥΡΙΖΑ εἶναι τεράστιο.

Ὁ Τσίπρας ἐπισκέπτεται τή νῆσο Κρήτη, τήν ὁποία ξέρει καλά. Φυσικά, δέν τήν ἔχει μπερδέψει μέ τό Ἡράκλειο, τά Χανιά, τό Ρέθυμνο, τό Λασίθι. Γνωρίζει ὅτι εἶναι νομοί της. Σε ἐκεῖνον, τόν χαρισματικό, ἀφιερώνεται τό ἐγκωμιαστικό, σχεδόν διθυραμβικό (καί κάπως μαντιναδόμορφο) ποίημα πού ἀκολουθεῖ:

Πῆγες στήν Κρήτη, μπάς καί ξεχάσεις τίς Συμπληγάδες πού θές νά περάσεις./ Μεγάλη φουρτούνα καί θές νά ξεράσεις. Ἀναπολεῖς ἀρχαῖον μύθο. Κάποιος τίς πέρασε. Πιάσ’ ἕναν ζύθο!/ Μά δέν θυμᾶσαι. Ποῖος εἶναι ὁ ἥρως; Εἶν’ ὁ Ἰάσονας ἤ εἶναι ὁ Σπύρος;/ Νησί Φαιάκων, Αἰγαῖο, μία δίνη! Πλώρη γιά Λέσβο ἤ Μυτιλήνη;/ Κι ἀπό Συμπληγάδες περνᾶς καί γλιτώνεις, δέν ξέρεις πώς. Συνήθως τό σώνεις./ Πίνεις ρακί, τά βλέπεις ὡραία κι ἄς λούζει μαζούτ Γλυφάδα – Περαία./ Λές γιά τίς θάλασσες, λές γιά τ’ Ἀνώγεια. Με μποῦρδες καί μούσια τούς χτίζεις…
κατώγια.

Ἄχ, πώς μπιζάρουν καί σέ πιστεύουν! Κι ἐσύ τούς δουλεύεις καί ὅλο γυρεύουν./ Γυρεύουνε χάρες, ρουσφέτια, δεσμεύσεις. Σου λέν’ «παροχές! Νά τίς ἐπισπεύσεις!»/ «Δέν εἶναι γιορτή οὔτε καί φιέστα. Με τό Μνημόνιο μᾶς πῆραν τά ρέστα». «Μήν κάθεσαι ἔτσι. Στη Μέρκελ νά πᾶς, καί ὅλα πές τα!»./ Κι ἐσύ λές «βεβαίως, καί τοῦτο θά γίνει. Κι ἀπό τό λυχνάρι θά βγάλω τό τζίνι»./ Νά μήν ἀλλάξεις, ἀφοῦ σέ γουστάρουν. Ὅσα πουλᾶς ἐκεῖνοι θά πάρουν./ Ευήθεις, παιδί μου, οἱ ψηφοφόροι. Μακράν ἐξυπνότεροι ἐκείνων οἱ σκώροι./ Της ἐξουσίας σ’ ἀρέσει ἡ κλείς. Την ξεκλειδώνει κι ὁ Κουρουμπλῆς./ Δέν παραιτεῖται. Πολύ τόν σκιάζεσαι. Θ’ ἀποσχιστεῖ; Τις ἕδρες τίς νοιάζεσαι!/ Κι ἄν πάει ἀλλοῦ, στό πρῶτο ΠΑΣΟΚ; Πώς θά ἀντέξεις τῆς κάλπης τό σόκ;/ Ὄχι ἄλλο ρακί, θά σέ πειράξει. Καί ἡ συμβία σου θέ νά σέ κράξει./ Πιές καφεδάκι νά ξενερώσεις καί μέ τά λόγια αὐξήσεις νά δώσεις./ Τις ἐκλογές τίς βλέπουν τόν Μάρτη, κι ὅλοι ἑτοιμάζονται μέ φόρα γιά πάρτι.

Του Π. Λιάκου

ΠΗΓΗ