Φαίνεται ότι γενικά, και στην Ελλάδα, συμφωνούμε (οι περισσότεροι τουλάχιστον) με τη άποψη ότι η παχυσαρκία, πέραν του αισθητικού προβλήματος, υπονομεύει άσχημα την υγεία και δημιουργεί σοβαρά πρακτικά ή και ψυχολογικά προβλήματα στο άτομο. Υπάρχουν, βέβαια, και οι απολύτως αδιάφοροι που αποφασίζουν να ασχοληθούν με το πρόβλημα μόνο όταν υποχρεώνονται από κάποια πάθηση, με αμφίβολα, πλέον αποτελέσματα.

Στη συνέχεια χωριζόμαστε σε δύο κατηγορίες. Στη μερίδα του πληθυσμού που καταφέρνει να αμύνεται στην παχυσαρκία με τα όπλα που πρέπει, και στη μερίδα που πασχίζει ατελέσφορα. Επιδίδεται σε άσκηση, περιοδικά, υιοθετεί ορισμένες διαιτολογικές συμβουλές, αλλά κατά σύστημα ηττάται και επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης.

Φαίνεται ότι δεν έχουμε καταφέρει, ως οικογένεια, κοινωνία και σύστημα, να εμφυτεύσουμε την κατάλληλη αντίληψη ήδη από την κατάλληλη ηλικία, που θα επιβάλλει στα άτομα σχεδόν μηχανιστικά κανόνες διατροφής που θα αποτρέπουν την πρόσληψη υπερβάλλοντος βάρους. Χρειαζόμαστε μια αντίληψη που θα αποσυνδέει, κατά το δυνατόν, τη διατροφή από τα εργαλεία που θα προσφέρουν αντισταθμίσματα στα μαθητικά, επαγγελματικά, οικογενειακά, προσωπικά άγχη.

Η συζήτηση, ατυχώς, γίνεται σε άκαιρη στιγμή. Ο περισσότερος κόσμος τρέχει και δοκιμάζεται. Δεν έχουμε την ψυχική ηρεμία που απαιτεί μια τέτοια ενδοσκόπηση. Στην Ελλάδα η υπερκατανάλωση παχυντικών τροφών φτάνει να θεωρείται πράξη αντίστασης ή «δήλωση πολιτισμικής ταυτότητας», κάτι ανιστόρητο: Οι Έλληνες ήταν πάντοτε μετρημένοι και λιτοδίαιτοι και χλεύαζαν, από εποχής Αριστοφάνη, τη χυδαία λαιμαργία. Η αίσθηση έλλειψης και η βουλιμία είναι μεταγενέστερα απωθημένα.

Η παχυσαρκία, όμως, σκοτώνει, επιβαρύνει την ποιότητα ζωής, στερεί την ευχαρίστηση, παραδειγματίζει άσχημα τα νέα παιδιά, και βέβαια χτυπά ποικιλοτρόπως το σύστημα υγείας και ασφάλισης και την οικονομία. Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ, όταν τελειώσει με το φύλο των 15χρονων, πρέπει να ρίξει βάρος στο θέμα. Όχι άλλη ελαφρότητα με την παχυσαρκία.