Ὁ ἱερὸς πατὴρ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὑποστηρίζει τὸν ἀχώριστο σύνδεσμο πίστεως καὶ ἔργων. Σὲ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιστολὲς του θέτει τὸ ἐρώτημα: “πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο εἶναι δυνατὸν νὰ παραμένει ὀρθόδοξος αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν πράττει ὀρθὰ ἔργα (ποὺ “λοξοεργεῖ”), ὅταν ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ἐναντιώνεται λέγοντας ὅτι ἡ πίστις ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ ἔργα, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὅσοι σφάλλουν στὸ ἕνα νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ τὸ ἄλλο;”.
Ὁ σύνδεσμος ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀδιάλυτος.
Ἡ βασικὴ αὐτὴ θεολογικὴ πρόταση δὲ θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἁπλὰ μία αὐτονόητη ἀλήθεια, ἀλλὰ ἀνάγεται σὲ μία θεμελιώδη προϋπόθεση ἀποδοχῆς ἢ ἀπορρίψεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε νὰ ρωτάει τὸν μοναχὸ Βασίλειο μήπως ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει ὡς δύο συστατικά του τὴν πίστη καὶ τὰ ἔργα καὶ ἡ ἔλλειψη τοῦ ἑνὸς αὐτομάτως καθιστᾶ ἀνώφελο ἢ μᾶλλον ἄχρηστό το ἄλλο. “Ἢ πάλιν ἀγνοεῖ ἡ τιμιότις σου ὅτι ἐκ δύο συνισταμένου τοῦ χριστιανισμοῦ, λέγω δὴ πίστεως καὶ ἔργου, εἰ θάτερον λείπει, οὐδὲ τὸ ἕτερον ὀνίνησι τῷ ἔχοντι;”.
Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς ὁλοκληρωμένος ὀρθόδοξος. Βεβαίως καὶ χωρὶς ὀρθοπραξία εἶναι κανεὶς ὀρθόδοξος, ἔστω καὶ ἀτελής.
Χωρὶς….ὀρθόδοξη πίστη ὅμως ἡ ὀρθοπραξία εἶναι ἀνώφελη. Στὴν ἀπολογητικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Νικηφόρο, συνδέει τὴν ὀρθοδοξία μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι θέτουν τὰ ὅρια τῆς ὀρθῆς πράξεως στὴν Ἐκκλησία.
Ὅπως ὑπογραμμίζει, δὲν εἶναι τέλειος ὀρθόδοξος, ἀλλὰ μισός, αὐτὸς ποὺ νομίζει πὼς ἔχει ὀρθὴ πίστη, ἀλλὰ δὲ συμμορφώνεται μὲ τοὺς θείους κανόνες “μηδὲ γὰρ τέλειον εἶναι ὀρθόδοξον, ἀλλ’ ἐξ ἠμισείας, τὸν τὴν πίστιν ὀρθὴν οἰόμενον ἔχειν τοῖς δὲ θείοις κανόσι μὴ ἀπευθυνόμενον”.
Στὰ στουδιτικὰ συγγράμματα ἡ πίστη συχνὰ συνδέεται μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων καὶ ἡ διαστρέβλωση τῆς πίστεως μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες καὶ θεσμούς. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατὴρ προτρέπει τοὺς συνομιλητές του νὰ βαδίσουν πρὸς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ κρατήσουν μὲ σταθερότητα τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνες.
Ὅπου ὑπάρχει ὀρθὴ πίστη καὶ ἀνάλογο βίωμα, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ὁμιλοῦμε καὶ νὰ πράττουμε “ἐνθέσμως καὶ κανονικῶς”.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅπου ὑπάρχει πορεία ἐντός τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν καὶ τῶν κανόνων, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὑπάρχει ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία ποὺ βιώνουν οἱ χριστιανοὶ “ἰσχύει” ἡ πίστις, ἡ ὁποία ὅμως ἀποδεικνύεται ζωντανὴ καὶ ἐνεργὸς μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
Τὸ λόγιο “πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη” τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σημαίνει πὼς ὁ λόγος τῆς πίστεως ἀναφέρεται στὸ “δόγμα τῆς ὀρθοπραξίας” καὶ ἡ ἀγάπη ἀναφέρεται στὸ “θεώρημα τῆς εὐπραξίας”.
Στὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ὑπάρχει πληθώρα ἀναφορῶν μὲ προτροπὲς πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς συνομιλητές του, γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Προτρέπει τοὺς ἀδελφούς του νὰ κατέχουν “τὴν ὀρθόδοξον πίστιν” καὶ νὰ ὀρθοφρονοῦν “περὶ τὴν ἀμώμητον πίστιν”.
Θὰ πρέπει νὰ εἶναι σῶοι καὶ τέλειοι φυλάσσοντας “τὴν πίστιν τὴν ἀκλινῆ καὶ τὸν βίον σῶον”, νὰ ζοῦν μὲ “ὀρθοτομίαν καὶ λόγου καὶ βίου”.
Ὁ ἴδιος εὔχεται νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀδελφό του Ἰωσὴφ “ὀρθοδόξως καὶ ὀρθοβίως” καὶ νὰ μπορέσει νὰ συναρμόσει τὰ λόγια μὲ τὸ βίο.
Τὴν ἡγουμένη Εὐφροσύνη προτρέπει νὰ τρέφει τὶς νύμφες τοῦ Χριστοῦ μὲ καθαρὸ ἄρτο τῆς ὀρθοδοξίας καὶ νὰ τὶς ποτίζει μὲ νάμα τῆς εὐπραξίας.
Στὸ μοναχὸ Μακάριο γράφει πὼς προσεύχεται, ὥστε “τὸν λόγον τῆς ὀρθοδοξίας σῶον διαφυλάσσειν καὶ τὸν βίον μὴ ἀνθιστάμενον τῷ λόγω”.
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr