Θαρρω πως ἐνηλικιώθηκα στὰ ἕξι μου χρόνια, ὅταν εἶδα ἕνα «στρῶμα» ἐκτελεσμένων ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ἀνάμεσά τους καὶ δύο ἀδέλφια τοῦ πατέρα μου. Ἀπὸ τὶς 7 καὶ 8 Δεκεμβρίου 1943 ἔζησα σὰν μεγάλος. Εἶδα καὶ ἄλλους σκοτωμένους εἴτε σὲ μάχη εἴτε σὲ ἐκτέλεση. Βγῆκα ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία μὲ τὰ μάτια γεμάτα αἷμα ποὺ δυστυχῶς τὸ περισσότερο ἦταν αἷμα ἑλληνικό.
Ἡ φρικτότερη πτυχὴ τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου –κι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἔχει– τουλάχιστον ἐπαρκῶς – ἐπισημανθεῖ εἶναι οἱ ἐσωτερικοὶ πόλεμοι ποὺ ξέσπασαν σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς χῶρες μὲ πρωτοποροῦσα, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ ἱστορικὴ μας εἱμαρμένη, τὴν Ἑλλάδα. Τὸν πόλεμο αὐτὸν πρῶτα τὸν ἔζησα στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχὴ μου καὶ ἀκολούθως τὸν μελέτησα σὲ πλῆθος βιβλία, ἄρθρα ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν (κυρίως στρατιωτικῶν) ἀλλὰ καὶ στὰ περισσότερα πεδία τῶν μαχῶν.
Μέχρι τὸ Ναγκασάκι ἔφθασα γιὰ νὰ δῶ τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς. Κι ἄν ἄργησα νὰ βάλω στὸ χαρτὶ (πλὴν τῶν 50 σελίδων ποὺ τοῦ ἀφιέρωσα στὸ βιβλίο μου «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου καὶ τοῦ Μείζονος Χώρου» – ἐκδ. Gutenberg 1999) εἶναι γιατί ἤθελα νὰ ἀποστασιοποιηθῶ ὅσο γίνεται ἀπὸ τὰ δακτυλικὰ ἀποτυπώματα ποὺ ἄφησε μέσα στὴν ψυχὴ μου ὁ πόλεμος ἐκείνων τῶν μακάβριων ἡμερῶν.

Άπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’50 ἄρχισα –παρὰ τὰ γλίσχρα οἰκονομικὰ μου– νὰ συγκεντρώνω ὑλικὸ (βιβλία, δημοσιεύματα, φωτογραφίες) καὶ μόλις τὴ δεύτερη δεκαετία τοῦ παρόντος αἰῶνος ἄρχισα νὰ βάζω στὸ χαρτί ὅσα εἶχαν κατασταλάξει μέσα μου σὰν ὑλικό πρὸς συγγραφὴ.
Ὄχι ἁπλῆ καταγραφὴ καὶ περιγραφὴ τῶν γεγονότων, ἀλλὰ σκέψεις καὶ κρίσεις ἐπὶ τῶν γεγονότων, ἐξέταση τῶν αἰτίων, τῶν ἀφορμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων.
Γι’ αὐτὰ ὅλα εἶχα ἐξασκηθεῖ, ἀφοῦ εἶχαν προηγηθεῖ περίπου 40 βιβλία ἱστορίας πού ὅλα εἶχαν περάσει μὲ ἐπιτυχία τὶς πιὸ δύσκολες ἐξετάσεις, ποὺ εἶναι ἡ κρίση τῶν ἀναγνωστῶν. Τὸ δύσκολο σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο ἦταν τὸ νὰ μπορέσω νὰ βγάλω τὸν ἑαυτό μου ἔξω ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὄχι ὅμως καὶ νὰ ἀποξενωθῶ.
Νὰ τὸν δῶ κάπως μακροσκοπικά καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν sine ira et studio (=χωρὶς ὀργὴ καὶ πάθος). Πιὸ ἁπλᾶ: νὰ εἶμαι ὅσο γίνεται περισσότερο ἀντικειμενικὸς –ἔστω κι ἄν δυσαρεστῶ ὄχι μόνο μιὰ πλευρὰ ἀλλὰ ὅλες τὶς πλευρὲς.
Κι ἄν ὁ Β΄ τόμος, ποὺ ἀναφέρεται στὴ Μάχη τῆς Ἑλλάδος, εἶμαι κάπως ἐγκωμιαστικὸς γιὰ τὸ δικὸ μας στρατὸ καὶ λαὸ, εἶναι γιατὶ ὄχι μόνο τοῦ ἀξίζει τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ ἀλλὰ κυρίως γιατὶ –καὶ τὸ τονίζουμε συχνὰ– ἀπὸ πολλοὺς ξένους ἀλλὰ καὶ ἡμεδαποὺς ἱστορικοὺς ἀγνοεῖται ὄχι μόνον ἡ συμβολὴ τῆς Ἑλλάδος στὴ συμμαχικὴ νίκη ἀλλὰ συχνὰ παρεβλέπεται ἐντελῶς καὶ αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ της ἤ μνημονεύεται, ἀκόμη καὶ σὲ ὀγκωδέστατα ἔργα, σὲ ἔκταση 3-4 γραμμῶν!

Φέτος, ποὺ μπῆκα στὴν 8η δεκαετία τῆς ζωῆς μου, νομίζω πὼς εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ παρουσιάσω στὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ τὸν πνευματικὸ μόχθο πολλῶν δεκαετιῶν καὶ νὰ παραδώσω στὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ἕνα ἔργο ποὺ –ὅπως  ἐγὼ κρίνω– εἶναι τὸ κορυφαῖο τῆς συγγραφικῆς μου πορείας, ἡ ὁποία καλύπτει ἔκταση 100 καὶ πλέον τόμων. Στόχος μου δὲν ἦταν νὰ φανῶ σὲ κάποιους –ἔστω πολλοὺς– εὐχάριστος ἀλλὰ νὰ φανῶ σὲ ὅλους ὠφέλιμος. Ἐργάστηκα ἐντατικὰ ἀλλὰ τὸ κατὰ δύναμιν σωκρατικά.
Δὲν ἀγνόησα καμμιὰ θεωρία, καμμιὰ ἱστορικὴ μεθοδολογία ἀλλὰ ἀκολούθησα μὲ πυξίδα τὸν Θουκυδίδη μιὰ δικὴ μου πορεία –ἔξω ἀπὸ τὰ μέχρι τώρα δεδομένα καὶ καθιερωμένα. Καὶ μὲ τὴν πεῖρα τῶν χρόνων καὶ μὲ τὴ γνώση τῶν γεγονότων καὶ πάντα σὲ συσχετισμὸ μὲ ἀνάλογα γεγονότα προηγούμενων καιρῶν, τώρα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ὑπῆρξε ἡ πιὸ ἐξωφρενικὴ καὶ συνάμα τραγικὴ περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν βρῆκε τόση ἐπαλήθευση μιὰ φράση ποὺ εἶχα διαβάσει παλιὰ: «Σίγουρα θὰ ὑπάρχει μιὰ ἡδονὴ στὴν τρέλα ποὺ τὴν ξέρουνε μόνον οἱ τρελοί». Κάθε βράδυ ποὺ κοιτάζω τὸ «γυαλὶ» ἔχω καὶ μιὰ μικρὴ ἤ μεγάλη ἐπιβεβαίωση. Φαίνεται ὡσὰν νὰ εἶχε δίκιο ὁ Ἕγελος ποὺ εἶπε ὅτι «τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ διδάσκει ἡ ἱστορία εἶναι ὅτι δὲν διδάσκει τίποτα».
Ναὶ δὲν διδάσκει, ὅταν ἡ ἱστορία γίνεται ancilla (=θεραπαίνιδα) σκοπιμοτήτων. Προσπάθησα στὸ μέτρο τοῦ ἀνθρώπινα δυνατοῦ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ κάθε λογῆς πνευματικὲς καὶ πολιτικὲς δουλεῖες καὶ νὰ μείνω πιστὸς στὴν ἀρχὴ τοῦ τὶ στὴν πραγματικότητα ἔγινε, γιατὶ ἔγινε καὶ τὶ ἀποτελέσματα εἶχε αὐτὸ πού ἔγινε. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μου συγγραφικῆς προσπάθειας θὰ τὸ γευθεῖ αὐτὸς ποὺ θὰ διαβάσει τὸ ἔργο μου. Ἴσως σὲ κάποιες σελίδες νὰ πικραθεῖ ἀλλὰ πάντως θὰ ὠφεληθεῖ.
Καὶ τὸ λέω αὐτὸ περισσότερο γιὰ τὴ νέα γενιὰ ποὺ ἔχει χαλάσει τὰ πνευματικὰ δόντια της «τρώγοντας» συνεχῶς γλυκὰ ἤ γλυκερὰ ἀναγνώσματα. Οἱ Ἀθηναῖοι μπορεῖ πιθανῶς νὰ σκότωσαν τὸν Θουκυδίδη ἀλλὰ δὲν σκότωσαν τὸ ἔργο του. Καὶ ἄν ὑπάρχουν ἕως σήμερα σὰν μιὰ ζωντανὴ παρουσία, ἐν πολλοῖς τὸ ὀφείλουν στὸ ἔργο αὐτό.

www.sarantoskargakos.gr