Με την ολοκλήρωση του Τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα θα είναι η τελευταία χώρα της ευρωζώνης, από τις τέσσερις που προσέφυγαν σε αναγκαστικό δανεισμό, που θα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Ετσι, έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας της ελληνικής οικονομίας.

Η κυβέρνηση έχει διακηρύξει ότι στοχεύει στην «καθαρή έξοδο». Ετσι, στις επόμενες εκλογές, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. θα μπορούν να ισχυριστούν ότι οδήγησαν τη χώρα έξω από την εποπτεία των μνημονίων, χωρίς τις δεσμεύσεις που θα συνεπαγόταν η έξοδος μέσω προσφυγής σε κάποια προληπτική γραμμή πίστωσης.

Η «καθαρή έξοδος» μπορεί να διασφαλίζει πολιτικά οφέλη αλλά ενέχει τον κίνδυνο να μην είναι ασφαλής και οριστική.

Η Ελλάδα έπειτα από μια επταετία προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής αντιμετώπισε το μεγάλο πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων που την οδήγησαν στον αναγκαστικό δανεισμό το 2010. Δεν ολοκλήρωσε όμως την αναδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού προτύπου ώστε να ενισχυθεί ο τομέας των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.

Ο κίνδυνος λοιπόν που προδιαγράφεται για τη Ελλάδα είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., μετά την εξασφάλιση μιας «καθαρής εξόδου», να αναστείλει ή να ανατρέψει μεγάλο μέρος των διαρθρωτικών αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν. Αυτό θα αποτρέψει την προσέλκυση αναγκαίων επενδύσεων για την αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις δεσμεύονται από τη συμφωνία της παρούσας κυβέρνησης για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Για τη συνέχεια η Ελλάδα θα δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό θεσμικό πλαίσιο μέχρι να αποπληρώσει το 75% των υποχρεώσεών της.

Με το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας να βρίσκεται στα χέρια των θεσμικών δανειστών η χώρα θα πρέπει να εξασφαλίσει ένα αξιόπιστο μεταπρογραμματικό πλαίσιο. Ετσι, θα δανείζεται από τις αγορές με επιτόκια που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Εξίσου αναγκαίο είναι να ανακοινωθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία θα συνοδεύονται από δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης.

Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει με επιτυχία την τρίτη αξιολόγηση, καθώς και την καταληκτική αξιολόγηση, και να προσφύγει μερικές φορές ακόμη στις αγορές πριν από τον Αύγουστο του 2018 για να δημιουργήσει απόθεμα ρευστότητας.

Παρά τις δυσκολίες επίτευξης του δημοσιονομικού στόχου για το 2018 και τη δυσκολία λήψης απόφασης για την ελάφρυνση του χρέους, ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, φαίνεται ότι όλες οι πλευρές επιθυμούν την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα και αυτό θα διευκολύνει τη λήψη των σχετικών αποφάσεων.

Η ΕΚΤ από την πλευρά της επιτάχυνε την πραγματοποίηση των τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών ώστε αν διαπιστωθεί οποιαδήποτε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης αυτή να καταγραφεί πριν από το κλείσιμο του τρίτου μνημονίου.

Ενα άλλος κίνδυνος που μπορεί να επηρεάσει το κόστος δανεισμού της Ελλάδας είναι η στάση του ΔΝΤ, το οποίο έχει εγκρίνει ένα «υπό προϋποθέσεις» πρόγραμμα για την Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση για την εκταμίευση χρημάτων από το ΔΝΤ είναι η ελάφρυνση χρέους.

Οι Ευρωπαίοι όμως δύσκολα θα προχωρήσουν σε σχετική απόφαση πριν από το τέλος του Τρίτου Μνημονίου. Ετσι, υπάρχει μια πιθανότητα το ΔΝΤ να αποφασίσει να αποσυρθεί από το πρόγραμμα πριν από τον Αύγουστο του 2018. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι θα παραμείνει ως σύμβουλος χωρίς να εκταμιεύσει χρήματα για τη Ελλάδα.

Η επιδίωξη για «καθαρή έξοδο» συνδέεται και με άλλους δύο κινδύνους. Ο πρώτος σχετίζεται με την πιθανότητα να μην μπορεί η Ελλάδα να επωφεληθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εξαιτίας της κακής πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων. Τέλος, για τον ίδιο λόγο, οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να χάσουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, κάτι που θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού τους.

Σε λιγότερο από ένα χρόνο η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμικούς δανειστές για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας της Ελλάδας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. θα αποδεχτεί οποιαδήποτε συμφωνία, αρκεί αυτή να μην είναι «πρόγραμμα» ή «προληπτική γραμμή πίστωσης» με όρους, με την επιδίωξη να αξιοποιήσει τους όποιους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής αναστέλλοντας το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Αυτό όμως θα επηρεάσει αρνητικά το κόστος δανεισμού, ιδιαίτερα καθώς θα βαδίζουμε προς τις εκλογές. Θα επηρεάσει όμως αρνητικά τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, θα εμποδίσει τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας, θα στερήσει πόρους για τη στήριξη όσων χτυπήθηκαν από την κρίση.

Ο πιο σημαντικός λοιπόν κίνδυνος από μια «καθαρή έξοδο» είναι να υπονομευτεί η ασφαλής έξοδος στις αγορές και η Ελλάδα σε μια νέα κρίση να είναι ξανά ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Για να αποφευχθεί αυτό είναι αναγκαία η σύνταξη ενός εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, το οποίο όλα τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα μετά τις εκλογές θα δεσμευτούν ότι θα το εφαρμόσουν.

Πηγή