Ευρεία δημοσιότητα στα τουρκικά ΜΜΕ έχει λάβει η συνέντευξη που παραχώρησε παραμονές της άφιξής του στην Αθήνα ο Ταγίπ Ερντογάν στον Σκάι και τον Αλέξη Παπαχελά, ενώ το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στις δηλώσεις του για τους οκτώ Τούρκους στρατιωτικούς, που κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 και την «υπόσχεση» του Έλληνα πρωθυπουργού.
Η εφημερίδα Sözcü γράφει: «Ο Ερντογάν μίλησε στην Ελλάδα: ο Τσίπρας μου έδωσε την υπόσχεσή του». Και προτάσσει στο ρεπορτάζ της την ενόχληση του Τούρκου προέδρου που βρίσκονται ακόμη στη χώρα μας οι οκτώ Τούρκοι στρατιωτικοί, μολονότι ο Έλληνας πρωθυπουργός του είχε υποσχεθεί, όπως είπε, ότι θα διευθετηθεί το θέμα της έκδοσής τους στην Τουρκία μέσα σε 15-20 ημέρες.
Στο ίδιο θέμα εστιάζει τόσο το άρθρο της Milliyet με τίτλο «Ο πρόεδρος Ερντογάν μίλησε στον ελληνικό Τύπο»,
Όσο και εκείνο στην ιστοσελίδα του δικτύου Haber Turk που τιτλοφορείται «Σημαντικές δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν!»
H Hurriyet στην αγγλόφωνη έκδοσή της προτάσσει το «μήνυμα» που έστειλε στην ίδια συνέντευξη ο Τούρκος πρόεδρος στον ελληνικό λαό ενόψει της επίσκεψής του ότι «Το αρνητικό παρελθόν μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας έχει περάσει πλέον στην ιστορία». Επισημαίνει τα όσα υποστήριξε ο Ερντογάν περί ανάγκης αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάνης «προς όφελος όχι μόνον την Τουρκίας αλλά και της Ελλάδας» και ότι «όλες οι συμφωνίες που γίνονται ανά την υφήλιο πρέπει να αναθεωρούνται με την πάροδο του χρόνου», αλλά και ότι υπογράμμισε την ανάγκη για «παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές».
Η αγγλόφωνη έκδοση της Sabah στέκεται στην τόνωση των διμερών οικονομικών σχέσεων που θα επιφέρει, όπως προβλέπει, η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα επισημαίνοντας: «Οι εμπορικές σχέσεις και οι επενδύσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας αναμένεται να αναπτυχθούν ταχύτερα με την επίσκεψη του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα στις Δεκ. 7-8, την πρώτη Τούρκου προέδρου εδώ και 65 χρόνια… Η επίσκεψη σχεδιάζεται για την αντιμετώπιση διμερών σχέσεων και περιφερειακών ζητημάτων και αναμένεται να ενισχύσει τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.»