Ὁ βαρβαρισμός γιά τόν Πλάτωνα δέν εἶναι μόνο ἡ πληθυσμιακή ἀλλοίωση τῆς πόλεως, ἀλλά καί ἡ πάσης φύσεως ἐκχώρηση πνευματικοῦ χώρου στούς ξένους.

«Αἰτία τοῦ πολιτεύματός μας τούτου εἶναι ἡ ἰσοτιμία στή γέννηση. Διότι οἱ ἄλλες πόλεις δημιουργήθηκαν ἀπό ἀνθρώπους κάθε εἴδους καί στοιχεῖα ἀνώμαλα, μέ συνέπεια ἀνώμαλα νά εἶναι καί τά πολιτεύματά τούς, τυραννίδες καί ὀλιγαρχίες. Κατοικοῦν, λοιπόν, θεωρώντας οἱ μέν τούς δέ ἄλλοτε δούλους καί ἄλλοτε κυρίους.
Ἐμεῖς, ὅμως, καί οἱ δικοί μᾶς γεννημένοι ὅλοι ἀδελφοί ἀπό μία μητέρα δέν ἀξιώνουμε νά γίνουμε οὔτε δοῦλοι οὔτε κύριοι μεταξύ μας, ἀλλά ἡ ἀπό τή φύση ἰσότιμη καταγωγή μᾶς ὑποχρεώνει νά ἐπιζητοῦμε τήν ἰσότητα σύμφωνα μέ τόν νόμο καί νά μήν ὑποχωροῦμε σέ κανέναν ἄλλον μεταξύ μας, παρά σέ ὅποιον ἐκδηλώνει ἀρετή καί φρόνηση».

Πλάτωνος «Μενέξενος», 238 d-e, ἐκδόσεις Κάκτος: Ἀθήνα 1993, σ. 185

Σ’ αὐτόν τόν διάλογο, ὁ Σωκράτης ἀφηγεῖται στόν νεαρό Μενέξενο τόν ἐπιτάφιο λόγο ποῦ σκόπευε νά ἐκφωνήσει ἡ Ἀσπασία, ἡ σύζυγος τοῦ Περικλῆ, γιά τούς πεσόντες ὑπέρ πατρίδος. Αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἕνας διθύραμβος στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἐγκωμιάζεται ὡς μητέρα τῶν πολιτῶν της, ὡς στοργική τροφός παιδιῶν πού ἔβγαλε ἀπό τά σπλάχνα της καί ὡς πρόμαχος ὁλόκληρης τῆς Ἑλλάδος.
Τό πολίτευμα τῶν Ἀθηνῶν, ὅπως εὔστοχα τό προσδιορίζει ἡ Ἀσπασία, τῆς ὁποίας τά λόγια μεταφέρει ὁ Σωκράτης, εἶναι «ἀριστοκρατία μέ τήν ἐπιδοκιμασία τοῦ λαοῦ.[…] Ὁ λαός διατηρεῖ τά περισσότερα πολιτικά ἀξιώματα καί ἀπονέμει τήν ἐξουσία καί τή δύναμη σέ ὅσους κάθε φορά θεωρεῖ ἀρίστους». Φυσικά, τούτη ἡ ἀληθινά ἀριστοκρατική ἀντίληψη γιά τήν ἐκχώρηση ἐξουσιῶν σέ ἀντιπροσώπους ἔρχεται σέ εὐθεία ἀντίθεση μέ τά δηλητηριώδη ἰδεολογικά νέφη πού σκορπίζουν οἱ εμπροσθοφύλακες τῆς παρακμῆς, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τήν ἀριστεῖα «ρετσινιά».

Ἡ συνεκτική οὐσία ποῦ διατηρεῖ τήν ψυχή, τό πνεῦμα καί τήν ἁπτή πραγματικότητα τῶν Ἀθηνῶν συμπαγή καί ἀκατάβλητα στίς δοκιμασίες τῶν περιστάσεων, στίς ἐχθρικές ἐπιδρομές καί στούς
ἐμφυλίους πολέμους εἶναι ἡ κοινή καταγωγή τῶν πολιτῶν της. Ἡ πλατωνική ἀντίληψη γιά τήν πολιτική ἀλλά καί γιά τήν ἐσωτερική συγκρότηση τῶν ἀνθρώπων ἔτεινε πρός τήν πλευρά τῆς ποικιλομορφίας, πού ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ὁμοιογένειας.
Δηλαδή, ἕνα σύνολο πού ἔχει κοινή καταγωγή μπορεῖ μόνο του νά ταξινομήσει, νά ἱεραρχήσει, νά θεσμίσει καί νά οἰκοδομήσει μία πόλη, καί νά διαμορφώσει ἕνα σχεδόν ἰδανικό πολίτευμα.
Ἀκριβῶς ὅπως λειτουργοῦν οἱ οἰκογένειες. Ἕκαστος καί ἑκάστη ἔχουν τόν ρόλο τους, ἀλλά ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια καί τό στέρεο ἠθικό ὑπόστρωμα, πάνω στό ὁποῖο στηρίζονται, διαμορφώνουν ἕνα τοπίο πολύπλευρο καί ἁρμονικό. Ἡ παρατήρηση γιά τήν… συρραφή ἀνόμοιων κατά τά ἔθη καί τά ἔθνη πληθυσμῶν ὅτι δημιουργεῖ ἀνωμαλίες, μιά καί εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀνώμαλη ἡ ἴδια, καθώς καί ὅτι οἱ ἀντιμαχόμενες ὁμάδες ἐντός τοῦ ἰδίου συνόλου θά ἐπιδιώκουν τήν κυριαρχία καί τόν ἐξανδραποδισμό τῶν ἄλλων ἔχει πολλάκις ἀποδειχθεῖ ὀρθή.
Στους ἀλάνθαστους ἀντιδραστῆρες τοῦ νοητοῦ ἐργαστηρίου τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι ἡ ἰσχύς δέν εἶναι ἀνέφικτη γιά τίς ἐθνικές κουρελοῦδες πού συνασπίζονται, ἀλλά πολιτισμό, ἤθη καί θεσμούς ἄξιους λόγου καί ἀνθεκτικούς στόν χρόνο μποροῦν νά παράξουν οἱ ἐθνικά ὁμοιογενεῖς λαοί.

Σ’ αὐτόν τόν πλατωνικό διάλογο, τό συχνότερα ἐπαναλαμβανόμενο μοτίβο εἶναι ἡ ἀθηναϊκή αὐτοπεποίθηση, πού πιστώνεται στό ἀνόθευτο τῶν Ἀθηναίων ἀπό τά βαρβαρικά καί ἀλλότρια χαρακτηριστικά. «Τόσο λοιπόν σταθερή καί ὑγιής καί ἀπό τή φύση της ἐχθρική πρός τούς βαρβάρους εἶναι ἡ γενναιότητα καί ἡ ἐλευθερία τῆς πόλης, ἐπειδή εἴμαστε γνήσιοι Ἕλληνες καί ἀνόθευτοι ἀπό τούς βαρβάρους» ἀναφέρεται στή συνέχεια (245c) τοῦ κειμένου.

Ὁ βαρβαρισμός γιά τόν Πλάτωνα δέν εἶναι μόνο ἡ πληθυσμιακή ἀλλοίωση τῆς πόλεως, ἀλλά καί ἡ πάσης φύσεως ἐκχώρηση ἑλληνικοῦ πνευματικοῦ χώρου στούς ξένους. Ὁ πολιτισμός δέν ἦταν ἕνα γράμμα κενό, μία ἄψυχη νομική ὑποχρέωση.
Ἡ ἰδιότητα τοῦ πολίτη δέν μποροῦσε νά νοηθεῖ ὡς μία αυτοματοποιημένη διαδικασία, πού καθίστατο ανεπίστροφος μονόδρομος. Ὁ πολίτης ἦταν -κυριολεκτικά- παιδί των Ἀθηνῶν καί κομμάτι τῆς οἰκογένειας ἑνός τόπου ποῦ ἔβαλε σέ ἔριδα* ἀκόμα καί τούς ἴδιους τούς θεούς (237c)!

Ἀθήνα καί πολυπολιτισμός εἶναι δυνάμεις ἀντίρροπες. Στοιχεῖα ἀσύμβατα καί ἐχθρικά μεταξύ τους. Εἴτε τό ἕνα θά ὑφίσταται εἴτε τό ἄλλο.

Οἱ Ἀθηναῖοι, ἄλλωστε, ὅταν βρέθηκαν σέ ὑπέρτερη θέση σέ σχέση μέ τούς Λακεδαιμονίους, ἔκαναν εἰρήνη μαζί τούς, ἐπειδή θεωροῦσαν ὅτι «τούς ὁμοφύλους πρέπει νά τούς πολεμοῦν μέχρι τή νίκη […], ἐνῶ τούς βαρβάρους νά τούς πολεμοῦν μέχρι τήν ἐξόντωση»(242d).

*Η ἀναφορά γίνεται γιά τή διεκδίκηση τῆς προστασίας τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ καί τόν Ποσειδώνα.

ΠΗΓΗ