Το μέλλον των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη μεταμνημονιακή εποχή, οι… υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού και η προσπάθεια μη εφαρμογής των περικοπών στις συντάξεις. Οι κινήσεις της κυβέρνησης και οι αντιδράσεις θεσμών και κοινωνικών εταίρων.
Ήδη, δια στόματος της ίδιας της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου, η κυβέρνηση επανέφερε μία από τις ισχυρότερες προεκλογικές δεσμεύσεις, που έγινε «σημαία» του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015: Το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού, αμέσως μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αρχικά, περιγράφοντας τον «οδικό άξονα» της κυβέρνησης κατά τους επόμενους μήνες, η αρμόδια υπουργός Εφη Αχτσιόγλου σε συνέντευξή της την προηγούμενη εβδομάδα στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων δήλωσε ότι με την αποδέσμευση της χώρας από το καθεστώς της στενής επιτήρησης, η πολιτική θα μπορεί να ασκείται στη βάση των προγραμμάτων που επιλέγει ο λαός και όχι στη βάση επιβαλλόμενων μεταρρυθμίσεων.
Μία μέρα μετά, σκιαγραφώντας το πλαίσιο των προγραμματικών αυτών πολιτικών, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγκεκριμένα, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» και αναφερόμενη στους στόχους του υπουργείου για το 2018, δήλωσε πως βασικός στόχος για τη νέα χρονιά είναι η καταπολέμηση της ανεργίας των νέων και «δεύτερος στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από τη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι «πρέπει ουσιωδώς να ξανασυζητήσουμε το επίπεδο του κατώτατου μισθού και ενδεχομένως μετά την έξοδο από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής αυτή να είναι η πρώτη κίνηση στην οποία θα προβούμε, να συζητήσουμε δηλαδή τις προϋποθέσεις για μια αύξηση του κατώτατου μισθού».
Αν και προσεκτική στη διατύπωση, καθώς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, κυρίως δε η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια σημαντικών παρεμβάσεων στο ύψος του κατώτατου μισθού –που έπεσε από τα 751 στα 586 ευρώ τον μήνα (510 ευρώ για τους νέους) μέσα σε ένα βράδυ, το 2012–, η κα Αχτσιόγλου συμβάλλει με τις δηλώσεις της στη δημιουργία ενός νέου μεταμνημονιακού και συνάμα έντονα προεκλογικού αφηγήματος. Άλλωστε, για πολλούς το 2018 θεωρείται προεκλογικό έτος, κατά το οποίο τα θέματα του υπουργείου θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο.
Είναι ενδεικτικό ότι, με αιχμή τις πολιτικές στήριξης των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, στο οικονομικό επιτελείο εξετάζεται μια σειρά φιλολαϊκών μέτρων στον δρόμο που χάραξε η Πορτογαλία, η οποία αμέσως μετά τα μνημόνια εφάρμοσε μέτρα ανακούφισης των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, εντάσσονται και οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για ακύρωση ή έστω περιορισμό των περικοπών που προβλέπονται για το 2019 στις συντάξεις, με αιχμή τα πλεονάσματα του ΕΦΚΑ και μια πιθανή αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα.
Να σημειωθεί πάντως ότι οι δανειστές δηλώνουν ξεκάθαρα ότι βασική συνιστώσα του μεταμνημονιακού πλαισίου, η οποία θα συζητηθεί μετά την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, είναι η μη ανατροπή των μεταρρυθμίσεων που είτε έχουν ολοκληρωθεί (όπως οι αλλαγές στον τρόπο καθορισμού και το ύψος του κατώτατου μισθού) είτε έχουν ψηφιστεί (όπως οι μειώσεις στις συντάξεις, μέσω της περικοπής των προσωπικών διαφορών έως ποσοστού της τάξης του 18%, από τον Ιανουάριο του 2019).
Ειδικά για τον κατώτατο μισθό, ο νόμος του 2013 προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ορίζεται από την κυβέρνηση, ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της οικονομίας και της απασχόλησης. Το νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάφεια με τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και τις στοχεύσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Μάλιστα, για το θέμα υπάρχει διάσταση απόψεων ακόμη και ανάμεσα στους εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων. Έμποροι και μικρομεσαίοι ζητούν μαζί με τη ΓΣΕΕ τον καθορισμό του κατώτατου μισθού αποκλειστικά έπειτα από διμερή συμφωνία των κοινωνικών εταίρων (εργαζομένων και εργοδοτών) όπως στο παρελθόν, ενώ ο ΣΕΒ επιμένει πως δεν πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που θεσμοθετήθηκε με το 2ο μνημόνιο.
Αλλά και στο ασφαλιστικό, υψηλόβαθμο στέλεχος των εκπροσώπων των δανειστών ξεκαθάρισε ότι ανεξάρτητα από τη στάση του ΔΝΤ και το μέλλον του στο πρόγραμμα, η συμφωνία δεσμεύει το σύνολο των συμμετεχόντων και καμία αλλαγή δεν επιδέχεται…
Οι συλλογικές συμβάσεις
Από τα μέσα Αυγούστου του νέου έτους, τέλος, η μάχη του υπουργείου θα επικεντρωθεί στην επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, θέμα που για το σύνολο της κυβέρνησης θεωρείται κομβικής σημασίας.
Βέβαια, η ίδια η υπουργός Εργασίας, που κατά τη διάρκεια της δύσκολης δεύτερης αξιολόγησης φαίνεται πως επικεντρώθηκε στο θέμα των συμβάσεων, πρόσφατα παραδέχθηκε ότι «για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη, ο στόχος δεν πρέπει να είναι η επαναφορά στην προ κρίσης κατάσταση αλλά ένα νέο μοντέλο, με επαναστατικές και ριζοσπαστικές παρεμβάσεις υπέρ αυτών που δεν έχουν φωνή, δηλαδή των νέων, των μεταναστών και των επισφαλών εργαζόμενων».
Η κα Αχτσιόγλου τόνισε ότι οι ΣΣΕ είναι το εργαλείο των εργαζομένων για να μπορούν να διαπραγματεύονται και επισήμανε ότι μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, που είναι αντίθετοι σε αυτό το ζήτημα, έχει επιτευχθεί με νομοθέτηση η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων τον Αύγουστο του 2018.
Η τύχη των συμβάσεων βέβαια θα κριθεί και από την τέταρτη, τελευταία και για πολλούς πλέον δύσκολη αξιολόγηση, κατά την οποία θα ξεκαθαρίσει η λειτουργία της μεσολάβησης και διαιτησίας με τους εκπροσώπους των δανειστών αλλά και κάποιων από τους εργοδότες να ζητούν την κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, παρά την απόφαση του ΣτΕ που το έχει κρίνει αντισυνταγματικό.
Πηγή: http://www.euro2day.gr