Εδώ και δεκαετίες, η «συζήτηση» για τον προϋπολογισμό αποτελεί μια κλειστή κοινοβουλευτική διαδικασία, απολύτως φορμαλιστική. Ετσι συμβαίνει και φέτος, με τον προϋπολογισμό που καταθέτει μια κυβέρνηση της Αριστεράς· και που φιλοδοξεί να σηματοδοτήσει την ανάδυση της χώρας από την κόλαση μιας βίαιης εσωτερικής υποτίμησης.
Το προσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε υποτίθεται ότι επιχειρεί να διευρύνει τη «συζήτηση». Στην πραγματικότητα, αυτή παραμένει οριοθετημένη στον χώρο των «ειδικών»: συμμετέχουν οικονομικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες, κομματικά στελέχη, τα γεράκια του ΣΕΒ και ορισμένες άλλες «θεσμικές» οντότητες, περιορισμένης κοινωνικής νομιμοποίησης.
Δεν συμμετέχουν οι πολίτες· δεν συμμετέχουν οι μισθωτοί, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι παρίες. Σ’ αυτούς θα προσφερθούν απλώς διάφορες εκλαϊκευτικές εκδοχές που επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν τα δυσνόητα, τις αμφισημίες, τους αριθμούς· και βεβαίως, όπως το επιτάσσει η τελετουργία, θα τους προσφερθούν οι συνήθεις παραμυθίες ή ιερεμιάδες των κομμάτων περί του μέλλοντός τους.
Οι κοινοί άνθρωποι θα ακούσουν. Θα ελπίσουν ίσως, θα θυμώσουν ή θα σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους. Αλλά δεν θα μιλήσουν. Δεν θα ακουστούν. Οπως πάντα, ο διάλογος αποτελεί ένα προνόμιο των ελίτ. Προνόμιο ενός πολιτικού συστήματος που αναζητά τους λόγους της αστάθειας και την προοπτική της σταθερότητάς του παντού, εκτός από την αποξένωσή του από την κοινωνία.
Αλλά ο προϋπολογισμός δεν είναι τεχνικό/οικονομικό κείμενο μεγεθών και αριθμών. Είναι το πολιτικό και προγραμματικό σχέδιο για τις επιλογές και τις πρακτικές της κυβέρνησης για έναν ολόκληρο χρόνο. Συμπυκνώνει τους κοινωνικούς συσχετισμούς εντός και εκτός του κράτους. Και επομένως η σημασία μιας οργανωμένης δημόσιας, αδιαμεσολάβητης συζήτησης με τους πολίτες, ώστε να καταγραφούν γνώμες, αντιρρήσεις, αγωνίες που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα είναι παραπάνω από προφανής· για την Αριστερά τουλάχιστον.
Ενας «ρεαλιστής» (και τον τελευταίο καιρό οι φωνές του «ρεαλισμού» πληθαίνουν εντός της Αριστεράς με εκθετική τάση) θα μπορούσε βεβαίως να ισχυριστεί ότι αιτήματα όπως το παραπάνω συνιστούν αναχρονισμούς και ιδεοληψίες «παιδικών ασθενειών» της Αριστεράς.
Αλλά τότε θα έπρεπε να υπερασπιστεί και να εξηγήσει αναλυτικά αν και γιατί θεωρεί ως «εκσυγχρονισμούς» της ταυτότητας και της στρατηγικής της Αριστεράς τη ρητορική περί «κανονικότητας», «στρεβλώσεων» και «συναινέσεων» – ιδεολογικές παντιέρες όλων των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων· αν θεωρεί ως «εκσυγχρονισμό» του λόγου της Αριστεράς την επάνοδο στον πραγματιστικό οικονομισμό που λατρεύει ως ιερά τα νούμερα που δείχνουν την οικονομική μεγέθυνση· και που αρνείται να επαναλάβει –έστω και στο επίπεδο της ρητορικής– αυτό που ο Ρόμπερτ Κένεντι είχε επισημάνει το 1968, ότι δηλαδή «το ΑΕΠ μετράει τα πάντα εκτός απ’ ό,τι κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζήσει κανείς».
Να εξηγήσει επίσης γιατί αποτελεί «ρεαλισμό» η όψιμη ανακάλυψη των «δυσμενών συσχετισμών» (άγνωστων, ας πούμε, το 2014). Να εξηγήσει γιατί αποτελεί «ρεαλισμό» η αποδοχή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% και δεν αποτελεί ρεαλισμό η επίγνωση ότι τα πλεονάσματα αποτελούν μηχανισμό αναπαραγωγής της ύφεσης και της λιτότητας· γιατί αποτελεί «ρεαλισμό» το όραμα του Μακρόν για τις εργασιακές σχέσεις ως πανευρωπαϊκό υπόδειγμα· γιατί αποτελεί «ρεαλισμό» η υποκίνηση του κοινωνικού αυτοματισμού εναντίον του ΚΑΣ – έστω και με την προσωρινή αναδίπλωση· γιατί αποτελεί «ρεαλισμό» η διαρκής υπεκφυγή ως προς το αίτημα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αυτονόητη ανάγκη ρεαλισμού στις επιλογές και την πρακτική ενός αριστερού κόμματος που ασκεί τη διακυβέρνηση μέσα σ’ ένα ασφυκτικό, εγχώριο και ευρωπαϊκό πλαίσιο· την ανάγκη ελιγμών, υποχωρήσεων, συμβιβασμών.
Αλλά ο εν λόγω ρεαλισμός αποκτά ένα ορθολογικό νόημα και δικαιώνεται μόνο όταν επαναφέρει και επικαιροποιεί διαρκώς τους δεσμούς μιας πολιτικής που ασκείται εντός της συγκυρίας με τα στρατηγικά και αξιακά προτάγματα του κόμματος· όταν ενισχύει και δεν αποδυναμώνει τους δεσμούς του με τις ζωτικές κοινωνικές αναφορές του. Δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί με την προσφυγή σε ανύπαρκτες αναλογίες ανάμεσα στο σήμερα και την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Δεν έχει ανάγκη από επισημάνσεις του τύπου «ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία» (!) που, σε μια ορισμένη προέκταση, υιοθετούν ως ενδιάμεσο στόχο την κατάκτηση μιας «καπιταλιστικής κανονικότητας», επαναφέροντας τον αναχρονισμό της θεωρίας των σταδίων.
Ο ρεαλισμός της Αριστεράς θα δικαιωθεί τελικά αν αναμετρηθεί με το κεντρικό επίδικο της ιστορικής φάσης: την αποτροπή της ομογενοποίησης του πολιτικού συστήματος στην προοπτική της «μεταδημοκρατίας των συναινέσεων»· την παραγωγή ενός ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού που ανατρέπει από σήμερα και βήμα βήμα όλα εκείνα που καθιστούν την Αριστερά όμηρο του «ρεαλιστικού» ιδεώδους της αέναης προσαρμογής στις απαιτήσεις της σημερινής φιλελεύθερης «νεωτερικότητας της φτώχειας κάθε είδους».
Και που προωθεί τη δραστική αναδιάταξη των κοινωνικών συσχετισμών υπέρ των υποτελών τάξεων, χωρίς την οποία κάθε εγχείρημα αριστερής διακυβέρνησης είναι καταδικασμένο.
Πηγή: https://www.efsyn.gr