Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με έκπληξη αντιμετωπίζει η αγορά τις πληροφορίες που θέλουν γνωστά ονόματα της επιχειρηματικής σκηνής να έχουν ανοίξει θέμα διαγραφής μετοχοδανείων εκατομμυρίων ευρώ από τις τράπεζες επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν το θολό τοπίο στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Αφορμή για το θόρυβο που έχει προκληθεί το τελευταίο διάστημα, είναι η απαίτηση μεγαλοεπιχειρηματία από συστημική τράπεζα να του διαγράψει πλήρως δάνειο που έλαβε στο παρελθόν και έχει ήδη υποστεί «κούρεμα». Το θέμα έχει φτάσει μέχρι τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη, καθώς στη συγκεκριμένη υπόθεση εκατοντάδες εκατομμύρια φέρονται να έχουν διαγραφεί, με τον λογαριασμό να μεταφέρεται στην τσέπη των Ελλήνων φορολογούμενων.
Αν, μάλιστα, επαληθευτεί η πληροφορία ότι σε μία και μόνο περίπτωση μεγαλοεπιχειρηματία το ποσό που διαγράφηκε αγγίζει τα 400 εκατ. ευρώ, γίνεται αντιληπτό ότι το ζήτημα αποκτά άλλες διαστάσεις.
Εύλογα ερωτήματα δημιουργούνται, λοιπόν, από περιπτώσεις μεγαλοεπιχειρηματιών που κατάφεραν όχι μόνο να τύχουν πολύ ευνοϊκών ρυθμίσεων αποπληρωμής για μετοχοδάνεια, αλλά να τα βγάλουν από πάνω τους επιτυγχάνοντας τη διαγραφή τους, και να τα φορτώσουν σε όλους εμάς μέσα από τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις.
Γίνεται ένας επιχειρηματίας να παίρνει δάνειο από μία τράπεζα για να συμμετάσχει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, με ενέχυρο μετοχές, στη συνέχεια να μην πληρώνει το δάνειο και αφού απαξιώνονται οι μετοχές, να ζητάει από την τράπεζα να του διαγράψει το δάνειο;
Θα πει κανείς όλα γίνονται, ειδικά στην Ελλάδα, όμως όταν μέσα στην κρίση οι φορολογούμενοι έχουν δώσει πάνω από 50 δισ. ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών, τότε το θέμα ξεπερνάει τα όρια της θεωρητικής επίρριψης ευθυνών και γίνεται πραγματικά σοβαρό . Πόσα δάνεια έχουν τελικά διαγραφεί και σε ποιους; Ποιος είναι ο λογαριασμός που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι για να δουν ορισμένοι «ισχυροί» τα χρέη τους να σβήνονται;
Οι κακοπληρωτές μεγαλοεπιχειρηματίες φέρονται να «αξιοποιούσαν» για χρόνια τις σχέσεις συμφερόντων που τους επιτράπηκε να διατηρούν με τις τράπεζες και ασκούσαν πιέσεις για διαγραφές. Συνηθισμένοι σε «διευκολύνσεις» βρήκαν την ευκαιρία με αυτό τον τρόπο να πληρώσουν άλλοι τα δικά τους «σπασμένα».
Διότι για να διαγραφούν δάνεια χρειάζεται οι τράπεζες να έχουν σχηματίσει τις απαιτούμενες προβλέψεις, δηλαδή να βάλουν κεφάλαια στην άκρη γι’ αυτό το σκοπό. Τα κεφάλαια δεν έπεσαν από τον ουρανό αλλά δόθηκαν κυρίως από τους φορολογούμενους για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα σε τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης.
Αν όλα αυτά ισχύουν το θέμα που ανοίγει είναι πολύ μεγάλο και σίγουρα θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι ήδη έχουν γίνει συγκεκριμένες ενέργειες από τις αρμόδιες Αρχές για να αποτραπούν ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον.
Τι θα γίνει όμως με τα δάνεια που έχουν ήδη διαγραφεί; Τα δάνεια που όλοι οι φορολογούμενοι έχουμε ήδη πληρώσει;
Και τέλος, πόσες πιθανότητες έχει ένας ιδιώτης να ποντάρει σε ένα «safe bet»; Διότι η τακτική που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να την επιλέξει οποιοσδήποτε, τότε τα πράγματα είναι εύκολα για όλους. Μπορούμε να απευθυνθούμε σε μία τράπεζα να δανειστούμε χρήματα για να αγοράσουμε μετοχές και αν αυτές κινηθούν ανοδικά, τότε ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Αποπληρώνουμε το δάνειο, παίρνουμε το κέρδος και όλα καλά. Αν όμως οι μετοχές υποχωρήσουν, πόσο μάλλον αν σχεδόν μηδενιστούν, τότε χρήματα για την αποπληρωμή του δανείου δεν υπάρχουν. Αν, ωστόσο, η τράπεζα διαγράψει αυτό το χρέος, τότε πάλι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Εξαρχής ήταν ένα ποντάρισμα μηδενικού ρίσκου.
Αυτά τα… πονταρίσματα μηδενικού ρίσκου ορισμένων μεγαλοεπιχειρηματιών για πόσα χρόνια ακόμη θα τα πληρώνουμε; Πόσα από τα 50 δισ. ευρώ που βαραίνουν τις επόμενες γενιές αντιστοιχούν σε διαγραφές δανείων που στην ουσία δόθηκαν με στόχο την κερδοσκοπία;