Μηνύματα με συγκεκριμένους αποδέκτες απέστειλε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας. Και τα μηνύματα αφορούν την κυβέρνηση. Μάλιστα όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά η Εκκλησία αποδέχεται συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος μόνο με την διακομματική επιτροπή της Βουλής και όχι με εκπροσώπους της κυβέρνησης.

Σε ό,τι αφορά τον διαχωρισμό του κράτους με την εκκλησία επισημαίνεται ότι «ουδεμία απαίτηση από την ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων».

Όπως τονίστηκε από τον εισηγητή μητροπολίτη Διδυμοτείχου Δαμασκηνό «οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας είναι υπόθεση πολύπλοκη, ευαίσθητη και πολυδιάστατη».  Η Ιερά Σύνοδος όρισε επιτροπή από έμπειρους μητροπολίτες που θα παρακολουθούν το θέμα.

Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου διασαφηνίζει σε ανακοίνωση της, ότι  «Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως, η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της κυβέρνησης».

Προσθέτει παράλληλα, πως η Εκκλησία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας. Τονίζει, μάλιστα, ότι «δεν γνωρίζει τον όρο “χωρισμός” στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθεί μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, “θάττον ή βράδιον” ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός».

 

Επισημαίνει ότι «ουδεμία απαίτηση από την ΕΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων» και αντιπαραβάλλει ότι «κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ ή κράτος-μέρος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ελεύθερο με βάση τα ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα του να οριοθετήσει τη σχέση του με τα υποκείμενα θρησκευτικά σώματα ή κοινότητες και συγχρόνως να παράγει εσωτερικό-εθνικό δίκαιο καθόλα αποδεκτό και σεβαστό από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Για τον λόγο αυτό, διευκρινίζει, «θρησκευτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αλλά και κρατική μισθοδοσία ή κρατική ενίσχυση της μισθοδοσίας του Κλήρου ή κρατικές επιχορηγήσεις προς τα θρησκεύματα ή μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα προβλέπονται στην νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών».

 

Διάλογος

 

Ακολούθως αναφέρει, ότι «η διαμόρφωση οποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέσεων ως εσωτερική υπόθεση κάθε κράτους-μέλους απαιτεί διάλογο με κύριο άξονα την ιδιοπροσωπία κάθε κράτους-μέλους και μάλιστα όπως αυτή περιγράφεται από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πραγματικότητα και δεν προκαθορίζεται από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κεκτημένο» ενώ συμπληρώνει: «Η Εκκλησία δεν θεωρεί ότι η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου χορηγεί στην Πολιτεία το δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς». Ολοκληρώνει, σε αυτό το σημείο, με την επισήμανση ότι «ούτε φυσικά η μισθοδοσία είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων ούτε χορηγεί στην νομοθετούσα Πολιτεία το δικαίωμα ωμής εισόδου σε εκκλησιαστικά θέματα».

 

Επίσης, υπογραμμίζει ότι «πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι ζήτημα που ρυθμίζει ο νομοθέτης κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα. Αντίθετα, ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

 

Σημειώνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, αλλά ως κοινότητα κλήρου και λαού και ότι «είναι φορέας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συζητεί τα θρησκευτικά του ζητήματα με την κρατική εξουσία, όπως πράττουν και οι συμπολίτες μας άλλων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων θρησκευτικών κοινοτήτων».

 

Μάλιστα, εμφατικά δηλώνει ότι «δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή της, στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας».

 

Αποσαφηνίσει προς την πολιτική εξουσία ότι η αναγνώριση της ιστορικότητας και της ενεργού θρησκευτικής παραδόσεως του ελληνικού έθνους στο άρθρο 3 του Συντάγματος σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά την ισότιμη και πλήρη πρόσβαση κάθε πολίτη ή κατοίκου της Ελλάδας στα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν είναι Έλληνας το γένος ή ορθόδοξος χριστιανός κατά το θρήσκευμα.

 

Εκτιμά πως η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μιας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του.

 

Εν συνεχεία τονίζει, ότι «στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας».

 

Επιθυμία για συνεργασία

 

Εκφράζει την επιθυμία για σχέσεις συνεργασίας με το κράτος «διατηρώντας το νομικό status της. Για τον λόγο αυτό, μπορεί να περιληφθεί “νομοθετική εξουσιοδότηση” στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς τη σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής της».

 

Τέλος, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης, στηρίζει «τη διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2)».

Πηγή