Τα χτυπήματα από το σάπιο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα είναι αλλεπάλληλα και στοχεύουν ολοένα στα καίρια σημεία, που θα αλλοιώσουν εντελώς το ήθος και την ιδιομορφία του λαού.
Ο επιδιωκόμενος διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, οι αλλαγές που οδήγησαν στην ουσιαστική κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, το νομοσχέδιο και οι συζητήσεις για το μπέρδεμα και την αδιανόητη μείξη των φύλων και μάλιστα από την παιδική ηλικία, το ζήτημα της ευθανασίας, η ελεύθερη (πλέον) δημιουργία αποτεφρωτηρίων και ένα σωρό άλλα ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα έχουν προβληματίσει την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων.
Αν συνυπολογίσουμε και τα ισχύοντα μείζονα εθνικά ζητήματα, που χρονίζουν αλλά δεν πρόκειται να βρουν θετική λύση, αλλά και τα επερχόμενα δεινά με κορυφαίο όλων τις αναμενόμενες προσυμφωνηθείσες και προαποφασισμένες γεωπολιτικές αλλαγές, είναι εύκολο να καταλάβουμε πως η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.
Η Πατρίδα μας βρίσκεται μία ανάσα από το να αλλάξει οριστικά σε σχέση με το πώς την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα και πώς την παραλάβαμε από τους Πατέρες μας.
Οδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο να μετατραπεί σε μία ακόμα Φράγκικη επικράτεια στον χάρτη της νέας Ευρώπης, που δεν θα περιλαμβάνει κράτη αλλά επαρχίες υπό μία ενιαία κυβέρνηση.
Ωστόσο, παρά τον προβληματισμό των πολλών και παρά την ανησυχία -που εκφράζουν λιγότεροι αλλά περισσότερο σκεπτόμενοι πολίτες- δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ουσιαστική αντίδραση.
Το μόνο που διακρίνεται εμφανώς είναι η τυχοδιωκτική και η καιροσκοπική προσπάθεια ορισμένων, που εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να επιτύχουν τις μικρονοϊκές προσωπικές φιλοδοξίες τους και να προωθήσουν τις μικροσκοπικές και ασήμαντες προσωπικές agendas τους.
Το ερώτημα προς όλους αυτούς είναι ένα: Ας υποθέσουμε πως κατάφερες να γίνεις πρωθυπουργός, υπουργός, βο(υ)λευτής, αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος, ποιμενάρχης, κομματάρχης, στρατάρχης ή ό,τι άλλο ονειρεύεσαι.
Σε τι θα σε ωφελήσει ή πώς θα το αξιοποιήσεις όταν γύρω σου δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο παρά η καμένη γη που εσύ έκαψες για να πετύχεις τον ποταπό σκοπό σου;
του Μανώλη Βολουδάκη