Αργά αλλά σταθερά ο ιστός της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων που συνθέτουν την ελληνική αγορά, μετασχηματίζεται. Οι συμμετέχουσες στο εμπόριο και την παραγωγή επιχειρήσεις γίνονται λιγότερες και τα «λουκέτα» πληθαίνουν. Αλλά η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα χωρίς τα εξυγιαντικά χαρακτηριστικά για τα οποία οικονομική θεωρία προϊδεάζει.
Λιγότεροι και μεγαλύτεροι παίκτες βρίσκονται παντού: από το λιανικό εμπόριο, τα τρόφιμα, τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά είδη έως τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και την ακτοπλοΐα. Οχι όμως απαραίτητα σε υγιέστερη θέση από αυτήν που βρίσκονταν όταν ξεκίνησε η κρίση. Και χωρίς τα οφέλη για την αγορά που συνήθως δωρίζει ο ανταγωνισμός.
Με θρυαλλίδα την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τη χρηματοδοτική ασφυξία, ο επιχειρηματικός χάρτης μεταλλάσσεται και οι τάσεις συγκέντρωσης ενισχύονται. Αλλά ούτε η βιωσιμότητα των νέων σχημάτων ενδυναμώνεται, αφού συχνά λειτουργούν με λειτουργική μόνον και όχι καθαρή κερδοφορία και αυξημένα δανειακά βάρη, ούτε οι παθογένειες εξαλείφονται.
Ετσι και στο πεδίο των συγχωνεύσεων και εξαγορών η Ελλάδα ακολουθεί το δικό της μοντέλο: Οσοι όμιλοι απορροφούν ή συγχωνεύονται με άλλους, το κάνουν σε ένα περιβάλλον μηδενικής ή και αρνητικής ανάπτυξης, καθιστώντας τις προοπτικές τους αμφίβολες. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες επιχειρήσεις-ζόμπι (περίπου το 17% του συνόλου σύμφωνα με εκτιμήσεις της PWC), που είναι υπερδανεισμένες και δεν μπορούν να αναπτυχθούν, παρουσιάζουν αρνητική λειτουργική κερδοφορία και αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, εξακολουθούν να καρκινοβατούν αποστερώντας τζίρο από υγιέστερους ομίλους, επιβαρύνοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Η μόνη τάση που παραμένει ξεκάθαρη και μάλιστα ενισχύεται, είναι ο «θάνατος του εμποράκου». Η κατάρρευση των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, όχι απαραίτητα λόγω του μοντέλου λειτουργίας τους αλλά εξαιτίας της αδιανόητης μέχρι πρότινος επιβάρυνσής τους με φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, την ώρα που ο τζίρος καταρρέει και οι τράπεζες απέχουν συχνά από τον χρηματοδοτικό τους ρόλο για την αγορά. Η Ελλάδα έχει καταστεί ουραγός στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) για τη Δίκαιη Ανάπτυξη (The Inclusive Growth and Development Report), οι οποίες όμως θεωρούνται ραχοκοκαλιά της οικονομίας των ανεπτυγμένων οικονομιών και στοιχείο δυναμικής της οικονομικής δραστηριότητας.
Κατά μια τραγική ειρωνεία, στην Ελλάδα το έργο του Αρθουρ Μίλερ, «Ο θάνατος του εμποράκου», βρίσκει δεκάδες χιλιάδες μικροεπιχειρηματίες και εργαζομένους να ταυτίζονται με τον ήρωά του Ουίλι Λόμαν. Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος έχοντας εργαστεί μια ολόκληρη ζωή με αξιοπρέπεια για να συντηρήσει την οικογένειά του και να μεταφέρει τις αρχές του στα παιδιά του, βρίσκεται αντιμέτωπος με την οικονομική καταστροφή, καθώς η συμβολή του στο σύστημα που τον απασχολεί είναι πλέον ανύπαρκτη.
Τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες είναι αποκαλυπτικά: Το 2016 καταγράφεται 50% μείωση του αριθμού των νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα σε σχέση με το 2008 και μεγάλη αύξηση του αρνητικού ισοζυγίου με τον αριθμό αυτών που κλείνουν. Με βάση τα στοιχεία του ΓΕΜΗ που επεξεργάστηκε η EndeavorGreece, πέρυσι ιδρύθηκαν 28.615 νέες επιχειρήσεις και 35.159 διέκοψαν τη λειτουργία τους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ε.Ε., που παρουσιάστηκαν στην πρόσφατη γενική συνέλευση των ΜΜΕ, και το 2017 εκτιμάται ότι θα υπάρξει συρρίκνωση του αριθμού των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Ενώ η γενική οικονομική εικόνα τουλάχιστον έως πρότινος παρέπεμπε σε μια κατάσταση σχετικής σταθεροποίησης, οι δείκτες που αφορούν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις παρουσιάζουν επιδεινούμενο προφίλ. Σύμφωνα με το SBAFactsheet 2016, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν επιδεινούμενες επιδόσεις ως προς τη συνεισφορά τους στην εθνική οικονομία. Η προστιθέμενη αξία στο σύνολο της οικονομίας παρουσίασε το 2015 συρρίκνωση κατά 35% σε σχέση με το 2008, ενώ η απασχόληση μειώθηκε κατά 22%. Οι προοπτικές για το 2017 παραμένουν αναιμικές, καθώς αναμένεται μείωση 2% στην προστιθέμενη αξία και καμιά μεταβολή στην απασχόληση.
Συγκέντρωση χωρίς οφέλη προς το παρόν
Συχνά, υποστηρίζεται πως οι συγχωνεύσεις δημιουργούν λειτουργικές συνέργειες. Οι συνέργειες πηγάζουν από οικονομίες κλίμακας, από μείωση κόστους, από τον συνδυασμό συμπληρωματικών παραγωγικών πόρων και από διαφορετική διοικητική αποδοτικότητα. Σημαντικό μειονέκτημα για πολλούς είναι το υψηλό κοινωνικό κόστος που επιφέρουν, αφού σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται μείωση της απασχόλησης. Επιπλέον οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις συμβάλλουν στη μεγέθυνση μεριδίου αγοράς και στην απόκτηση ολιγοπωλιακής δύναμης, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ελέγχουν και να θέτουν τις τιμές που επιθυμούν στην αγορά μέσω της τιμολογιακής δύναμης που αποκτούν. Στην Ελλάδα η μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε κάθε κλάδο προέρχεται και από τα «λουκέτα» και όχι μόνον από συγχωνεύσεις. Εκδηλώνεται λοιπόν συγκέντρωση χωρίς τα οφέλη, υποστηρίζουν ορισμένοι οικονομολόγοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΒΕΑ, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από το 2013 μέχρι το τέλος του 2016, έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 2.000 συγχωνεύσεις ομοειδών επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται όλες στην ελληνική αγορά. Αντίστοιχα, σε πανελλαδικό επίπεδο, την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος έχουν πραγματοποιηθεί 4.349 συγχωνεύεις επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή, ένας σημαντικός αριθμός, μεγάλων βεβαίως, ελληνικών επιχειρήσεων επεκτείνεται και σε χώρες του εξωτερικού συμπράττοντας με ξένες επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εξωστρέφειας.
Επίσης, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια έχει παγιωθεί η ανάπτυξη συνεργατικών σχηματισμών και συνεργατικών επιχειρηματικών μοντέλων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού κυρίως των μικρότερων επιχειρήσεων.
Βεβαίως, παρά τις ευοίωνες επιχειρηματικές κινήσεις στην ελληνική αγορά, καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός διακοπής της λειτουργίας των επιχειρήσεων, που το 2016 έφτασε τις 3.245 στην Αθήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΒΕΑ, και τις 31.273 πανελλαδικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι στην Αθήνα οι νεοϊδρυθείσες επιχειρήσεις υπερκάλυψαν σε αριθμό αυτές που έκλεισαν, καθώς ιδρύθηκαν 4.166 επιχειρήσεις όλων των νομικών μορφών, ενώ αντίθετα, σε πανελλαδικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν το ίδιο έτος ήταν 27.327, αριθμός μικρότερος από αυτές που αναγκάστηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους.
«Χρειάζεται να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές για να δημιουργηθούν οι αναγκαίες εκείνες συνθήκες για την επιβίωση αλλά και την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη μείωση της φορολογίας, των ασφαλιστικών εισφορών, του κόστους ενέργειας, του γραφειοκρατικού κόστους και βεβαίως με την επιστροφή στην κανονικότητα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση με την παράλληλη αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων». Αυτό τονίζει μιλώντας στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ).
Οπως εξηγεί, για έναν αριθμό πολιτών τις περασμένες δεκαετίες, η επιχειρηματικότητα υπήρξε μια «διέξοδος» για επαγγελματική αποκατάσταση και αποφυγή της ανεργίας. Αυτός είναι και ο λόγος που ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων δεν κατάφερναν να επιβιώσουν για μακρύ χρονικό διάστημα. «Σταδιακά, η προσέγγιση αυτή έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται και πλέον στον επιχειρηματικό στίβο εισέρχονται νέοι δυναμικοί επιχειρηματίες με γνώσεις και δεξιότητες που μπορούν να καταστήσουν βιώσιμες τις νέες επιχειρήσεις που δημιουργούνται, εκτιμά. Παράλληλα, διαφαίνεται και μια στροφή των μικρομεσαίων αλλά και μεγαλύτερων επιχειρήσεων στη συνένωση δυνάμεων, κυρίως μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών με στόχο τη δημιουργία ισχυρών επιχειρηματικών μονάδων», σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ.
Σε ποιους κλάδους «βυθίστηκε» η κατανάλωση
Η συγκέντρωση μεριδίων σε λιγότερες επιχειρήσεις αναμένεται να ενταθεί το επόμενο διάστημα, καθώς τα νέα φορολογικά – ασφαλιστικά μέτρα θα επιβαρύνουν τα περιθώρια κέρδους των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αδυνατούν να φοροαποφύγουν μέσα από νομικές πολύπλοκες διαδικασίες και άλλες διαδρομές. Αυτό εκτιμά μιλώντας στην «Κ» ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργος Καββαθάς. «Είναι σαφές ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις που κατόρθωσαν στην πρώτη φάση της κρίσης να επιβιώσουν και να σταθεροποιηθούν, σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες επιβαρύνσεις που τις καθιστούν περισσότερο ευάλωτες στον ανταγωνισμό, τον εσωτερικό και τον διεθνή», συμπληρώνει.
Ας δούμε όμως λίγο τα νούμερα: Ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, από την περίοδο της κρίσης και έπειτα, μειώθηκε περίπου κατά 30 μονάδες. Οι σημαντικότερες απώλειες σημειώθηκαν στον κλάδο αυτοκινήτου, στα τρόφιμα και ποτά, στα ηλεκτρικά είδη, στην ένδυση και υπόδηση. Στις μικρότερες επιχειρήσεις (1-9 άτομα προσωπικό), τα στοιχεία από τις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι υπάρχει οριζόντια μείωση κύκλου εργασιών σε όλους τους κλάδους, η οποία υπερβαίνει το 50%, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει το 70%-75%. «Η εσωτερική υποτίμηση που επιχειρήθηκε ουσιαστικά επηρέασε την εσωτερική αγορά και τις υπηρεσίες, πολύ περισσότερο από τις τιμές των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, των εισαγόμενων πρώτων υλών και βασικών ειδών κατανάλωσης», σημειώνει στην «Κ» ο Δημήτρης Μπίμπας, οικονομολόγος – επιστημονικός συνεργάτης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον κύκλο εργασιών στο λιανικό εμπόριο, ανθεκτικότερες ήταν οι επιχειρήσεις που στεγάζονταν σε πολυκαταστήματα ή συνδέονταν με μεγάλες αλυσίδες και καταστήματα τροφίμων. Εκεί η μείωση ήταν αρκετά πιο συγκρατημένη, και ουσιαστικά ξεπέρασε οριακά το 20%, μάλιστα με ορατό το ενδεχόμενο το 2016 να καταγραφούν βελτιωμένες επιδόσεις.
Με την εφαρμογή των κεφαλαιακών ελέγχων και τη μετάβαση σε ένα σύστημα διάδοσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η αγορά βρέθηκε διχοτομημένη ανάμεσα στις επιχειρήσεις που είχαν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στην περιορισμένη χρηματοδότηση και σε εκείνες που στηρίζονταν στην εγχώρια κατανάλωση και δεν είχαν προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Παράλληλα, η έλλειψη κινήτρων σχετικά με τη χρήση του «πλαστικού χρήματος», τα αυξημένα κόστη προμήθειας, συντήρησης και συναλλαγών με τερματικό POS (που έφθαναν σε πολλές περιπτώσεις στο 2%-2,5% επί του τζίρου) διεύρυναν το χάσμα μεταξύ πολύ μικρών και μεσαίων – μεγαλύτερων επιχειρήσεων, υπογραμμίζει ο οικονομολόγος της ΓΣΕΒΕΕ.
Αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής ήταν οι καταναλωτές να προτιμούν τις αγορές σε μεγαλύτερα πολυκαταστήματα λόγω της δυνατότητας ηλεκτρονικής πληρωμής, ανεξάρτητα εάν το αντίστοιχο μικρό κατάστημα διέθετε ή όχι POS. Μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κατέδειξε ότι μέσα σε ένα χρόνο από το 2015 στο 2016, ουσιαστικά αυξήθηκε κατά 75% ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων που διαθέτουν τερματικά. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός τιμών κατέστη δυσχερέστερος λόγω της υψηλότερης ποσοστιαίας προμήθειας και της παράλληλης αύξησης του ΦΠΑ.