Αυτό περίπου είναι το αποτύπωμα μιας ενημερωτικής παρακμής που όμοιά της δεν έχει συντελεστεί -παρά τους μεγάλους κλυδωνισμούς- σε χώρα της κατά τεκμήριον «Δύσης»
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Να είμαι απόλυτα ειλικρινής: παρακολουθώντας την έκτακτη εκπομπή που έβγαλαν στον αέρα οι εν απογνώσει συνάδελφοι του Mega, μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την κατάθεση αίτησης απόκτησης άδειας, έπιασα τον εαυτό μου να πλημμυρίζει από δηλητηριώδη χαιρεκακία: «Ρε παιδιά, πού ήσασταν όταν έκλειναν το Alter, η “Ελευθεροτυπία”, ο Flash παλιότερα, ο “Επενδυτής”, η ΕΡΤ, τα μέσα του ΔΟΛ και του Μπόμπολα -για όσο διάστημα έμειναν εκτός κυκλοφορίας- κι όλα τα άλλα Μέσα που σήμερα έχουν εξαφανιστεί, αλλά αντιπροσώπευαν εκατοντάδες θέσεις εργασίας;». Έπειτα, ήρθα στα συγκαλά μου, «τι λες, ρε ηλίθιε», σκέφτηκα, «δεν καταλαβαίνεις ότι κάθε λουκέτο ακρωτηριάζει και σένα τον ίδιο και ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα του καθενός να βρει μια δουλειά;». Αυτή θα ήταν η μόνη ορθολογική αντίδραση των εργαζομένων ενός κλάδου που συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά της καταστροφικής μνημονιακής και προ-μνημονιακής «αναδιάρθρωσης».
Προσωπικά, τα τελευταία δώδεκα χρόνια έχω ζήσει τρεις φορές ανάλογη κατάσταση εγκατάλειψης των Μέσων από τους ιδιοκτήτες τους: στον Flash, το 2006, όταν ο Σ. Κόκκαλης επιχείρησε να εκβιάσει με λουκέτο την παράκαμψη των ρυθμίσεων του «βασικού μετόχου». Για μήνες οι εργαζόμενοι κρατήσαμε ζωντανή τη συχνότητα σε μιαν άτυπη αυτοδιαχείριση, μέχρι ο Κόκκαλης ν’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα τρικ των αχυρανθρώπων και ν’ αναλάβει την ιδιοκτησία του. Ο Flash είναι σήμερα νεκρή συχνότητα, παρότι έχει νομοθετικά παραχωρηθεί σε ομάδα εργαζομένων. Στον «Επενδυτή», το σκηνικό επαναλήφθηκε δύο φορές: μια το 2011-2012 επί του άλλοτε κραταιού Κ. Γιαννίκου και μια το 2013-2014, με «ξαφνικό θάνατο» στα χέρια των Σκαναβή – Μπενέκου, συνιδιοκτητών και του «Ελεύθερου Τύπου», τον οποίο επίσης είχαν αποκτήσει έπειτα από «ξαφνικό θάνατο» στα χέρια της Γ. Αγγελοπούλου, η οποία με τη σειρά της τον είχε αποκτήσει με τη «μαγική» διαμεσολάβηση του Β. Μαρινάκη, ιδιοκτήτη του ενός 24ωρου. Οι λεπτομέρειες αυτών των ιστοριών αποκαλύπτουν το αιμομεικτικό παρασκήνιο στις εσωτερικές σχέσεις της εγχώριας επιχειρηματικής – μιντιακής διαπλοκής.
Σ΄ όλες αυτές τις περιπτώσεις, και σε όσες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, οι εργαζόμενοι βρεθήκαμε να υπερασπιζόμαστε όχι τόσο τις θέσεις εργασίας μας, το περιεχόμενό της και τελικά το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης, αλλά τα ισχυρά brands που αποτελούσαν τα ΜΜΕ που απειλούνταν ή καταδικάστηκαν οριστικά σε λουκέτο. Ήταν ένα εξαιρετικά επισφαλές επιχείρημα που υπονοούσε και αποδεχόταν την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν στον δημόσιο βίο της χώρας τα brands αυτά και τελικά, μέσω αυτών, οι ιδιοκτήτες τους. Η ανεπάρκεια αυτού του υπόρρητου -και μάλλον απέλπιδος- επιχειρήματος φαίνεται εκ του αποτελέσματος. Αν κάποιος από το 2008 μεταφερόταν απευθείας στο 2018 και αντιμετώπιζε τα ΜΜΕ ως καθρέφτη της χώρας, θα πίστευε ότι βρίσκεται σε άλλη χώρα.
Η μιντιακή Ελλάδα του 2018 είναι κυριολεκτικά μια άλλη χώρα, με τον Τύπο στο ναδίρ της οποιασδήποτε επιρροής του, οικονομικής, κοινωνικής ή πολιτικής. Οι κυκλοφορίες των ημερήσιων εφημερίδων -πολιτικών και αθλητικών- δεν ξεπερνούν τις 90.000, των κυριακάτικων τις 300.000, όταν πριν από μια δεκαετία ήταν τουλάχιστον πενταπλάσιες. Και γι’ αυτές τις κυκλοφορίες υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες, αφού το μοναδικό πρακτορείο διανομής, μετά το λουκέτο της «Ευρώπης», ανήκει σε ιδιοκτήτες των εμφανιζόμενων δύο πρώτων σε κυκλοφορία εφημερίδων. Στις ραδιοφωνικές συχνότητες τα ενημερωτικά ραδιόφωνα τείνουν να εξαφανιστούν: στις 30 μετρήσιμες ακροαματικότητες μόλις πέντε αφορούν ενημερωτικούς σταθμούς, με ισχνές επιδόσεις, τα υπόλοιπα μοιράζονται σε μια πανσπερμία μουσικών κάθε γούστου. Στην τηλεθέαση ελάχιστη βαρύτητα έχουν πια οι ειδήσεις και οι λίγες ενημερωτικές εκπομπές, οι «αναμετρήσεις» αφορούν ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα που κινείται μεταξύ χαζοχαρούμενης κωμωδίας, ριάλιτι, τηλεπαιχνιδιών και ερωτικών μελό. Και στο Διαδίκτυο επικρατεί ιδιοκτησιακό χάος, με διακύβευμα μια διαφημιστική πίτα που την καθορίζουν τα παγκόσμια μονοπώλια διαδικτυακών υπηρεσιών, με πρώτη την Google, σε ρόλο μεγάλου αδελφού που υποκλέπτει κάθε πληροφορία η οποία προδίδει τις καταναλωτικές ή άλλες προτιμήσεις των ανυποψίαστων χρηστών.
Αυτό περίπου είναι το αποτύπωμα μιας ενημερωτικής παρακμής που όμοιά της δεν έχει συντελεστεί -παρά τους μεγάλους κλυδωνισμούς- σε χώρα της κατά τεκμήριον «Δύσης». Έπειτα από δύο δεκαετίες «εξυγιαντικών» παρεμβάσεων -από τον «βασικό μέτοχο» μέχρι τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες-, η βασική συνθήκη της ελληνικής μιντιοκρατίας δεν έχει αλλάξει. Τα ΜΜΕ παραμένουν σπορ μιας επιχειρηματικής ελίτ που δεν αγοράζει συχνότητες και brands, αλλά το δικαίωμα να είναι στο παιχνίδι επιρροής στον δημόσιο βίο και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Μόνο που αυτή τη φορά η αγορά επιρροής είναι τόσο τραγικά συρρικνωμένη, ώστε ακόμη κι αν μετατραπεί σε εργοστάσιο υπερπαραγωγής fake news -η τελευταία πηγή συλλογικής ανησυχίας- το αποτέλεσμα θα είναι φτωχό. Τα ΜΜΕ του 2018 είναι σκιές των εαυτών τους, fake media μιας σχεδόν έκπτωτης 4ης εξουσίας.
Πηγή: http://www.avgi.gr