Από τότε που η κρίση χτύπησε την πόρτα μας, οι οικονομολόγοι έχουν την τιμητική τους. Αυτοί οι κάποτε εξορισμένοι στις πίσω σελίδες σήμερα φιγουράρουν σε πρωτοσέλιδα και, αντί για κείμενα με αριθμούς, πίνακες και άγνωστα για τους κοινούς θνητούς αρκτικόλεξα, κάνουν βαρυσήμαντες δηλώσεις και γράφουν σχόλια που κανείς δεν πρέπει και δεν μπορεί να αγνοήσει εάν θέλει να θεωρηθεί σοβαρός.

Ταυτόχρονα όμως προκύπτει και το εξής ερώτημα: Μήπως τώρα τους υπερτιμάμε ή μήπως πιάσαμε πάτο επειδή τους υποτιμήσαμε; Οσο παράδοξο και να ακούγεται, νομίζω ότι ισχύουν και τα δύο.

Κατά κανόνα οι οικονομολόγοι και γενικότερα οι τεχνοκράτες περιθωριοποιούνται από εκείνους που υπόσχονται ή εξωραΐζουν. Απλός ο λόγος: είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, όλες σχεδόν οι πράξεις και οι παραλείψεις μας έχουν μιαν αναπόφευκτη οικονομική διάσταση, ο δε ρόλος του οικονομολόγου/τεχνοκράτη είναι να μας πει πώς θα επιτευχθεί ένας στόχος (τον οποίο επιλέγουν οι εκλεγμένοι πολιτικοί, ας μην το ξεχνάμε) και κυρίως πόσο θα μας κοστίσει.

Δυστυχώς –το γιατί δεν είναι της παρούσης– το νεοελληνικό ταμπεραμέντο επιβάλλει ως πρώτο και συχνά μόνο κριτήριο το κατά πόσον ο εν λόγω στόχος συνάδει προς την ιδεολογική μας τοποθέτηση ή, περνώντας στο άλλο άκρο, κατά πόσον μας συμφέρει ή δεν μας συμφέρει προσωπικά.

Το αν είναι εφικτός και το πώς θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα την πορεία της χώρας –δηλαδή αυτό που μόνο οι οικονομολόγοι/τεχνοκράτες μπορούν να καθορίσουν– βρίσκονται στην ουσία εκτός παιδιάς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που έταξε λαγούς με πετραχήλια, συνδυάζοντας την αφέλεια, τον βολονταρισμό και την αυταρέσκεια του ηθικού πλεονεκτήματος, κληροδοτημένου από τον Ελασίτη παππού.

Σε αυτή την περίπτωση οι οικονομολόγοι όχι μόνο υποτιμήθηκαν αλλά δέχτηκαν και τις επιθέσεις και τις ύβρεις (Γερμανοτσολιάδες κ.ο.κ.) των «αυταπατημένων», όπως δηλώνουν οι ίδιοι. Σήμερα το πληρώνουμε.

Στην αντίπερα όχθη, οι επικριτές της κυβέρνησης εισηγούνται μια στάση προσγειωμένη, χωρίς λεονταρισμούς και δήθεν ανατρεπτικές κορόνες, μια στάση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν την οικονομική πραγματικότητα.

Ομως η αναγνώριση της μεγάλης σημασίας που όντως έχει η οικονομία, ιδίως σε σύγκριση με την ανέξοδη και αδιέξοδη αριστερή ρητορεία, οδηγεί σε μια εξίσου λανθασμένη υπερτίμησή της.

Για να το διατυπώσω επιγραμματικά, ενώ οι αριστεροί αφαίρεσαν από τους οικονομολόγους ένα μέρος από τη δικαιοδοσία τους, οι νεοφιλελεύθεροι τους θεωρούν μόνους αρμόδιους να λύσουν το υπέρτατο πρόβλημα, το οποίο, σύμφωνα με την ισχύουσα δόξα, δεν είναι ούτε πολιτικό, ούτε ιδεολογικό/αξιακό αλλά καθαρά οικονομικό: πώς του χρόνου θα έχουμε περισσότερα λεφτά απ’ ό,τι φέτος.

Σε αυτή την αρχική υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου συνίσταται στην υλική ανάπτυξη που εξασφαλίζεται μέσα από ατομικές ορθολογικές επιλογές σε ένα κλίμα ελεύθερου ανταγωνισμού, έγκειται το μεγάλο λάθος που καταλογίζεται στο ισχύον σύστημα: ότι δηλαδή έχει αναγάγει την οικονομία στο ύψιστο επίπεδο του λόγου περί κοινωνίας σε βάρος της πολιτικής.

Για να το πω αλλιώς, η απάντηση στο ερώτημα «τι εστί άνθρωπος» δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία των οικονομολόγων. Το ποια είναι η «φύση» του ανθρώπου ή το αν ο άνθρωπος έχει μια αναλλοίωτη φύση την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε μια για πάντα δεν είναι πρόβλημα που θα το λύσουμε με ποσοτικές αναλύσεις και οικονομετρικά μοντέλα.

Ετσι εξηγείται γιατί από χείλη οικονομολόγων, και μάλιστα πολύ καλών οικονομολόγων, έχω ακούσει κάποιες φορές τις πιο απίστευτες ανοησίες όταν η συζήτηση βγαίνει από τα χωράφια τους. Φυσικά, δικαιούνται όπως όλοι μας να έχουν γνώμη για οτιδήποτε. Στα εκτός οικονομίας θέματα ωστόσο, οι απόψεις τους δεν διαφέρουν από εκείνες των όποιων άλλων· κρίνονται κατά περίπτωση χωρίς να τους αναγνωρίζεται κάποιο είδος αυθεντίας.

Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι τους υποτιμώ. Οπως φάνηκε στα καθ’ ημάς ο ρόλος τους είχε, και εξακολουθεί να έχει, τεράστια σημασία. Αν τους ακούγαμε δεν θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε. Δεν είναι καθόλου λίγο να υπενθυμίζει κάποιος στους πολιτικούς πρώτα, αλλά και σε όλους μας, τις συνέπειες των ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών μας.

Σε μια χώρα όπου κυριαρχούν οι φιλάρεσκες πόζες και οι μεγάλες κουβέντες, καλό είναι να υπάρχουν μερικοί τεχνοκράτες, έστω άχρωμοι και άοσμοι, που μας φέρνουν τον λογαριασμό. Θυμόσαστε τον καθηγητή Γιάννη Σπράο; Αν η κοινωνία είχε τότε προβληματιστεί αντί να πέσουν όλοι να τον φάνε επειδή τόλμησε να μιλήσει για τις συντάξεις, μήπως σήμερα τα πράγματα θα ήταν καλύτερα;

Πηγή