Η νέα ταινία του καταξιωμένου σκηνοθέτη καταγράφει τη συγκίνηση και το ξέσπασμα ενός ολόκληρου λαού που βρισκόταν υπό τον ζυγό της χούντας με αφορμή την ανεπανάληπτη νίκη της ΑΕΚ τον Απρίλη του 1968 στο Καλλιμάρμαρο, που την έστεψε «βασίλισσα της Ευρώπης» στο μπάσκετ
«Η ιστορία μας, όταν παίζουμε θα λέμε την ιστορία μας», είναι τα πρώτα λόγια που ακούγονται στο συγκινητικό τρέιλερ της νέας ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη «1968» από τη φωνή του Αντώνη Καφετζόπουλου για την ιστορική νίκη της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Ηταν 4 Απριλίου του 1968, με 80.000 θεατές στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο και με εκατομμύρια άλλους να ακούν τον αγώνα στο ραδιόφωνο από κάθε μέρος της Ελλάδας. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν επρόκειτο μόνο για μια νίκη -την πρώτη διεθνή νίκη για τη χώρα – αλλά για μια δικαίωση για έναν σύλλογο που φτιάχτηκε από πρόσφυγες, τους χτυπημένους από τη μοίρα και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
80.000 άνθρωποι έσπευσαν να αποθεώσουν την ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο, σπάζοντας το ρεκόρ Γκίνες για τη μεγαλύτερη συνάθροιση σε αγώνα μπάσκετ
Οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν την ομάδα συνώνυμη με την ίδια την Ιστορία τους και, γιατί όχι, τον πολιτισμό τους, ωστόσο στην περίπτωση της περιβόητης νίκης του 1968 αυτοί που χάρηκαν δεν ήταν μόνο οι οπαδοί της ομάδας, αλλά όλοι οι Ελληνες. O συνδυασμός ψυχικής ανάτασης, συγκίνησης και ξεσπάσματος για έναν λαό που βρισκόταν υπό τον ζυγό της δικτατορίας δεν θα μπορούσε να μην εμπνεύσει τον Τάσο Μπουλμέτη, ο οποίος θα θυμάται, ως καθαρόαιμος Αεκτζής, εκείνες τις στιγμές για πάντα. Επομένως δεν είναι τυχαίες ούτε η επιλογή του θέματος ούτε η πρόταση που έγινε στον σεναριογράφο της ταινίας και σκηνοθέτη, όπως ομολογεί μιλώντας σχετικά με την πολυαναμενόμενη ταινία στο «ΘΕΜΑ»: «Μόλις είχα τελειώσει τον “Νοτιά” και δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον κ. Μάκη Αγγελόπουλο, τον πρόεδρο της μπασκετικής ΑΕΚ, που μου πρότεινε να κάνω μια ταινία με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την ιστορική νίκη της ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σας πω ότι η ΑΕΚ είναι η μοναδική ομάδα που διαθέτει Λέσχη Ιστορίας και Πολιτισμού και πολύ πλούσιο αρχείο. Εκτός από τις μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα που άντλησα από το αρχείο, ξεκίνησα να κάνω συνεντεύξεις με ανθρώπους που ζουν ακόμα, όπως ο Πέτρος Πετράκης, φτάνοντας να έχω έτσι στη διάθεσή μου υλικό που ξεπερνούσε τις 17 ώρες».
Αφού λοιπόν έμαθε τα πάντα για την ομάδα και συγκέντρωσε τα στοιχεία που ήθελε -και παραπάνω- ο Μπουλμέτης αποφάσισε να μη μείνει μόνο στο ντοκιμαντέρ αλλά να δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο: ένα docufiction, δηλαδή ντοκιμαντέρ εμπλουτισμένο με μυθοπλασία. Χωρίς να διεκδικεί τα πρωτεία, παραδέχεται ότι δεν είναι ένα είδος γνωστό στην Ελλάδα, χαρακτηριστικά δείγματα του οποίου όμως έχουμε απολαύσει σε σπουδαίες ταινίες και σειρές στο εξωτερικό.
Στο μυαλό του μάλιστα είχε αντίστοιχα υψηλής αισθητικής παραδείγματα όπως το «JFK» ή τη σειρά «Wormwood» του Ερολ Μόρις που διερευνά τα σκοτεινά πειράματα της CIA με το LSD. Το αποτέλεσμα είναι ένα έξοχο παράδειγμα του νέου genre που συνιστά πρόσμειξη πραγματικών δεδομένων με το fiction – και σε αυτή τη βάση κινείται και η ταινία του Μπουλμέτη.
Γι’ αυτό και η δουλειά που είχε να κάνει στην περίπτωση του «1968», ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ήταν διπλή και τριπλή: από τη μια καλούνταν να ελέγξει τη βάση των πηγών τις οποίες, εν πολλοίς, παραθέτει στο ακέραιο και από την άλλη να εμπνευστεί με τη φαντασία το σενάριο. Πολλή σκέψη και ο πήχης ανεβασμένος στα ύψη.
Η ταινία, όμως, χρειαζόταν το βασικό υλικό που μόνο εκείνος ξέρει με τον δικό του τρόπο, δίνοντας στον κόσμο αυτό που έχει ανάγκη. Η συγκίνηση, η ψυχική ανάταση που έκαναν τις ταινίες του -«Πολίτικη κουζίνα» και «Νοτιάς»- να ξεχωρίζουν έχουν άμεσα να κάνουν την ένταση του βιώματος, δηλαδή το να μπορεί κανείς να μετατρέπει σε αισθητικά έργα πράγματα που έχει νιώσει και εποχές που έχουν αλλάξει ή συγκλονίσει την Ελλάδα.
Γεγονότα που δεν θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτυπωθούν με τον πιο ευκρινή τρόπο αν δεν είχαν προηγουμένως φιλτραριστεί μέσα από τις εντάσεις που διαπέρασαν την ψυχή του έφηβου τότε Μπουλμέτη: «Μα πώς να αγγίξει πραγματικά μια ταινία αν δεν είναι σε κάποιον βαθμό βιωματική;» αναρωτιέται επικαλούμενος διάφορα χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς ο κόσμος αντιλαμβάνεται πότε ο δημιουργός μιλάει από την ψυχή του, αλλά και το πώς ο ίδιος θυμάται εκείνη τη στιγμή της νίκης της ΑΕΚ σαν να είναι τώρα. «Ηθελα να κάνω μια ταινία που να αγγίξει τον κόσμο και νομίζω πως αυτή διαθέτει χιούμορ και ένταση και συγκινεί». Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει για ακόμα μία φορά η μουσική με την υπογραφή της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, η οποία ξανασυνεργάζεται με τον Τάσο Μπουλμέτη.
«Μια σαραντάρα θα φάμε τουλάχιστον», ακούγεται στο τρέιλερ να λέει με απαισιοδοξία ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης πριν από τον αγώνα. Στην ταινία υποδύεται έναν μπουζουξή, στο μαγαζί του οποίου ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι για τον πανευρωπαϊκό τίτλο
Στο πρωτότυπο soundtrack ανακατεύονται ιδανικά τα λαϊκά με τα συμφωνικά ακούσματα και όλα δείχνουν πως πρόκειται για έναν δίσκο που αναμένεται και πάλι να ξεχωρίσει, όπως συνέβη και με την «Πολίτικη κουζίνα». Στο τέλος μάλιστα ακούγεται η μυθική φωνή του Βασίλη Γεωργίου, ο οποίος έχει στοιχειώσει την ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Ηταν μάλιστα ο πρώτος σχολιαστής που μετέδωσε, το 1969, απευθείας αγώνα μπάσκετ για την ελληνική τηλεόραση. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι μέχρι τότε άπαντες άκουγαν τους αγώνες από το ραδιόφωνο – είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές από το τρέιλερ με τον Μανώλη Μαυροματάκη να υποδύεται έναν εισπράκτορα λεωφορείου που έχει κολλημένο το αυτί του στο τρανζιστοράκι. Καθώς λοιπόν δεν υπήρχαν ακόμα τηλεοπτικές μεταδόσεις, όλοι άκουγαν τη ζωντανή μετάδοση από το ραδιόφωνο.
Για την ακρίβεια, ο αγώνας της ΑΕΚ το 1968 μεταδόθηκε ζωντανά από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, με τη συγκλονιστική ραδιοφωνική περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου και αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο βινυλίου. Κανείς δεν ξεχνάει την τρεμάμενη, συγκινημένη φωνή, τα κρεσέντο στο τέλος και τους ανυπέρβλητους πανηγυρισμούς, αφού ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα μπορούσε να χαρεί για μια τεράστια νίκη με απήχηση σε διεθνές επίπεδο, για την οποία έγραφαν κορυφαίες αθλητικές εφημερίδες και έντυπα όπως η «Equipe» η οποία ανέφερε: «Η 4η Απριλίου 1968 θα αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του μπάσκετ. Θεέ μου, τι βοή ήταν αυτή χθες βράδυ στην Αθήνα! Ποτέ δεν έχει δημιουργηθεί παρόμοια ατμόσφαιρα μπάσκετ, τόσο εξαιρετική αλλά και τέτοιου πάθους».
Η σπουδαία σημασία του 1968
Εννοείται πως ο τίτλος «1968», δηλαδή η καταγραφή μιας ημερομηνίας, έχει τεράστια σημασία γιατί ήταν η χρονιά που ήρθαν τα πάνω κάτω σε όλο τον πλανήτη. «Την ημέρα που πήραμε το Κύπελλο σκοτώθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ», μας θυμίζει ο Μπουλμέτης. «Πριν από έναν μήνα είχαν συμβεί τα γεγονότα στο Βιετνάμ ενώ δύο μήνες νωρίτερα είχε ξεκινήσει η Ανοιξη της Πράγας – μην ξεχνάμε ότι παίζαμε με αντίπαλους Τσέχους-, έναν μήνα μετά ακολούθησε ο Μάης του ’68, ενώ στην Ελλάδα είχαμε τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Γενικότερα το 1968 ήταν μια χρονιά με συνταρακτικές αλλαγές με τεράστιο αντίκτυπο. Στην ερώτηση, ωστόσο, αν η ριζοσπαστικοποίηση που έφερε το 1968 σε διάφορες χώρες εκφραζόταν με την τεράστια κινητοποίηση του κόσμου στο Καλλιμάρμαρο η απάντηση του Μπουλμέτη είναι αρνητική: «Η αλήθεια είναι πως δεν μου επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο όσοι έτυχε να ζήσουν αυτή την εμπειρία. Ωστόσο παρότι δεν επρόκειτο για μια πολιτική χρωματισμένη συνάθροιση, ήταν τέτοια η μαζική κινητοποίηση του κόσμου που δεν μπορούσε να μη λειτουργήσει ενωτικά, δηλαδή ένωσε διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις και ομάδες. Δεν ήταν μια συγκέντρωση και μια νίκη που αφορούσε την ΑΕΚ μόνο, αλλά ολόκληρη την Ελλάδα».
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι «μικροί» παίκτες της ΑΕΚ σε σχέση με τα τεράστια ονόματα της Σλάβια Πράγας έμοιαζαν κυριολεκτικά με μικροί Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ. «Μια σαραντάρα θα φάμε τουλάχιστον» ακούγεται στο τρέιλερ να λέει με απαισιοδοξία ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης αποδεικνύοντας πόσο σπουδαία ήταν η τεράστια νίκη της ΑΕΚ με 89-82 επί της Σλάβια Πράγας.
Εξίσου θριαμβευτικό είναι και το καστ αφού εκτός από τον, επίσης Αεκτζή, Αντώνη Καφετζόπουλο, ο οποίος επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, τα ονόματα που συμμετέχουν είναι πρώτης γραμμής και από διαφορετική άποψη: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Ορφέας Αυγουστίδης, Στέλιος Μάινας, Βασιλική Τρουφάκου, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Αντώνης Αντωνίου, Ερρίκος Λίτσης και Γιώργος Μητσικώστας. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια ελληνική ταινία που περιμένει ο κόσμος με αγωνία εδώ και μήνες, όπως κάθε νέα δουλειά του Τάσου Μπουλμέτη.