Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη για όλους εμάς, που γεννηθήκαμε το 1922

Θα πάρουμε τη δόση; Τι θα γίνει με τη δέκατη τρίτη σύνταξη; Θα μονιμοποιηθούν οι συμβασιούχοι; Αυτά και άλλα παρόμοια είναι τα θέματα που μας απασχολούν σήμερα. Την ίδια στιγμή, στην Αίγυπτο, οι τζιχαντιστές σταματούν ένα λεωφορείο από κόπτες προσκυνητές και τους προτείνουν μια από δύο επιλογές, είτε να απαγγείλουν την ισλαμική ομολογία πίστεως, είτε να μαρτυρήσουν. Όλοι τους αρνούνται και οι τζιχαντιστές τους πυροβολούν έναν – έναν, στο κεφάλι, εξ επαφής. Όλα αυτά όμως είναι πολύ μακρινά για να μας απασχολήσουν, έστω και ελάχιστα. Ο μικρόκοσμός μας μοιάζει με την επίπεδη επιφάνεια μιας ήσυχης λίμνης.

Οι μεγάλες ιδέες, τα οράματα και τα ιδανικά, «οι δρόμοι που τυλίγαν βουνά και γεννούσαν άστρα», έχουν από καιρό πνιγεί μέσα στην ήσυχη λίμνη. Τώρα ψάχνουμε να βρούμε τον καλύτερο διαχειριστή, ή αυτόν που είναι πιο γνήσιος αριστερός και πιο ψυχοπονιάρης. Ακριβώς όπως είχε προβλέψει, ενάμιση αιώνα πριν, ο Τυπάλδος – Ιακωβάτος, δεν έχουμε μείνει παρά «ολίγοι, ενασχολούμενοι περί την κοιλίαν και τα υπό την κοιλίαν».

Μας μοιάζουν οι κύκνοι που κολυμπούν στην ήσυχη λίμνη. Είναι μακάριοι όπως εμείς και έχουν την κίβδηλη αθωότητα αυτού που λησμόνησε την ενοχή του. Στην όχθη της λίμνης υπάρχει μια σειρά από λιοντάρια που μαρμάρωσαν. Μπορούμε να διαβάσουμε τους τίτλους τους, χαραγμένους σε μάρμαρο στην πλατεία Συντάγματος: Αφιόν Καραχισάρ – Σαγγάριος – Καλέ Γκρότο – Τουλού Μπουνάρ – Κιουτάχεια – Δορύλαιον – Αρτάκη – Αϊδίνιον – Προύσσα – Φιλαδέλφεια. Ας κρατήσουμε με τα δυο μας χέρια το κεφάλι ενός από αυτά τα λιοντάρια και ας το κοιτάξουμε κατάματα. Οπωσδήποτε αυτό το βλέμμα δεν μοιάζει καθόλου με το δικό μας. Ανήκει σε αυτούς που δεν θέλησαν να ζήσουν στην ήσυχη λίμνη, σε αυτούς που, όταν είδαν το όνειρο να χάνεται, προτίμησαν να χαθούν μαζί του, περικυκλωμένοι και χτυπημένοι από όλες τις πλευρές, ακόμα και σήμερα άταφοι, στην κοιλάδα του Αλή Βεράν.

Κι όμως, μόλις τρία χρόνια πριν, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, ακόμα και οι Τούρκοι μουρμούριζαν «κισμέτ…». Κι όμως, το θείο κοντύλι, που θα έγραφε την εκπλήρωση των προαιώνιων πόθων του ελληνισμού, απέδρασε και επέστρεψε στον ουρανό, μαζί με το άγραφο φύλλο του εθνικού μας πεπρωμένου.
Ας υποθέσουμε ότι γίνεται ένα έγκλημα, που έχει φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, και ότι μένει ατιμώρητο. Ποιοι αυτουργοί θα καταπνίξουν πιο εύκολα τη συνείδησή τους, ώστε να μην τιμωρηθούν ούτε από αυτήν; Οι φυσικοί ή οι ηθικοί; Νομίζω, οι ηθικοί αυτουργοί. Γιατί αυτοί δεν λέρωσαν τα χέρια τους με αίμα. Έτσι, μπορούν να γλιστρούν γαλήνια, λίγα χιλιοστά πάνω από την επιφάνεια της ιστορικής μας συνείδησης, χωρίς να ταράσσουν ούτε στο ελάχιστο τη λεία επιφάνεια.

Ποιος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι οι ηθικοί αυτουργοί έφταιξαν λιγότερο; Δεν σήκωσαν το μαχαίρι να σφάξουν, ούτε όρμηξαν να ατιμάσουν, όπως οι τσέτες του Κεμάλ. Απλά εγκατέλειψαν τον σφαγόμενο, απλά, ενώ είχαν όλα τα μέσα να αποτρέψουν τη σφαγή του, δεν το έκαναν. Όσο σφάζουν τα ξίφη και τα γιαταγάνια, σφάζουν και οι πολιτικές και ηθικές στάσεις, όπως αυτή του βουλευτή Κουμουνδούρου, που έσχισε μέσα στη Βουλή τον χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας, ή των βουλευτών που ωρύονταν, «Δεν τα θέλομε!», ή του βουλευτή Μεσσηνίας Μοσχούλα, που έλεγε προς τους ψηφοφόρους του: «Και που μεγάλωσε η Ελλάδα, μεγάλωσε εσένα το χωράφι σου;», ή, το σύνθημα, «Εληά και βασιλιά, και στο Μενίδι σύνορα», ή, τέλος, το σύνθημα «Οίκαδε!»… Στις μοιραίες εκλογές του 1920 ψηφίσαμε μαζικά αυτούς που μόλις τέσσερα χρόνια πριν είχαν παραδώσει συνειδητά την Ανατολική Μακεδονία και ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού στο λεπίδι των Βουλγάρων. Τότε το έκαναν για να έχουμε εμείς την ησυχία μας και το αγαθό της ειρήνης. Γι’ αυτό και το 1920 τους ψηφίσαμε, για να διατηρήσουμε αυτά τα αγαθά, που απειλούνταν από την υποτιθέμενη υποχρέωση να σώσουμε τους Έλληνες της Ιωνίας.

Τα φυσικά εγκλήματα έχουν κραυγές, πόνο, αίμα και λερώνουν. Τα ηθικά εγκλήματα, αν και εξίσου εγκλήματα, είναι αθόρυβα και γαλήνια, σαν το λιωμένο μολύβι όταν κυλάει, ή σαν τους κύκνους που «γλιστρούν σ’ ένα λιγνό λεπίδι, που τους υψώνει ελάχιστα πάνω από τα νερά» και είναι γαλήνια, γιατί καταπνίξαμε τη συνείδησή μας, που παραμένει άσπιλη, σαν τους κάτασπρους κύκνους.
Ο Σεφέρης και οι ποιητές μας χάραξαν κάποια σημάδια στις πέτρες, για να μας θυμίζουν τι ήμαστε και πώς γίναμε, αλλά οι πέτρες είναι βαριές, βαρύτερες από τους κύκνους, βυθίστηκαν και κάθισαν στον αθέατο πυθμένα της λίμνης, στον πάτο του συλλογικού μας υποσυνειδήτου.
Η ήσυχη συνείδηση έχει ανάγκη από την ιστορική αμνησία, έχει ανάγκη από την απώλεια της εθνικής μας ταυτότητας, μιας ταυτότητας βαριάς, που δεν μας αφήνει να διαχυθούμε, να χαθούμε και να ξεχαστούμε στον παγκόσμιο χυλό. Έχει ανάγκη από Ρεπούσηδες, Λιάκους και Φίληδες, έχει ανάγκη από κίβδηλα οράματα για να αντικαταστήσουν τα πραγματικά, κομμουνισμούς, αριστερές, παγκόσμιες συναδελφώσεις, δυτικολαγνείες και ευρωλιγουριές. Η ήσυχη συνείδηση έχει τελικά την ανάγκη ενός συλλογικού αλτσχάιμερ.

Το αλτσχάιμερ στα άτομα είναι πάθηση και εκδηλώνεται χωρίς τη θέλησή τους. Στους λαούς, όμως, είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής τους επιλογής. Ποιος, όμως, θα μας καταλογίσει το ότι αποφασίσαμε να ξεχάσουμε; Ίσως μόνο ο Θεός – και οι νεκροί, που περιμένουν…
Ίσως να υπάρχει, όμως, κάποια ελπίδα. Τώρα που παλαιοελλαδίτες και πρόσφυγες, βοσκοί και αρνιά, έχουμε αναμιχθεί και έχουμε γίνει ένας λαός, ίσως να μπορούμε να αντικρίσουμε το μέλλον μας χωρίς τους διαχωρισμούς του παρελθόντος και να αγωνιστούμε παίζοντας καλά το τελευταίο μας χαρτί. Ίσως όντας όλοι μόνο Έλληνες πια και τίποτα άλλο, να μπορούμε να νιώσουμε μέσα μας τον πόνο των θυσιασμένων –κοινών μας πια προγόνων– και να αγωνιστούμε όλοι μαζί, σαν ένα σώμα, για τη νίκη ή μέχρις εσχάτων.

Tου Χαράλαμπου Παπαδόπουλου από την Ρήξη φ. 136
Σ.Σ.: Το παρόν άρθρο οφείλει πολλά στο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά «1922 – Δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία».

ΠΗΓΗ