Ο Γολγοθάς που έζησε επειδή δε… δωροδοκήθηκε – Τον υποβίβασαν στους πίνακες, μετακόμισε και το παιδί του πήγαινε σχολείο με την αστυνομία
«Το να πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τίμιοι είναι ανοησία. Το να πιστεύεις ότι κανένας δεν είναι τίμιος είναι κάτι χειρότερο», είναι μια από τις πιο γνωστές φράσεις του Τζον Κουίνσι Άνταμς, έκτου προέδρου των ΗΠΑ και μεγάλου διπλωμάτη. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης διαφωνούσε, καθώς θεωρούσε ότι «ο πιο σίγουρος τρόπος για να μείνεις φτωχός είναι να είσαι τίμιος».
Αντίθετα, ο Επίκουρος θεωρούσε ότι «δεν είναι δυνατό να είσαι ευτυχισμένος χωρίς να είσαι σοφός, τίμιος και δίκαιος. Ούτε να είσαι σοφός, τίμιος και δίκαιος χωρίς να είσαι ευτυχισμένος». Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι σε αυτόν τον κόσμο η τιμιότητα θεωρείται αρετή και άλλες φορές όχι. Επίσης, δεν είναι δεδομένο ότι θα παρουσιάζεται πάντα από τον ίδιο άνθρωπο. Απλώς, κάποιοι έτυχε να την αποδείξουν σε σημαντικές στιγμές για τη ζωή τους και για την κοινωνία που χτίζουμε.
Το πρωτάθλημα της Α’ εθνικής τη σεζόν 1988-89, οι περισσότεροι το θυμούνται για το γκολ του Τάκη Καραγκιοζόπουλου τον Μάιο του 1989, με το οποίο η ΑΕΚ επικράτησε στο ΟΑΚΑ του Ολυμπιακού (0-1), για να επιστρέψει στην κορυφή του ελληνικού ποδοσφαίρου μετά από δέκα χρόνια. Όμως, περίπου δύο μήνες νωρίτερα είχε γίνει ένα άλλο περιστατικό που έμελλε να «σημαδέψει για πάντα το άθλημα στη χώρα, καθώς τότε καταγγέλθηκε για πρώτη και μοναδική φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο απόπειρα δωροδοκίας διαιτητή. Ήταν ο Κώστας Ακρίδας αυτός που την αρνήθηκε, όμως δεν αρνήθηκε να μας εξιστορήσει το πώς είχε εξελιχθεί αυτή η ιστορία.
Η κρούση έγινε από άνθρωπο εκτός ποδοσφαίρου
«Ήταν Μάρτιος του 1989, προπαραμονή του ματς Λεβαδειακού-Λάρισας», θυμάται ο κ. Ακρίδας. «Η πρώτη κρούση έγινε μετά την κλήρωση των διαιτητών, που γινόταν τότε Τετάρτη. Έγινε από συνάδελφό μου, από έμπορο μηχανών γραφείου. Αυτός ο άνθρωπος, που ήταν από τη Λιβαδειά, είχε κάποια επαφή με τους εκεί διοικούντες της τότε διοίκησης και με πήρε τηλέφωνο για να με ρωτήσει εάν διατίθεμαι να πάρω κάποια χρήματα, προκειμένου να βοηθήσω τον Λεβαδειακό, για να πάρει το παιχνίδι, επειδή το είχε ανάγκη. Και του απάντησα “ασχολήσου με τη δουλειά σου και όχι με το ποδόσφαιρο”. Μετά από δύο ώρες με ξαναπήρε και μου λέει “μην είσαι χαζός, θα κονομήσουμε και οι δύο”. Και του απαντάω “εγώ το κάνω αυτό από χόμπι”. Κι όμως, μου λέει “θα σε ξαναπάρω να σου πω το ποσό”. Αυτά είναι χαραγμένα στο μυαλό μου, αν και δεν θέλω να τα θυμάμαι, έρχονται αυτόματα, λέει, κάνοντας μια παρένθεση», θυμάται ο πρώην ρέφερι.
Και συνεχίζει: «Στις 22:00 ξαναχτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ότι “το ποσό είναι μεγάλο, 3 εκατομμύρια δραχμές”. Πίστευα ότι με τις προειδοποιήσεις θα σταματούσε. Τελικά, με παίρνει τηλέφωνο και το άλλο πρωί και μου λέει “το σκέφτηκες;”. Εκεί του λέω, “κλείσε και πάρε με σε δύο ώρες”. Αμέσως ενημέρωσα την τότε ΣΕΔΕΠ (η αντίστοιχη ΚΕΔ). Το τηλέφωνο σήκωσε ο Δημήτρης Σπηλιοτόπουλος, αντιπρόεδρος, ο οποίος μου λέει “Κώστα, πήγαινε στην Αστυνομία”. Πάω στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα. Επειδή ήταν πολύ σοβαρή η καταγγελία, ο διοικητής μου είπε “πρέπει να είσαι σίγουρος για ό,τι κάνεις, γιατί μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος”. Και του απάντησα ότι δεν είχα κάτι να φοβηθώ».
Το ραντεβού και η επί τόπου σύλληψη
Ο κ. Ακρίδας, δηλώνει: «Πάω στο μαγαζί μου και πράγματι, μετά από μισή ώρα με παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει τι αποφάσισα. Του λέω “εντάξει”. Μου πρότεινε να συναντηθούμε κάπου στην εθνική οδό, αλλά σκέφτηκα μήπως με ρίξουν σε κανένα ρέμα. “Όπου θες, στο κέντρο της Αθήνας”, του απαντάω και δίνουμε ραντεβού στο μαγαζί του, στην οδό Ακαδημίας. Πήγα στην Ασφάλεια, όπου ο διοικητής μου έδειξε τους έξι αστυνομικούς που θα με συνόδευαν.
Βάλαμε στόχο να συλληφθούν με τα λεφτά στα χέρια. Εκτός από τον μεσάζοντα, ήταν άλλα δύο άτομα και ο γενικός αρχηγός του Λεβαδειακού, τον οποίον μόλις είδα, ένιωσα μια βαθιά απέχθεια. Μου λέει, “κ. Ακρίδα, έχω μια επιταγή στα χέρια μου με 3 εκατομμύρια δραχμές”. Του απαντάω “έχω μάθει στη ζωή μου να δουλεύω με μετρητά”. Μόλις βγήκε το χρήμα, κάνω το σήμα και αμέσως μπουκάρουν μέσα. Έγιναν οι συλλήψεις και αμέσως πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα. Το όλο σκηνικό έγινε Σάββατο πρωί και αυτούς τους πήγαν αυτόφωρο τη Δευτέρα. Την Κυριακή πραγματοποιήθηκε κανονικά το ματς, αλλά όχι με εμένα διαιτητή».
«Μπράβο», μεν, εκτός πινάκων δε και οι απειλές
Ο πρώην ρέφερι συνεχίζει τη διήγηση, λέγοντας: «Μετά από όλο αυτό έγινε γνωστό ότι υπήρξε απόπειρα δωροδοκίας και ότι συνελήφθησαν τέσσερα άτομα. Και αμέσως μετά τα συγχαρητήρια των υπεύθυνων της διαιτησίας, έρχονται οι δημοσιογράφοι και μου φέρνουν το μαντάτο, ότι είμαι εκτός πινάκων της Α’ Εθνικής και ότι με τοποθετούν σε έναν πίνακα ανάμεσα στα ματς Α’ και Β’ Εθνικής, για να παίζω τα παιχνίδια παραμονής-ανόδου. Δηλαδή, τους πρωτοπόρους της Β’ Εθνικής και τα ματς παραμονής. Για μένα ήταν σαν να χάθηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.
«Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε ο Γολγοθάς μου», τονίζει ο κ. Ακρίδας. «Αναγκάστηκα να μετακομίσω από το Μαρούσι στη Νέα Σμύρνη, έπειτα από σύσταση της Ασφάλειας, μέχρι να κατευνάσουν τα πράγματα. Το παιδί μου πήγαινε σχολείο με συνοδεία αστυνομικού, κάθε μέρα με ταξί, από τη Νέα Σμύρνη στο Μαρούσι.
Μετά ξεκίνησαν τα αθλητικά δικαστήρια. Όταν με έβγαλαν από τον πίνακα, οι συνάδελφοι διαιτητές που ήταν πολύ ζεστοί μαζί μου, πάγωσαν. Σταμάτησαν να με παίρνουν τηλέφωνα και έτσι έμεινα μόνος μου. Την ημέρα που θα γινόταν το δικαστήριο, με το που φτάνω στην πλατεία Κλαυθμώνος, βλέπω περίπου 3.000 κόσμο να περιμένει απ’ έξω. Εγώ είχα ενημερώσει ότι περίμεναν να με λιντσάρουν, αλλά σχεδόν ουδείς ασχολήθηκε. Μόνο ο συνάδελφος Σπύρος Ντεϊμεντές, ήρθε στο μαγαζί μου και με συνόδευσε. Δεν σου λέω πόσες σπρωξιές, κλωτσιές και φτυσίματα έφαγα».
«Στην είσοδο των δικαστηρίων και ο πρόεδρος της ομάδας, που μου λέει επί λέξει: “Με πείραξες, θα σε τελειώσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθείς ξανά εσύ με τη διαιτησία”. Ήταν τόσο θρασύς, που από την απέχθεια, μου ερχόταν να κάνω εμετό. Τι να απαντήσω, με ποιον να μιλήσω και τι να πω;», αναφέρει ο πρώην ρέφερι και καταλαβαίνει κανείς την απόγνωση στη φωνή του.
«Όταν μπήκα στην αίθουσα του δικαστηρίου και τη βλέπω γεμάτη νομικούς υπεράσπισης, τρελάθηκα. Εγώ, ένας μάρτυρας, μόνος μου, κόντρα στη νομική αφρόκρεμα. Παρόλα αυτά, προχώρησα, γιατί είχα με το μέρος μου την αλήθεια. Όσο ψύχραιμος μπορεί να ήμουν, είπα την πραγματικότητα, όπως έγιναν τα πράγματα. Από το άγχος μου, είχα πιάσει το κουμπί από το σακάκι μου και το γύριζα δεξιά-αριστερά. Και αυτό οι νομικοί το εκμεταλλεύτηκαν. Λες και εγώ πήγα να κάνω τη δωροδοκία…», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το αποτέλεσμα της υπόθεσης… αφαίρεση 4 βαθμών
«Από εκεί και πέρα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία ανέφερε αφαίρεση 4 βαθμών στον Λεβαδειακό, όχι από εκείνη τη σεζόν, αλλά από την επόμενη. Εάν ίσχυε για εκείνη τη σεζόν, θα πήγαινε στα μπαράζ υποβιβασμού». Για την ιστορία, αυτοί που βρίσκονταν στις τρεις τελευταίες θέσεις, έπαιζαν μπαράζ με τρεις ομάδες της Β’ Εθνικής. Τελικά, Εθνικός Πειραιώς και Απόλλων Καλαμαριάς ήταν οι ομάδες που έσωσαν την κατηγορία. Ο Λεβαδειακός, παρά το -4 την επόμενη σεζόν, κατάφερε και την επόμενη αγωνιστική χρονιά να μην υποβιβαστεί.
«Το μήνυμα που πέρασε το ελληνικό ποδόσφαιρο τότε, ήταν ότι “όποιος τολμήσει να κάνει ανάλογη πράξη, θα τιμωρούταν όπως και ο Ακρίδας”», λέει ο Κώστας Ακρίδας και αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς την απογοήτευση στον τόνο της φωνής του.
Ο λόγος που κάποιος γίνεται διαιτητής
Η ερώτηση για το εάν του γινόταν ανάλογη πρόταση τώρα, πώς θα αντιδρούσε σήμερα ήταν εξίσου αναμενόμενη με την απάντηση: «Θα αντιδρούσα με τον ίδιο τρόπο». Ωστόσο, τώρα θα ήξερα το αποτέλεσμα και δεν θα στεναχωριόμουν, γιατί θα γνώριζα ότι επιβιώνουν όσοι λυμαίνονται το ελληνικό ποδόσφαιρο. Από την άλλη, εάν δεν είχα καταγγείλει το περιστατικό και απλώς αρνούμουν τη δωροδοκία, μπορεί να έβγαινε το αποτέλεσμα, να τα έπαιρνε ο μεσάζοντας και να μου έμενε και η ρετσινιά ότι ήμουν ο βρώμικος της υπόθεσης».
Άραγε, γιατί κάποιος να θέλει να γίνει διαιτητής; «Είναι το μικρόβιο. Σαν τον εξαρτημένο από ουσίες άνθρωπο. Είναι να μην μπεις σε αυτόν τον χώρο. Όποιος μπαίνει, ειδικά εάν έχει παίξει ποδόσφαιρο κάποιος, είναι εξαρτώμενος. Νομίζει ότι έχει όλη την εξουσία στα χέρια του και ας μην έχει τίποτα στην ουσία», απαντάει ο κ. Ακρίδας.
Όσον αφορά για το πώς είναι να σε βρίζει ένα ολόκληρο γήπεδο, σημειώνει: «Το να σε βρίζει κάποιος άγνωστος, λες “εντάξει, με βρίζει κάποιος που δεν τον ξέρω”. Το να σε βρίζει κατάφατσα κάποιος που πήγε να σε δωροδοκήσει, εκεί είναι το αποκορύφωμα της αλητείας και της βρωμιάς του ελληνικού ποδοσφαίρου».
Μάγκας ή κορόιδο αυτός που δεν τα παίρνει;
Ο κ. Ακρίδας θυμάται μια ιστορία, όταν και ορίστηκε σε έναν προημιτελικό αγώνα του Κυπέλλου UEFA μεταξύ Μπαρτσελόνα και Άαρχους, παρά το γεγονός ότι ήταν εκτός πινάκων. «Διαιτητής ήταν ο αείμνηστος Μάκης Γερμανάκος», λέει. «Ακολούθησε μετά το ματς το καθιερωμένο δείπνο από τους διοικούντες τους δύο συλλόγους. Ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα μου είπε ότι “ξέρω την περιπέτεια που περάσατε, φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τώρα φυλακή”. Και του λέω ότι “παραλίγο να μπω εγώ φυλακή”. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί…».
«Οι συνάδελφοί μου έχουν μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό μου. Αλλά και οι απλοί φίλαθλοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν πανεπιστημιακό καθηγητή, που τυγχάνει και φίλαθλος, ο κ. Γιανναράς, ο οποίος με το που μπήκε στο κατάστημα που διατηρούσα και είδε τις φωτογραφίες, μου είπε ότι “σε φέρνω παράδειγμα στους μαθητές μου για την εντιμότητα ενός ανθρώπου”. Είμαι υπερήφανος για αυτό που έκανα».
Για το εάν πήραν οι διαιτητές παράδειγμα από εκείνον, απαντάει με ειλικρίνεια: «Δεν το γνωρίζω». Σχετικά με το εάν τον συμβουλεύονται κάποιοι νέοι ρέφερι, αρκεί ένα «μπα».
Σε ερώτηση για το εάν ένας διαιτητής που δεν τα παίρνει είναι μάγκας ή το αντίθετο, τονίζει: «Εάν κάποιος σέβεται την αξιοπρέπειά του, τον εαυτό του και τον κόπο των ποδοσφαιριστών, τότε σίγουρα νιώθει υπερήφανος. Είναι γεγονός ότι εκείνη την εποχή και με όλα αυτά που έγιναν, δέχθηκα πολλά μηνύματα και επιστολές, που άλλοι με έβριζαν και άλλοι μου έλεγαν ότι είμαι άνθρωπος προς αποφυγή. Αυτό ήταν πρωτοφανές, ούτε είχε γίνει πριν, ούτε έχει γίνει και κάτι τέτοιο στο μέλλον».
Επιμένει να είναι «άρρωστος» με τη διαιτησία
Ο Κώστας Ακρίδας πλέον διατηρεί κατάστημα με προϊόντα ομορφιάς, όπου και τον συναντήσαμε. Σε υποθετική ερώτηση που ο χρόνος γύριζε, εάν θα ασχολούταν ξανά με τη διαιτησία, επισημαίνει χωρίς να το σκεφτεί πολύ: «Ναι, είναι ο έρωτάς μου. Πρώτα είναι η οικογένειά μου, μετά η δουλειά μου και μετά η διαιτησία. Άλλωστε, είμαι ακόμη κριτής διαιτησίας τόσο στην ΕΡΑ Σπορ όσο και στην ιστοσελίδα soccerplus.gr και αφιερώνω πολύ χρόνο για τη διαιτησία. Συμβουλευτικά πάντα. Και μπορώ να πω ότι οι ίδιοι οι συνάδελφοι μου λένε ότι είμαι δίκαιος και γι’ αυτό με εκτιμούν και σέβονται τις κρίσεις μου».
Ωστόσο, για τους νέους διαιτητές είναι επιφυλακτικός για τις ικανότητές τους. «Εάν ήμουν τώρα στο γήπεδο, δεν πρόκειται να έκανα τέτοια λάθη. Ακόμη και τώρα, που έχω πάρει τα κιλά μου, χωρίς να τρέχω… Μερικές φορές βγαίνεις από τα ρούχα σου. Γίνονται φοβερά λάθη, που πολλές φορές είναι άγνοια κανονισμών. Ούτε οι νέοι διαιτητές, που βγαίνουν τώρα από τη σχολή, δεν τα κάνουν».
Τέλος, ο Κώστας Ακρίδας και χωρίς να του γίνει σχετική ερώτηση, θέλησε να ευχαριστήσει και τους δημοσιογράφους (ειδικά τον Σπύρο Τσάμη και τον αείμνηστο Τάκη Χαραλαμπίδη) για τη στάση τους σε αυτήν την ιστορία. Όπως λέει, τον στήριξαν περισσότερο από όσο και ο ίδιος θα περίμενε. Σίγουρα, και βάσει του τρόπου που περιέγραψε τα περιστατικά, αρκετά περισσότερο από τους ανθρώπους του χώρου του…