1. Στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες ουδείς και ουδέν είναι υπεράνω υποψίας, όλοι και όλα πρέπει να ελέγχονται και επιτρέπεται να κρίνονται, μηδενός εξαιρουμένου.
2. Εφόσον είναι «ανθρώπινον το σφάλλειν» και οι δικαστές μπορεί να σφάλλουν, συνεπώς υπάρχουν ορθές και εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές, αφού συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα είτε πάντοτε για τους διαδίκους είτε συχνά και για τους υπόλοιπους πολίτες, πλην όμως δεν είναι όλες οι δικαστικές αποφάσεις σεβαστές, αφού μόνον οι ορθές δικαιούνται σεβασμού και είναι αξιοσέβαστες.
3. Οι φορείς δημόσιας εξουσίας, όπως λ.χ. είναι οι βουλευτές, οι υπουργοί και οι δικαστές, μπορεί και πρέπει να ελέγχονται και να κρίνονται από κάθε πολίτη. Η κριτική μπορεί να είναι βάσιμη ή αβάσιμη, ορθή ή εσφαλμένη, καλόπιστη ή κακόπιστη κ.ο.κ. Άλλωστε και η κριτική επιδέχεται και υπόκειται σε κριτική. Μόνον που η αξιοπιστία και βασιμότητα της κριτικής δεν εξαρτάται πρωτίστως από την άποψη των κρινόμενων. Εν ολίγοις, εάν είναι καλόπιστη ή κακόπιστη και βάσιμη ή αβάσιμη η κριτική μιας δικαστικής απόφασης, πιο αξιόπιστα αποφαίνονται οι πολίτες νομικοί ή και μη παρά οι κρινόμενοι δικαστές.
Τα «στεγανά» των εξουσιών
4. Η διάκριση των λειτουργιών του κράτους σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και η συνακόλουθη ανάθεση κάθε λειτουργίας σε ξεχωριστά όργανα δεν συνεπάγεται απόλυτο διαχωρισμό αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων, αφού η συνεργασία των φορέων κάθε μίας εκ των τριών λειτουργιών αναποφεύκτως επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων και επιτρέπεται από το Σύνταγμα. Σε αυτό το πλαίσιο των διακριτών ρόλων και αναγκαίων συνεργασιών των τριών εξουσιών είναι ανεπίτρεπτη η αντιπαλότητα όχι όμως απαγορευμένη η κριτική των αποφάσεων των φορέων μιας κρατικής λειτουργίας από τους φορείς μιας άλλης.
Ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα των σχετικών με τη διάκριση των εξουσιών συνταγματικών διατάξεων συνάγεται ότι απαγορεύεται σε βουλευτές, υπουργούς και δικαστές να κρίνουν και κατακρίνουν αποφάσεις αλλήλων. Άρα είναι απολύτως θεμιτό υπουργοί και βουλευτές να αξιολογούν αποφάσεις δικαστών, ιδίως όταν οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζουν επιλογές είτε της Κυβέρνησης είτε της Βουλής, όπως εξάλλου οι δικαστές κρίνουν αποφάσεις της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας.
5. Με την κριτική δεν προσβάλλεται η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, αφού έτσι ελέγχεται μόνον η ευθυκρισία των δικαστών που έλαβαν τη κρινόμενη απόφαση. Συχνά ακούγονται κλαυθμοί και οδυρμοί για την δήθεν πληττόμενη δικαστική ανεξαρτησία, όταν αμφισβητείται δημοσίως η ορθότητα μιας δικαστικής απόφασης, ιδίως όταν έχει και πολιτικές συνέπειες. Όταν δεν γίνεται σκόπιμη απόπειρα ακύρωσης της δημόσιας κριτικής με αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης υπό το πρόσχημα της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, μάλλον πρόκειται για εσφαλμένη αντίληψη των πραγμάτων.
Συμβούλιο της Επικρατείας και «πόθεν έσχες»
6. Με αυτά τα δεδομένα, οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το «πόθεν έσχες» μπορεί και πρέπει να κρίνονται και ενδεχομένως να κατακρίνονται, εφόσον έτσι θεωρούν οι ασκούντες κριτική σε αυτές πολίτες. Το βάσιμον ή αβάσιμον και το καλόπιστον ή κακόπιστον αυτής της κριτικής αξιολογείται από τους πάντες και όχι μόνον από τους εκδόσαντες τις κρινόμενες αποφάσεις, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως υποκείμενοι οι ίδιοι σε κριτική, δεν είναι και οι πλέον αντικειμενικοί κριτές των κριτών του εαυτού των.
7. Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, καθ’ ο μέρος διέρρευσαν στα ΜΜΕ, περιέχουν και ορθές και εσφαλμένες κρίσεις. Ανεξαρτήτως αγαθών ή μη προθέσεων προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην κατοχύρωση της διαφάνειας σε ό,τι αφορά την προέλευση της περιουσίας των ασκούντων δημόσια εξουσία και λειτουργία. Δημιουργούν γκρίζες ζώνες στον έλεγχο «πόθεν έσχες» όλων των υπόχρεων με αδικαιολόγητες εξαιρέσεις σε σχέση με τη δήλωση προέλευσης μετρητών, πινάκων, τιμαλφών, περιεχομένων σε θυρίδες κ.ά., δηλαδή ακριβώς εκεί όπου ανθεί και καρποφορεί το βρώμικο χρήμα, ευδοκιμεί το έγκλημα και παραφυλάει η διαπλοκή. Αναζητούν νομιμοποιητικό έρεισμα στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας με μειωμένη αν όχι ελάχιστη πειστικότητα.
Και αυτό, γιατί στο Σύνταγμα διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστών μόνον κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, και όχι για όλες τις εκφάνσεις του δημοσίου και ιδιωτικού βίου των δικαστών. Εν ολίγοις, η απονομή δικαιοσύνης γίνεται αποκλειστικώς και μόνον από δικαστές, οι οποίοι κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων τους είναι ανεξάρτητοι. Όταν, όμως, πρόκειται για μη δικαστικά έργα, ουδείς ουσιαστικός λόγος αλλά και συνταγματικός περιορισμός επιβάλλει το εν λόγω έργο να ασκείται αποκλειστικώς και μόνον από δικαστές ή έστω κατά πλειοψηφία από δικαστές.
Με αυτή την έννοια, ο έλεγχος του «πόθεν έσχες» των δικαστών, που δεν συνιστά κατά περιεχόμενο δικαιοδοτικό έργο, αλλά αποτελεί καθαρώς διοικητικό έλεγχο, δεν καλύπτεται από τις προστατευτικές της δικαστικής ανεξαρτησίας συνταγματικές διατάξεις, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον φορολογικό έλεγχο των δικαστών ή με τον πολεοδομικό έλεγχο των ακινήτων δικαστών κλπ., οι οποίοι δεν ασκούνται από δικαστές αλλά από τα αρμόδια όργανα της Δημόσιας Διοίκησης.
Άλλωστε είναι κολοβός ο έλεγχος, που περιορίζεται σε αυτοέλεγχο, αφού δεν παρέχει εχέγγυα αμεροληψίας και ευχερώς αμφισβητείται η αντικειμενικότητά του. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η δημοσίευση των κειμένων των σχετικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οπότε και θα καταστεί δυνατή η πλήρης αξιολόγηση της αιτιολογίας και συνακολούθως της ορθότητας ή μη αυτών. Μέχρι τότε η σχετική συζήτηση είναι αποσπασματική και ο αντίστοιχος δημόσιος διάλογος λειψός.