Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Αυτή υπήρξε βεβαίως η ακριβής (βαθύτατα ποιητική και μεγαλειωδώς ανατριχιαστική) διατύπωση της τελευταίας μεγάλης άρνησης που ειπώθηκε από επίσημο στόμα στον ελλαδικό χώρο και την οποία τιμήσαμε πάλι (θεωρητικά τουλάχιστον) πριν από λίγες ημέρες. Και αυτή ήταν η ακριβής απαρχή του έπους που έγραψε με το αίμα της η τελευταία γενιά Ελλήνων που υπήρξε στην Ιστορία. Ακριβώς δηλαδή λίγο πριν την έναρξη της τελικής φάσης της οριστικής τους μετάλλαξης.
Αυτό το γεγονός, το αίμα που χύθηκε τότε πάνω στα αλβανικά βουνά (αλλά και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της απάνθρωπης Κατοχής), ήταν η τελευταία μαζική πράξη αντιστάσεως του πάλαι ποτέ λαού της αντιστάσεως, το κύκνειο τουτέστιν άσμα του, στη μέση μιας πορείας που είχε βεβαίως δρομολογηθεί αρκετά πριν. Μιας πορείας εκποιητικού εκσυγχρονισμού και πολιτισμικής εκπόρνευσης.
Η τελευταία του πράξη, λίγο πριν υποταχτεί εκουσίως και σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν πια στα σκουπίδια. Οκτώ σχεδόν δεκαετίες πλέον αργότερα, απομείναμε παραδομένοι στην παρακμή και την ασυναρτησία, τυφλοί και αμνησιακοί, να ακούμε λόγια για έργα του παρελθόντος, που δείχνουν να είναι όμως πια πολύ μακριά από μας, ώστε να μπορούν πραγματικά να μάς αγγίξουν.
Πώς να ακουστεί δηλαδή πια στ’ αυτιά σου η λέξη «αυταπάρνηση» στους καιρούς της απόλυτης αποθέωσης του ψυχωτικού ατομοκεντρισμού; Και πώς ν’ ακουστεί στους καιρούς της βαριάς κατάθλιψης η λέξη «ηρωισμός»; Ή στους καιρούς του υστερικού μηδενισμού η λέξη «πίστη»; Νευρωτικά υποχείρια πλέον του Τίποτε, κενά και θλιβερά σαρκία, που απέμειναν να περιφέρονται δίχως νόημα και σκοπό και να προσκυνούν είδωλα.
Μία άχρωμη, συρφετώδης και βαθέως υπνώττουσα ανθρωπομάζα, που κατ’ ουσίαν αναμένει πια μόνο την ώρα που ως σκέτος χους εις σκέτον χουν απελεύσεται – και που το μόνο όνειρο που της απέμεινε πλέον είναι να διατηρήσει, παντί τω τρόπω και παντί τω τιμήματι, για λίγο ακόμη μέσα σε μια στερνή ψευδαίσθηση απατηλής ευμάρειας το πανάθλιο σαρκίο της.
Και βέβαια, ακόμη κι αν κάτι πάει κάποια στιγμή ν’ αναρριπίσει μέσα σου, αυτός ο τόπος πια δεν το αφήνει. Αυτός ο τόπος, που εδώ και πολλά χρόνια τον λυμαίνονται γονυκλινείς ριψάσπιδες, γελοίες και φοβικές πολιτικές καρικατούρες, πλανεμένοι ιεράρχες, πουλημένα δημοσιογραφούντα τομάρια, γραικύλοι ψευτοκουλτουριάρηδες, ελεεινoί κουκουλοφόροι νεοταξίτικοι στρατοί κι έτερες φασίζουσες μειοψηφίες «δικαιωματάδων» υπερασπιστών της κάθε διαστροφής, σε τραβάει πια συνεχώς προς τα κάτω, δεν σε αφήνει να ξαναβγείς στο φως.
Με την τεχνητή εμπλοκή στα αγχωτικά γρανάζια του συνεχώς μειούμενου μεροκάματου, με την απειλή της οικονομικής κατάρρευσης, με τη χυδαία ηλιθιότητα των βοθροκάναλων, με τη φασιστική ιδεολογική τρομοκρατία μιας ψευδεπίγραφα «προοδευτικής» και μηδενιστικής πλέμπας, που εξεμεί τη φωταδιστική της υστερία ενάντια σε κάθε τι το αυτονόητο και καθυβρίζει χυδαία κάθε τι το αυθεντικό.
Αυτός ο τόπος πια έχει ταχθεί για να σε βουλιάζει αδυσώπητα, κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο πολύ, μέσα στον αφόρητα βρωμερό του βούρκο.
Αλλά και γιατί άραγε να μην είναι έτσι; Γιατί δηλαδή ετούτο το βύθιο σύγχρονο μικροελλαδίτικο Μηδέν θα έπρεπε να έχει να επιδείξει κάτι καλύτερο στη θλιβερή βιτρίνα του; Αφήστε τώρα τους λίγους που – κόντρα στη «λογική» και το ρεύμα των Καιρών – μπορούν και μας κρατάνε ακόμα στη ζωή, ζώντας αυτεξουσίως οι ίδιοι σε κάποιες «φυλακές» (στα μοναστήρια ή στον κόσμο), ως «ελεύθεροι κι ωραίοι».
Εγώ σας μιλώ για τη βιτρίνα. Τέτοιοι δεν μας άξιζαν δηλαδή και εκκοσμικευμένοι κληρικοί και προδότες πολιτικοί κι εξωνημένοι διανοούμενοι και διεφθαρμένοι δικαστικοί και ανελλήνιστοι δάσκαλοι κι αντίχριστοι ακαδημαϊκοί και κλέφτες έμποροι και αλήτες μεγαλοεργολάβοι; Τέτοιοι και χειρότεροι.
Ανύπαρκτοι συλλήβδην επί ανυπάρκτων, μηδενικά επί μηδενικών και σκύβαλα επί σκυβάλων. Πού το παράξενο συνεπώς; Σαρξ εκ της σαρκός ημών – όλοι τους.
Τρεις συνεχόμενες γενεές εκμαυλισμένων ελληνέζων ώδινον – και είναι κάμποσα χρόνια τώρα που φυσιολογικά πλέον γεννοβολούν προς κάθε δυνατή κατεύθυνση τα ποικιλόμορφα τερατώδη κυήματά τους.
Alors, c’est la guerre. Πόλεμος λοιπόν. Πάντοτε ανατριχιαστικά μεγαλειώδες, κενό πλέον ωστόσο, φοβάμαι, παντός νοήματος. Και αν πάντως δεν είναι, απομένει να αποδειχθεί.
Προς τα πού όμως να το πρωτοπείς οκτώ σχεδόν δεκαετίες αργότερα, οκτώ δεκαετίες αλαλάζουσας βλακείας, εξουθενωτικής αμνησίας και έρπουσας υποταγής;
Οκτώ δεκαετίες, που μάθαμε μονάχα να πιθηκίζουμε κομπλεξικά, ψελλίζοντας «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες», να μηρυκάζουμε ενδοτισμούς και κρετίνικες ονειρώξεις ευμάρειας ή να ψιθυρίζουμε μιθριδατικά «δεν βαριέσαι» και «δεν πειράζει»;
Πώς να ξαναπείς τελικά κάτι τόσο αυτονόητο ίσως, που όμως πολύ απλά πρέπει να το φωνάξεις, γιατί από την ίδια του τη φύση ασφαλώς δεν μπορεί να προφερθεί δια ψιθυρισμού;
Οι Μήδοι είναι πάντα εδώ – και επιχειρούν να διαβούνε. Βρίσκονται έξω από τα σύνορα, βρίσκονται εντός των τειχών, βρίσκονται και μες στους ίδιους τους εαυτούς μας.
Έχει απομείνει άραγε κάποιο γονίδιο ζωντανό, κάποια έστω απλή ανάμνηση, από εκείνη τη στερνή γενιά των αυθεντικών Ελλήνων;