Από την πιο νεαρή ηλικία, από 2-3 ετών, αφήνουμε το παιδί να σχεδιάσει ελεύθερα. Θα δούμε το μολύβι του να κινείται αρχικά τυχαία πάνω στο χαρτί. Τότε θα προκύψει μια ομοιότητα, θα γεννηθεί μια επιτυχία, που το παιδί θα επαναλάβει μέχρι να την αυτοματοποιήσει. Άλλες προσπάθειες θα ακολουθήσουν, άλλες επιτυχίες θα εμφανιστούν, οι προσπάθειες που απέτυχαν αυτόματα θα εγκαταλειφθούν. Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι η διαδικασία προσπάθειας και λάθους που έχουν κάποιοι ψυχολόγοι. Οι κινήσεις του παιδιού δεν είναι καθόλου άσκοπες. Ακολουθούν πειραματικά σημάδια. Έχουν σκοπό, καρπός μερικές φορές μιας αρχής της διαισθητικής και ατομικής εκτίμησης, ως επί το πλείστον των σχέσεων που γεννιούνται με το περιβάλλον στο οποίο ένα δυνατό συναίσθημα το σπρώχνει να ενσωματωθεί. Αυτή η ολοκλήρωση είναι που το εμπνέει ή εκείνοι από τους συμμαθητές του που έχουν κατακτήσει ήδη μια αξιοζήλευτη γνώση. Έρχεται φυσικά σε αρμονία με πετυχημένες πράξεις από άλλους, όπως θα προσπαθήσει να έρθει σε αρμονία με ένα όμορφο τοπίο, ένα συγκινητικό αντικείμενο ή αριστουργήματα ενηλίκων. Ωστόσο -κι αυτό είναι ουσιώδες- το παιδί δεν αντιγράφει. Δεν προσλαμβάνει την εμπειρία των άλλων για να την παραθέσει στην δική του. Ιδιοποιείται αυτή την εμπειρία, την υιοθετεί, την συνενώνει και την ενσωματώνει στη δική του διαδικασία εργασίας και ζωής μέχρι να της αποδώσει μια πρωτότυπη προσωπικότητα. Με τον τρόπο αυτό στα σχολεία όπου δουλεύουν σύμφωνα με τις μεθόδους μας έχει καθιερωθεί ένα είδος σχολείου όπως στη ζωή, μια προφορά στη γλώσσα και ιδιαίτερες τάσεις πνεύματος και ζωής. Εκεί παράγεται ό,τι παράγεται ομοίως για τη γλώσσα, που υποβάλλεται πάντα σε έναν επιτονισμό ανεξίτηλο, χαρακτηριστικό της διαλέκτου. Κάθε μαθητής οικοδομεί την ιδιαιτερότητά του και δραστηριοποιεί την επιτυχία του σε ένα πλαίσιο οικογενειακής ομοιότητας που δεν αποτελεί περιορισμό, αλλά απλώς ένα στοιχείο ατμόσφαιρας και κλίματος.
Δεν υπάρχει μάθημα, αλλά θεμελιώδης εμπλουτισμός
Με τη διαδικασία αυτή, χωρίς προκαθορισμένο κανόνα, χωρίς αντιγραφή μοντέλων, χωρίς καμία εξωτερική εξήγηση, το παιδί κατακτά πειραματικά τη γνώση του σχεδίου και του χρώματος, όπως κατακτά τη γλώσσα. Από αυτή την στιγμή, μπορεί να περπατήσει και δεν υπάρχουν εξηγήσεις που μπορούμε να του δώσουμε που θα τροποποιήσουν τον τρόπο που περπατάει. Μπορεί να μιλήσει και θα πρέπει μόνο να τελειοποιήσει την τέχνη του. Μπορεί να σχεδιάσει και να ζωγραφίσει και θα είναι ικανό να αντιμετωπίσει πειραματικά τις δυσκολίες στις οποίες θα κυριαρχήσει με τις ίδιες μεθόδους εμπλουτισμού. Αλλά το άτομο, θα μας πουν, δεν θα μείνει ως εκ τούτου σε ένα παιδικό στάδιο και δεν θα κλειστεί για το μέλλον στην απαραίτητη πρόοδο που επιτρέπει μια μεθοδική μύηση που έχει γίνει καλά κατανοητή; Έχουμε δείξει το πρώτο στάδιο της μεθόδου. Τώρα μένει να εξετάσουμε μια άλλη άποψη δύο προσεγγίσεων στην εκπαίδευση, τη δική μας και αυτή των μεθόδων που ονομάζουμε παραδοσιακές.
Εάν, τη στιγμή που το παιδί στηρίζεται στη δοκιμή και στο λάθος για να αποκτήσει τη γνώση της γλώσσας, σταματούσε συστηματικά και με έναν αυταρχικό τρόπο την πολύπλοκη προσπάθειά του για να τον διδάξουμε τον συλλαβισμό και την ανάγνωση λέξεων έξω από την προσωπικότητά και τη σκέψη του, θα προέκυπτε μια αταξία και μια ανισορροπία που θα επιβράδυναν ασφαλώς την εξέλιξή του, με τρόπο ανεπανόρθωτο. Εάν στο παιδί που ξεκινάει να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει έργα πρωτότυπα και συγκινητικά, του πούμε ότι: «Η μέθοδος που ξεκινάς δεν είναι σωστή. Δεν θα πρέπει να πηγαίνεις τόσο στην τύχη με τις ιδιοτροπίες της ζωής σου. Πρέπει να κατασταλάξεις σε μια μέθοδο. Θα απομονώσουμε για σένα, προκειμένου να διαβαθμίσεις την προσέγγιση, τις δυσκολίες που εσύ θα προσέγγιζες απερίσκεπτα στην περίπλοκη ολότητά τους. Θα σου μάθουμε να συνδυάζεις τα συστατικά μέρη για να καταφέρεις να συναρμολογείς ξανά τους μηχανισμούς, όπως ο έμπειρος μηχανικός συναρμολογεί ξανά τα μέρη ενός ποδηλάτου. Θα σχεδιάζεις ίσιες γραμμές, μετά διακεκομμένες ή στρογγυλές. Θα αντιγράφεις λουλούδια και δέντρα. Θα σου πούμε τα μυστικά των προοπτικών και των σκιών στο σχέδιο βλέποντας ένα μύλο του καφέ ή το καπέλο του διευθυντή». Τότε, όλη η εκπαιδευτική διαδικασία θα επαγόταν σε μια ψευδοεπιστήμη: «Θα τραγουδούσες πιο καλά, αλλά δεν ξέρεις τις νότες… Θα πρέπει να καλύψεις αυτή τη διαφορά. Θα ξέρεις να λύσεις τα προβλήματα με μεθόδους της κοινής λογικής γεννημένα από την δικιά σου εμπειρία, αλλά θα πρέπει να μάθεις να αιτιολογείς τη λύση. Θα πρέπει να γνωρίζεις τους κανόνες γραμματικής και γλωσσολογίας».
Πρόκειται, στην αρχή της σχολικής ζωής, για μια αναταραχή των προτύπων της μάθησης των παιδιών. Γι’ αυτό πρέπει να προσδιορίσουμε το χάσμα για το οποίο μιλάνε συχνά οι ψυχολόγοι. Ό,τι είχε κατακτήσει τόσο καλά μέχρι εκείνη τη μέρα για τη δόμηση της ζωής γίνεται μηδαμινό και ανεπιθύμητο. Μια πραγματική αποδιοργάνωση που διαταράσσει και αποσταθεροποιεί τη συμπεριφορά των παιδιών που δεν συνδέουν πια τα δεδομένα της σχολικής νοημοσύνης με τις απαιτήσεις της δικής τους ζωής. Όλη η επακόλουθη σχολική συμπεριφορά πρόκειται να επηρεαστεί: Το παιδί δεν αναγνωρίζει πια τον εαυτό του σε έναν καινούργιο κόσμο που δεν είναι στα μέτρα του και για τον οποίο δεν διακρίνει πια καμία πρόοδο, κανένα σκοπό. Ο μόνος πόρος που τον συγκρατεί από το να βουλιάξει είναι η μίμηση των ιδεών και των κινήσεων των άλλων. Αυτή η διαταραχή της συμπεριφοράς, διαταραχή ως απόδειξη ενάντια στον σχολαστικισμό, είναι, δυστυχώς, μια εμπειρική πραγματικότητα που αρκεί να επισημανθεί για να καταγγείλουμε τη βαρύτητα και τις συνέπειές της.
Ένα παιδί έξι ετών χειρίζεται το μολύβι και τα χρώματα με εκπληκτική επιδεξιότητα. Κάθε γραμμή έχει γι’ αυτό ένα σίγουρο και οριστικό νόημα, κάθε πινελιά εντάσσεται αριστοτεχνικά σε ένα εποικοδομητικό έργο. Το σχέδιο και η ζωγραφιά αποτελούν γι’ αυτό φυσικές (naturelles) και συναρπαστικές δραστηριότητες, όπως το βάδισμα και η γλώσσα, το τραγούδι και ο χορός. Εξελίσσεται με ασφάλεια. Οδηγήστε αυτό το παιδί σε ένα από τα νηπιαγωγεία ή τους παιδικούς σταθμούς όπως εξακολουθούμε να τα γνωρίζουμε, όπου η πρακτική τους είναι τα «σταυρωμένα χέρια», η αντιγραφή του μοντέλου και η υπακοή σε αυταρχικές διαταγές με μια στρεβλή τεχνική βελτίωσης: σφραγίδες από καουτσούκ, αυτή η σύγχρονη καταστροφή. Ο δάσκαλος κυκλοφορεί στις τάξεις και, με μια σφραγίδα, τυπώνει στο τετράδιο ένα λουλούδι ή μια μπανάνα. Και το παιδί θα περάσει ένα μέρος του πρωινού του να χρωματίσει το λουλούδι ή την μπανάνα. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει το μισοφέγγαρο, το τετράγωνο ή το τρίγωνο.
Σε μερικές μέρες, το ξόρκι της δημιουργίας σπάει, το κομμένο καλώδιο που συνδεόταν η τεχνική με τη ζωή. Ένα φράγμα από συρματοπλέγματα θα απαγορεύσει τη «βασιλική» οδό στην οποία το παιδί περπατούσε χωρίς φόβο, στην επιτυχία από τις κατακτήσεις. Κι αυτό που είναι σοβαρό είναι ότι αυτό το πραξικόπημα ενάντια στον φυσικό του προορισμό τού προκαλεί μια θανάσιμη αμφιβολία. Πείθεται λίγο – λίγο ότι ακολούθησε τον λάθος δρόμο και αναζητεί μάταια μέσα στην ομίχλη μια αποφασιστική διακλάδωση, τα μονοπάτια που στο εξής θα ακολουθήσει. Όποιες κι αν είναι οι επακόλουθες αποτυχίες, κινδυνεύει να μην μπορεί πλέον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω για να ξαναβρεί τα αρχικά θεμέλια μιας αρμονικής ανόδου. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να του προτείνουμε παρόδους.
Πρέπει να δούμε σε αυτό το σφάλμα προσανατολισμού την πραγματική αιτία των αυξανόμενων ελλείψεων των παιδιών που αντιμετωπίζουν ακαδημαϊκές δυσκολίες. Οι μαθητές που δεν προσαρμόζονται είναι αποπροσανατολισμένοι και αποδυναμωμένοι. Δεν θέλουν ούτε να αναζητήσουν ούτε να δημιουργήσουν. Η περιέργειά τους εξασθενεί μέχρι να σβήσει οριστικά. Είναι όπως εκείνα τα παιδιά των οποίων η κακή διατροφή εκλαμβάνεται ως αποστροφή προς το φαγητό και πρέπει να δίνουμε την τροφή με δυσκολία, κουταλιά – κουταλιά. Η έλλειψη όρεξης μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην ανορεξία. Οι μαθητές μας είναι όσο ποτέ άλλοτε θύματα κάποιου είδους πνευματικής ανορεξίας και η δύναμη βρίσκεται στους εκπαιδευτικούς που εμπλέκονται σε αυτό το αδιέξοδο, να αναζητήσουν τους τρόπους και τις διαδικασίες -ακόμα και αναγκαστικά με διασωλήνωση- που θα αποτρέψουν τον ασθενή να πεθάνει από την πείνα. Στα τρέχοντα δεδομένα ενός σχολείου που δεν είναι βασισμένο στην ζωή, οι φυσικές διαδικασίες είναι αναμφίβολα ελαττωματικές. Οι σχολαστικές λύσεις μπορεί να είναι δυνατές μόνο σε ένα σχολαστικό περιβάλλον. Θα καταδείξουμε τη ματαιοδοξία τους και το κακό που προκαλούν τροποποιώντας το εμποτισμένο περιβάλλον εφεξής με ελεύθερη και δημιουργική δραστηριότητα, επιθυμία για εργασία, ανάγκη εμπλουτισμού και γνώσης, ζωής. Σε αυτό το περιβάλλον, όπως στα διάφορα γεγονότα της παιδικής ανάπτυξης, το άτομο δεν σταματά ποτέ στα μισά του δρόμου, εκτός εάν σοβαρά φυσιολογικά ελαττώματα διαταράσσουν σημαντικά την ανάπτυξή του.
Στον δρόμο προς την ανάπτυξη, το παιδί δεν γνωρίζει κανένα σημείο στάσης που δεν προσπαθεί να ξεπεράσει. Δεν έχουμε δει ποτέ παιδί να σταματάει απότομα να μιλάει, αυτό που είναι ο θάνατος ή ένα επικίνδυνο βήμα προς τον θάνατο. Δεν έχουμε δει ποτέ παιδί να σταματάει να περπατάει για να ξαναγυρίσει στο μπουσούλημα. Στη διαδικασία της μεθόδου της δοκιμής του σωστού και του λάθους, δημιουργούμε ένα συνολικό πλαίσιο γι’ αυτό το καθολικό χαρακτηριστικό της ζωής που τείνει να ξεπεραστεί και να μεγεθυνθεί. Το παιδί έχει συνειδητοποιήσει με κόπο, αλλά με έναν αδιάκοπο ενθουσιασμό, τις πρώτες του εμπειρίες. Τις εξέλιξε και τις περιέπλεξε προσαρμόζοντάς τες στις ζωτικές του ανάγκες, αντλώντας έμπνευση από τα πλούτη του περιβάλλοντος. Θα συνεχίσει και θα αναπτύξει την κουλτούρα του με την ίδια τεχνική. Αλλά, σε αυτό το στάδιο, δεν θα συνεχίσει να μιμείται τους πιο έξυπνους συμμαθητές του. Θα θελήσει να ψάξει και να ενημερωθεί στα βιβλία, στα μουσεία, σε εκθέσεις όπου θα πάρει τον χυμό με τον οποίο θα φτιάξει το μέλι του.
* Η Παναγιώτα Κορτέση είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών και συνεργάτης του «Σκασιαρχείου». Το πρώτο μέρος του κειμένου δημοσιεύτηκε στο «Παιδεία και Κοινωνία», τχ. 122, «Αυγή» της Κυριακής 5/11/2017, σελ. 16 – 17