Του Χρήστου Χωμενίδη
“Ο λαός δεν ξεχνά τί σημαίνει Δεξιά!” Το σύνθημα που λάνσαρε ο Ανδρέας Παπανδρέου αυτοπροσώπως κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1981 έπιασε τόσο, ώστε δονούσε τις μάζες επί μία και πλέον δεκαετία.
Τι σήμαινε όμως Δεξιά για τον Έλληνα της εποχής εκείνης;
Σήμαινε τον δεσποτισμό και τη σκαιότητα του χωροφύλακα και του αστυφύλακα, ο οποίος -θεωρώντας τον ίδιον τον εαυτό του νικητή του Εμφυλίου- διαιρούσε τους πολίτες σε δύο κατηγορίες, στους “εθνικόφρονες” και τους “εαμοβούλγαρους”. Εάν δεν διέθετες το διαβόητο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ήσουν ανεπιθύμητος στη δημόσια διοίκηση, δυσκολευόσουν να σπουδάσεις, ακόμα-ακόμα και να αποκτήσεις άδεια κυνηγού.
Σήμαινε την υποκριτική σεμνοτυφία των κατηχητικών, τη μισαλλοδοξία των παραχριστιανικών οργανώσεων, το ανατριχιαστικό εκείνο “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια” που έριχνε στο πυρ το εξώτερον όποιον επιθυμούσε -ή δεν μπορούσε παρά- να διαφέρει από τον μέσο όρο.
Δεξιά δεν ήταν η εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για την οποίαν επιστράτευσε τα πιό φωτισμένα μυαλά της εποχής του, τον Δοξιάδη και τον Πικιώνη, τον Αλέξη Σολωμό και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Δεξιά ήταν ο μηχανισμός ο οποίος επιστρατευόταν στις μεταπολεμικές εκλογές, τα τμήματα των ένστολων ψηφοφόρων, τα επεισόδια βίας και νοθείας που συχνά καταγράφονταν.
Δεξιά ήταν ο ρεβανσισμός που έστειλε το 1945 στον αγύριστο, με το πλοίο “Ματαρόα”, τον αφρό της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Νίκο Σβορώνο, τον Κώστα Αξελό και τον Ανδρέα -γιό του Δημήτρη- Γληνό, ο οποίος διέπρεψε ως γιατρός ερευνητής στην Αμερική.
Δεξιά ήταν το ζοφερό κράτος του παπά, του ενωμοτάρχη και του τσέλιγκα. Δεξιά ήταν τα μονότονα εμβατήρια, η εμμονική επίκληση ενός προαιώνιου δήθεν κλέους, η πολιτιστική καχεξία και ο τρόμος απέναντι σε οτιδήποτε το νεωτερικό. Από τα ποιήματα των σουρρεαλιστών μέχρι τις μίνι φούστες των μαθητριών.
Αυτή τη Δεξιά χαστούκισε ο Μικ Τζάγκερ στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στο πρόσωπο ενός φουκαρά μπάτσου ο οποίος δοκίμασε να απαγορέψει στους Ρόλινγκ Στόουνς να πετάνε γαρύφαλλα στις κερκίδες. Κι αυτή η Δεξιά -στην πιό ακραία έκφανσή της- επιβλήθηκε, λίγες ημέρες αργότερα, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Και καταλήξαμε έτσι να έχουμε, δίκην πρωθυπουργού, τον παραληρηματικό Γεώργιο Παπαδόπουλο, με τον Στυλιανό Παττακό στο πλευρό του να επιπλήττει όσους πετούσαν τα αποτσίγαρά τους στο πεζοδρόμιο…
Η Δεξιά στην Ελλάδα δεν είχε τόσο να κάνει με το κοινωνικοικονομικό σύστημα.
Υπήρχαν δεξιοί κρατιστές, πιό απόλυτοι στις πεποιθήσεις τους και από τον πιό σκληροπυρηνικό σοσιαλιστή. Γιατί; Διότι μέσω του κράτους μπορούσαν να εξυπηρετούν και να διορίζουν και να διατηρούν έτσι την ισχύ τους.
Υπήρχαν επίσης επιχειρηματίες που έρρεπαν προς τη σοσιαλδημοκρατία. Κι ακόμα περισσότεροι επιχειρηματίες, οι οποίοι προσελάμβαναν αριστερούς υπαλλήλους, κέρδιζαν την ευγνωμοσύνη τους και αξιοποιούσαν τα προσόντα τους.
Δεξιά στην Ελλάδα σήμαινε ό,τι επιγραμματικά είπε ο Πέδρο Αλμοδόβαρ για την Ισπανία του Φράνκο: La mala educacion. Η κακή παιδεία.
Ο Θεός -αν υπάρχει- είναι μέγας φαρσέρ. Δύο γενεές αργότερα, όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής Δεξιάς εκφράζονται από την “Πρώτη Φορά Αριστερά”.
Από πού να ξεκινήσω; Από τη δυσανεξία στην απροκατάληπτη γνώση και στην αριστεία; Από το λιβάνισμα με ψευδεπίγραφους μύθους – τότε το “Περνάει ο Στρατός της Ελλλάδος Φρουρός”, σήμερα τα αντάρτικα; Από τη δημιουργία ενός εσμού φανατισμένων που ομνύουν στο “ηρωικό” δημοψήφισμα του 2015, όπως όμνυαν κάποιοι άλλοι στην εθνοσωτήρια “επανάστασι”; Από τις απόπειρες ελέγχου τις πληροφόρησης, την κωμικοτραγική μετάλλαξη της ΕΡΤ σε ΥΕΝΕΔ του 21ου αιώνα; Από την αγωνία χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, πότε με αυξήσεις στους δικαστικούς, πότε με βόμβες;
Η “Αριστερά” του παρόντος είναι η Δεξιά του απώτατου παρελθόντος.
Δύο αντιλήψεις σπαράσσονται, επί της ουσίας, από το 1821, αν όχι και ενωρίτερα. Εκείνη των ανοιχτών συνόρων, του κοσμοπολιτισμού, του επιχειρείν και της καινοτομίας. Και εκείνη της “μικράς πλην εντίμου πατρίδος”, της εσωστρέφειας και της προγονολατρείας.
Η μία αντιλαμβάνεται την Ελλάδα σαν καραβάκι, που χτυπιέται ανηλεώς από τα κύματα πλην ποντοπόρο αρμενίζει στους ωκεανούς. Η άλλη σαν χερσοχώραφο -τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι- που μετά βίας, κρώζοντας και επαιτώντας, υπερασπίζεται τα κεκτημένα του.
Η πρώτη ενσαρκώθηκε ιδανικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και υπέγραψε το 1920 τη Συνθήκη των Σεβρών, που καθιστούσε την Ελλάδα δύναμη ισχυρότερη από την Ιταλία της εποχής. Η άλλη προκάλεσε το “μαύρο ’97” και -εικοσιπέντε χρόνια αργότερα- τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τρία βήματα εμπρός, δυό βήματα πίσω. Αυτή είναι η Ιστορία μας.
“Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά!” θα φωνάζουν τα πλήθη στις ερχόμενες εκλογές. Δίχως να υποψιάζονται -αλοίμονο- ότι η Αριστερά κάποτε εξέφραζε, στριμωγμένη στον τοίχο, τους ανοιχτούς ορίζοντες.
Πρακτικά ίσως να έχει τη μικρότερη σημασία, συναισθηματικά όμως πληγώνει αφάνταστα: Η σημερινή κυβέρνηση θάβει κάτω από τα σκατά της “Το Καπλάνι της Βιτρίνας”. Και “Τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου”.
Κάποιοι από τον λαό δεν ξεχνούν…
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: http://www.capital.gr