Ο Κλοντ Λεβί-Στρος στις 22 Μαρτίου του 1971 εκφώνησε στην UNESCO μια ομιλία με τον τίτλο Race et culture. Τον τίτλο τον γράφω επίτηδες στα γαλλικά λόγω του προβλήματος που έχω με τον όρο culture που στη γλώσσα μας έχουμε συνηθίσει να τον αποδίδουμε με την κακόηχη λέξη «κουλτούρα», η οποία εφηυρέθη για να αποκρύψει τις υποχρεώσεις, αισθητικές και πνευματικές, που απαιτεί η σημασία του. Η κυριολεκτική του απόδοση είναι «καλλιέργεια», λέξη που τρομάζει με το βάρος της.
Σε αντίθεση με την «κουλτούρα» η οποία σε απαλλάσσει πάσης ευθύνης αφού δεν σημαίνει τίποτε. Νομίζω ότι την κληρονομήσαμε από τη μαλλιαρή κομμουνιστική διάλεκτο και εκδημοκρατίσθηκε, όπως πολλά παλαιοκομμουνιστικά στοιχεία, στη δεκαετία του ογδόντα, όταν η καλλιέργεια, ελέω Μελίνας, ταυτίσθηκε με την παραγωγή θεατρικών παραστάσεων σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα και επιδοτούμενων ταινιών με περισσότερους ηθοποιούς από όσο κοινό μαζευόταν στις αίθουσες για να τις παρακολουθήσει.
Ηταν η δοξασμένη αυτή εποχή κατά την οποία καταργήθηκε η χρήση του προσδιορισμού «καλλιεργημένος άνθρωπος» και αντικαταστάθηκε από το «κουλτουριάρης», ον που θεωρούσε άχρηστη τη διδασκαλία των κλασικών ελληνικών επειδή το ίδιο μιλούσε σε άπταιστα Ντεριντάδικα. Ο καθένας με τον πόνο του κι εγώ με τον δικό μου.
Η ομιλία αυτή του Λεβί-Στρος άφησε εποχή. Οπως είχε γράψει τότε ο Ζαν Ντανιέλ «ο άνθρωπος που έγραψε τη σύνοψη του αντιρατσισμού αποδεικνύει τώρα ότι ο ρατσισμός είναι ένα πρόβλημα πολυπλοκότερο από όσο μας το παρουσιάζουν καθημερινά οι ηθικολόγοι».
Παραθέτω μιαν αποστροφή από την ομιλία του Στρος: «Η απόλυτη επικοινωνία με τον Αλλον οδηγεί αργά ή γρήγορα στην καταστροφή της δικής του και της δικής μας δημιουργικότητας». Λίγο πιο πάνω: «Η μάχη εναντίον όλων των μορφών διάκρισης καταστρέφει τις παλιές ιδιαιτερότητες οι οποίες δημιούργησαν τις αισθητικές και πνευματικές αξίες που δίνουν αξία στη ζωή».
Ο μεγάλος εθνολόγος τα έγραφε αυτά το 1971, σε μια Γαλλία όπου η εργατική τάξη δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, αλλά Κομμουνιστικό Κόμμα, σε μια Ευρώπη που ζούσε τη μετανάστευση από τις πρώην αποικίες της, και η νέα της ιδεολογία, η πολυπολιτισμική κοινωνία ήταν ακόμη στα σπάργανα. Τι θα έγραφε σήμερα, όταν η πολιτική σταθερότητα στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χώρα, τη Γερμανία, εξαρτάται από το μεταναστευτικό, και για τον ίδιο λόγο η πλειοψηφία των Αγγλων ψηφίζει την αποχώρησή τους από την κοινότητα.
Το προσφυγικό – μεταναστευτικό θα είναι ένα από τα μεγάλα θέματα τη χρονιά που ανατέλλει. Θα επηρεάσει τις διαδικασίες ενοποίησής της, τη λειτουργία των εσωτερικών συνόρων της, την πολιτική της. Η υπέροχος Ελλάς, για μια ακόμη φορά, έχει εκ προοιμίου θέσει εαυτήν στο περιθώριο, αν και είναι ένας από τους πυρήνες του προβλήματος. Ο συνδυασμός της συναισθηματικής ρητορείας των ανοιχτών συνόρων με την καιροσκοπική εκμετάλλευση του προβλήματος και την κόλαση της Μόριας τής έχει αφαιρέσει το δικαίωμα λόγου.
Το μόνο που της μένει είναι κάποιες φωνές αντιρατσιστών και αλληλέγγυων, ηλίθιων, κουτοπόνηρων, ή απλώς υστερικών, οι οποίοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την ακροδεξιά στην Αυστρία, δεν ιδρώνει όμως τ’ αυτάκι τους για τη Μόρια, ή το κέντρο της Αθήνας. Εκθέσεις ιδεών τους έμαθαν να γράφουν κατά συνέπεια αδυνατούν να μιλήσουν για ό,τι βλέπουν τα μάτια τους.
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ο ρατσισμός. Ακόμη και όσοι διαμαρτυρήθηκαν επειδή δόθηκαν τα επιδόματα σε αλλοδαπούς και όχι στους ίδιους δεν είναι ρατσιστές. Ρατσιστής είναι όποιος αισθάνεται φυλετικά ανώτερος από τον άλλον και θεωρεί ότι δικαιούται να τον εξουσιάσει.
Εδώ μιλάμε για επαίτες που τσακώνονται με τον διπλανό τους γιατί τους έφαγε το πόστο στο πεζοδρόμιο. Ας όψονται αυτοί που θέλησαν να ταπεινώσουν μια ολόκληρη κοινωνία μοιράζοντας με λοταρίες δώρα.
Το πρόβλημα είναι οι επαγγελματίες του αντιρατσισμού. Κύμβαλα αλαλάζοντα, προσπαθούν να καλύψουν με τον θόρυβο που παράγουν το πρόβλημα το οποίο δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν.
Και επανέρχομαι στον Λεβί-Στρος: Ποια δημιουργικότητα θα χάσει η Ελλάδα αν έρθει σε απόλυτη επικοινωνία με τον άλλον, απεμπολώντας τις ιδιαιτερότητές της; Μήπως να την ψάχναμε σαν το φιλέτο κάτω από τις πατάτες του κλασικού ανέκδοτου.