Μιὰ μέρα θὰ πεθάνουμε, ὁπωσδήποτε, κανείς μας δὲν γλυτώνει. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅ­παξ ἀ­ποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» ( πρός Ἑβρ. 9,27).

Τί γί­νεται όμως ὁ ἄνθρωπος μετὰ θάνατον;

Ἰλιγγι­ῶ­δες τὸ ἐρώτημα. Τί ἀπάν­τηση θὰ δώσουμε; ποῦ πηγαίνει; Πάνω σ΄αυτό το ερώτημα δίνει απάντηση ο ίδιος ο Χριστός με την αποκαλυπτική παραβολή τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου…

Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας πλούσιος. Εἶχε μεγάλη πε­ριουσία· σπίτια, μέγαρα, ἀμπέλια, χωράφια, ἐλαιῶνες, ὑποστατικά, πλοῦτο ἀμέτρητο. Εἶ­χε ὅλα τ’ ἀγαθά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑ­αυτό του· κοίταζε τί θὰ φάῃ, τί θὰ πιῇ, πῶς θὰ ντυθῇ, πῶς θὰ χαρῇ, τί γλέντι καὶ δι­ασκέδασι καὶ ἔρωτες θ’ ἀπολαύσῃ. Ἦταν ἕ­νας ὑλιστής.

Σύνθημα εἶχε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­­ρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13· Α΄ Κορ. 15,32).

Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο. Νά ἡ ἁ­μαρ­τία ἡ μεγάλη, τὸ «Ἐ­γὼ» τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸν κακίζει κανεὶς για­τὶ ἦταν πλούσιος· σὰν πλούσιος μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ πολλὰ καλά. Κακίζεται γιὰ τὴν ἀ­σπλα­χνία του. «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Θεός».

Κι΄αυτός, μόνο τὸ «ἐγώ» του ἤξερε…
Στὴν αὐλή του όμως ζοῦσε ἕνα ῥάκος ἀνθρώπινης δυστυχίας, ὁ Λάζαρος. Ἦταν ἐκεῖ πεινασμένος, διψασμένος, ἄρρωστος, μὲ πληγὲς ποὺ ἔγλειφαν τὰ σκυλιά. 

Περίμενε ν᾽ ἀνοίξουν τὰ παράθυρα οἱ ὑπηρέτριες καὶ οἱ ὑπηρέται, νὰ τινάξουν τὰ τραπεζομάντηλα καὶ νὰ ῥίξουν τὰ ψίχουλα. Μὲ τὰ ψίχουλα ζοῦσε…

++++++++++++++

Εἶδα κι΄ ἐγὼ κάποτε στὴν Κοζάνη κάτι παρόμοιο. Τώρα τὸ ψωμὶ τό ᾽χουμε ἄφθονο· ἀλλὰ τότε, τὸ ᾽42 – ᾽43, στὴ μεγάλη πεῖνα, πῆγα μιὰ μέ­ρα στὴν ἑ­­στία καὶ βλέπω πρωῒ – πρωῒ ἕνα παιδὶ μελανια­σμέ­νο καὶ ξυπόλητο.

Ἔτρεμε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ σκυμ­μένο κάτω σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε ὅ,τι ψίχουλα εἶχαν πέσει ἀπ’ τὸ συσσίτιο.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λάζαρος. Τέτοιοι «Λάζαροι» ὑπάρχουν πολλοὶ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ εἴ­μεθα κ’ ἐμεῖς σκληροὶ σὰν τὸν πλούσιο.

Ὅταν τὰ Χριστούγεννα ἔρχεται ὁ ἔρανος τὴν «Ἡμέ­ρα τῆς Ἀγάπης», οἱ πολλοὶ λένε· Δὲν ὑπάρχουν φτωχοί… Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει πό­ση δυστυχία ὑπάρχει ἀκόμα.

Ὅποιος ἀμφιβάλ­λει, ἂς ἔρθῃ νὰ τοῦ δείξω τὰ σπίτια ποὺ ζοῦν οἱ «Λάζαροι». Δὲ γογγύζουν, δὲν ἐπαναστατοῦν, δὲ βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητιανέψουν. Ὑπάρχουν. Τοὺς ξέρει ἡ Ἐκκλησία.

Τί θὰ πῇ Λάζαρος; Εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ ἔ­χει κι΄αυτή την σημασία της. Σημαίνει «Ἔχει ὁ Θεός», ἔχε ἐμ­πιστοσύνη σ’ αὐτόν, ὅπως λέει ὁ ποιητής·

«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου
ποῦ ν’ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».

Ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς, εἶσαι Χριστι­­ανός· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, δὲν εἶσαι τίποτα.

Περπατοῦσα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω στὸ δρόμο ἕνα καροτσάκι μὲ τὴν ἐπιγραφή· «Ἔχει ὁ Θεός». Τὸ κινοῦ­σε ἕ­νας ποὺ που­λοῦσε πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια. Τὸν πλη­σίασα καὶ μοῦ ᾽πε τὴν ἱστορία του. Ἦ­ταν Πόν­τιος πρόσφυγας, πατέρας μὲ ἑπτὰ παι­διά. Πιστεύω στὸ Θεό, λέει· σηκώνομαι τὸ πρωΐ, κάνω τὸ σταυρό μου, ξεκινῶ μὲ τὸ καροτσάκι, κ’ ἔτσι βγάζω τὸ ψωμί μου. Νά ἕνας ἀκόμη Λάζαρος.

Καὶ πῶς τελειώνει ἡ παραβολή; Πέθαναν, λέει, καὶ οἱ δύο, ὁ Λάζαρος καὶ ὁ πλούσι­ος. Ἀλλὰ τότε συνέβη κάτι φοβερό· δὲν ὑ­πάρχει Σαίξπηρ καὶ Δάντης νὰ τὸ περιγρά­ψῃ. Ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ πλουσίου, ποὺ ὣς τότε ἦταν κλειστά, καὶ εἶδε ἕναν ἄλλο κόσμο ποὺ δὲν τὸν περίμενε. Βρέθηκε στὴν κόλασι καὶ ἐκαίε­το.

Καὶ ἀπέναντι, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, μέσα στὸν Παράδεισο του Θεού, εἶδε τὸ Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀ­βραὰμ τὸν ἐλεήμονα. Καὶ φωνάζει·

―Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μὲ δροσίσῃ μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, γιατὶ ὑποφέρω. Ὁ Ἀβρα­ὰμ τοῦ λέει·

―Αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· μᾶς χωρί­ζει «χάσμα μέγα» (Λουκ. 16,26).

―Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τον τοὐλάχιστον στὴ γῆ. Ἔχω πέντε ἀ­δέρφια, ποὺ ζοῦν ὅπως ζοῦσα κ’ ἐγώ, νὰ τοὺς πῇ ὅτι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος.

―Ἔχουν τὸ Μω­ϋσῆ καὶ τὰς Γραφάς, ἂς τοὺς ἀκούσουν.

―Ὄ­χι, κύριε, λέει· ἂν κάποιος ἀναστηθῇ ἀπ’ τοὺς νεκροὺς θὰ πιστέψουν. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει·

―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τὰς Γρα­φάς, οὔτε κι ἂν ἀκόμα ἀναστηθῇ νεκρὸς θὰ πιστέψουν.

* * *

Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶνε ἀ­θάνατος καὶ ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.

―Μὰ ποιός τὰ εἶδε αὐτά, τὸν ἄλλο κόσμο;

Αὐτὸ ζητᾷς; Ζητᾷς νὰ δῇς; Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι πολλὰ πράγματα, ἐνῷ δὲν τὰ εἶ­δες, τὰ πιστεύεις. Ποιός ἀπὸ μᾶς λ.χ. πῆγε στὸ Βόρειο Πόλο, στοὺς Ἐσκιμώους, στὴν Ἀ­φρική, στὴν Ἰαπωνία, στὴν Αὐστραλία;

Κι ὅ­μως πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, δὲν ἀμφιβάλλουμε, εἴμαστε βέβαιοι. Διότι τὰ εἶδε κάποιος δικός μας καὶ μᾶς βεβαιώνει. Καὶ γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ λοιπὸν βεβαιώνει ὁ ίδιος ο Χριστός.

Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Τὸ πιστεύεις; εἶ­σαι Χριστιανός. Δὲν τὸ πιστεύεις; μὴν κορο­ϊδεύεις τὸ Θεό· οὔτε ἐκκλησία νά ᾽ρχεσαι, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Ἡ ἐκκλησία εἶνε γιὰ τοὺς πι­στούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτ). Πιστεύεις; Ἔλα.

Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ὁ Χριστιανισμός, ἀ­πὸ μπουλούκια…

Πιστοὺς μόνο θέλει. Γι’ αὐτὸ κάθε φο­ρὰ στὴ θεία λειτουργία, στὸ τέλος τοῦ Συμβό­λου τῆς πίστεως, λέμε· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰ­ῶνος· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Αὐτὰ διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ φρόνημα νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε σωστά στὸν κόσμο, τὸ μικρὸ αυτό διάστημα χρόνου τοῦ βίου μας πού μάς αναλογεί…Αμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ΠΗΓΗ