ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΚΑΛΟΥΔΗ
Πώς μέσα σε πέντε ημέρες βρέθηκε από κεφαλαιακά επαρκής, ανεπαρκής !!!
Στο ρεπορτάζ της προηγούμενης Κυριακής σάς είχαμε αναφέρει τη φράση-κλειδί που είπε ο λιγότερο ή και καθόλου ένοχος, όπως όλα δείχνουν, Λαυρέντης Λαυρεντιάδης στον εισαγγελέα: «Αν είμαι ένοχος, το ίδιο ένοχοι είναι και ο κ. Σάλλας και ο κ. Προβόπουλος».
Ε, λοιπόν, διαβάζοντας κανείς το πόρισμα που συνέταξε ο τότε αντιεισαγγελέας Γιώργος Καλούδης, διαπιστώνει ότι οι ενέργειες των αρμόδιων οργάνων, δηλαδή του τότε διοικητή και των διευθύνσεων της Τραπέζης της Ελλάδος, βρίθουν αντιφάσεων, παραλείψεων και πράξεων που δεν κινούνται στο πλαίσιο της νομιμότητας.
Για να καταλάβετε πώς λειτούργησε η Τράπεζα της Ελλάδος υπό τον Γιώργο Προβόπουλο στην περίπτωση της Proton, θα σας αναφέρουμε ότι στις 30 Δεκεμβρίου 2009, την ημέρα, δηλαδή, κατά την οποία οριστικοποιήθηκε το deal ανάμεσα σε Σάλλα και Λαυρεντιάδη για την πώληση του 31% της Proton, η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος σε σημείωμά της διευκρίνιζε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να μην εγκρίνει την απόκτηση της ειδικής συμμετοχής», δηλαδή της πώλησης του 31% από την Τράπεζα Πειραιώς στον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη.
Τρεις μήνες αργότερα η ίδια διεύθυνση αναφέρει σε εισηγητικό σημείωμα ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος δεν μπορεί να αντιστρέψει την επιχειρηματική απόφαση της πώλησης των μετοχών της τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς». Δηλαδή, τι μας λέει η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος; Σε κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο λέει ότι, ακόμα κι αν διαφωνεί με την πράξη της πώλησης, αδυνατεί να αντιστρέψει την επιχειρηματική απόφαση, που σημαίνει πως δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τετελεσμένα γεγονότα. Είναι, όμως, έτσι για ένα παντοδύναμο όργανο;
Για να θυμηθούμε τι είχε προηγηθεί αυτής της διευκρίνισης. Ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, σύμφωνα με ρεπορτάζ των «New York Times», που δημοσιεύσαμε την περασμένη Κυριακή, απευθύνεται στον Μιχάλη Σάλλα και του διαμηνύει ότι, επειδή καθυστερεί η έγκριση (είναι πλέον αρχές Μαρτίου 2010 και πέρασαν πάνω από δύο μήνες), θα ακυρώσει την αγορά. Τότε ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς τού συνέστησε να περιμένει και ότι θα μεσολαβήσει στον καλό του φίλο Γιώργο Προβόπουλο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η ενέργεια που δημιουργεί τεράστια ερωτήματα. Είναι και η απόφαση που πήρε στις 14 Ιουλίου 2011 ο τότε υπουργός Οικονομικών Βαγγέλης Βενιζέλος να χορηγήσει άτυπη ρευστότητα 100.000.000 ευρώ στην Proton από τα διαθέσιμα του Δημοσίου, παρά τη διαφωνία που είχε η αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Η διαφωνία στηριζόταν στο γεγονός ότι υπήρχαν και άλλες καταθέσεις, και το συνολικό ποσό ξεπερνούσε κατά 92.000.000 ευρώ τα κεφάλαια με τα οποία μπορούσε να ενισχυθεί η εν λόγω τράπεζα βάσει της νομοθεσίας (280.000.000 ευρώ ήταν τα ίδια κεφάλαιά της, οπότε μπορούσε να δεχτεί έως 140.000.000 και τη συγκεκριμένη ημέρα είχε 232.000.000 ευρώ από τα διαθέσιμα του Δημοσίου).
Οπως αποκαλύφθηκε αργότερα, εφαρμόστηκε μέθοδος μπαϊπάς, αφού το άτυπο συμβούλιο συστημικής ευστάθειας της Τραπέζης της Ελλάδος έδωσε την εντολή να χορηγούνται σε καθημερινή βάση 105.000.000 ευρώ προς πέντε τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική, Πειραιώς και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο), οι οποίες με τη σειρά τους θα κατέθεταν τα χρήματα αυτά στην Proton Bank.
Αλλά, ακόμα χειρότερα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αφού αποκαλύφθηκαν οι παρανομίες, έσπευσε στις 4 Αυγούστου να νομιμοποιήσει τους χειρισμούς του μέσω τροπολογίας στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου του και μάλιστα με αναδρομική ισχύ από το 1997, ουσιαστικά επιτρέποντας την τοποθέτηση διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου σε οποιαδήποτε τράπεζα χωρίς να απαιτείται η έγκριση της πίστωσης από επιτροπή.
Εμβαθύνοντας κανείς στην υπόθεση, διαπιστώνει πράξεις που δεν συνάδουν με τη χρηστή τραπεζική λειτουργία. Για παράδειγμα:
1 Αν πράγματι η Proton ήταν κεφαλαιακά ανεπαρκής, πώς εξηγούνται οι προηγούμενες ενέσεις ρευστότητας από τον Ευάγγελο Βενιζέλο; Επίσης, πώς εξηγείται το γεγονός ότι ύστερα από πρωτοβουλία της Τραπέζης της Ελλάδος τέσσερις μεγάλες τράπεζες επένδυσαν, μία εβδομάδα μετά τον διαχωρισμό της Proton σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, 47.500.000 ευρώ μέσω της ανάληψης μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου διάρκειας 10 ετών, το οποίο μεταφέρθηκε στην «κακή» και συνεπώς δεν εξοφλήθηκε;
Συνεπώς, προκύπτει ακόμα ένα αμείλικτο ερώτημα: Οι τράπεζες γνώριζαν ότι η Proton ήταν κεφαλαιακά ανεπαρκής, οπότε έχουν διαπράξει αδίκημα έναντι των μετόχων τους, ή είχαν πάρει διαβεβαιώσεις ότι η επένδυση ήταν ασφαλής και συνεπώς δεν υπήρχε φόβος να χάσουν τα κεφάλαιά τους, πράγμα που μία εβδομάδα αργότερα έγινε πράξη;
Ποιος, άραγε, ήταν ο ρόλος της τότε διοίκησης και των αρμόδιων οργάνων της Τραπέζης της Ελλάδος, όταν επέτρεψε δανειοδότηση και λίγο αργότερα τράβηξε το χαλί, εκθέτοντάς τους όλους;
2 Τα ερωτήματα σχετικά με το ομολογιακό δάνειο πληθαίνουν όταν διαπιστώνει κανείς ότι στους όρους περιλαμβάνεται η υποχρεωτική μεταβολή του δανείου σε μετοχές, αν τυχόν στο μέλλον διαπιστωθεί κεφαλαιακή ανεπάρκεια της Proton.
Συνεπώς, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία συμμετείχε στη διαπραγμάτευση για τον καθορισμό των όρων του ομολογιακού δανείου, δεν υπήρχε ανεπάρκεια κεφαλαίων εκείνη τη στιγμή, αλλά μία εβδομάδα αργότερα η Proton ήταν ανεπαρκής κεφαλαιακά και έπρεπε να διαχωριστεί.
Είναι πραγματικά αδιανόητο και προπαντός λογικά ανεξήγητο αυτό που συνέβη. Δηλαδή, η Proton στις 29 Σεπτεμβρίου, όταν εκδίδει το ομολογιακό δάνειο, έχει διαπιστωμένη επάρκεια κεφαλαίων και στις 4 Οκτωβρίου πέφτει ο… ουρανός στο κεφάλι μετόχων και τραπεζών που πήραν το ομολογιακό δάνειο. Εκείνη την ημέρα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ενημερώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αποφασίστηκε η διάσπαση της Proton σε «καλή» και «κακή» τράπεζα.
Και βεβαίως, όπως αντιλαμβάνεται κάθε λογικός άνθρωπος, υπάρχουν τεράστια ερωτήματα, που άνετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σκάνδαλα και τα οποία οφείλει να διερευνήσει η Δικαιοσύνη και να κληθούν οι πρωταγωνιστές και οι ελεγκτές της νομιμότητας να εξηγήσουν όλες αυτές τις πράξεις, που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν σκανδαλώδεις.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι δεν κόστισαν μόνο στις συστημικές τράπεζες 47.500.000 ευρώ, όσο το ύψος του ομολογιακού δανείου, αλλά και 863.000.000 ευρώ στους Ελληνες φορολογουμένους.