Αυτή η σκέψη κίνησε στο χαρτί το µολύβι του συγγραφέα του µυθιστορήµατος: «Με Λένε Κωσταντή-Αγά». Στην καρέκλα του συγγραφέα κάθεται πράγµατι ένας δάσκαλος. Ένας πανεπιστηµιακός δάσκαλος ο οποίος µελέτησε ιδιαίτερα και εµβάθυνε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Με το νέο συγγραφικό έργο ο οµότιµος καθηγητής Γενετικής του Τµήµατος Βιολογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών, πρώην πρύτανης και πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Σταµάτης Αλαχιώτης ξεφεύγει από τους κώδικες του γενετικού υλικού και χαρτογραφεί το γονιδιακό υπόβαθρο της ψυχής και του νου του ανθρώπου που δίνει καθηµερινά µάχη για το αυτονόητο. Φωτίζει τα παρασκήνια της ζωής όπου ζουν και κινούνται άνθρωποι υπηρετώντας αθόρυβα το προσκήνιο της ζωής. Πρόκειται για ένα κοινωνικό µυθιστόρηµα µε βαρυσήµαντα µηνύµατα. Κυκλοφόρεί από τις εκδόσεις «Λιβάνη». Το αφιερώνει στα εγγονάκια του Σταµάτη και ∆ήµητρα «µε την ελπίδα ν’ αυγατίσουν τη µαγιά που φουσκώνει την ανθρωπιά». Η γλώσσα που χρησιµοποιεί στο νέο του βιβλίο, ο Σταµάτης Αλαχιώτης, γοητεύει τον αναγνώστη. Η δυναµική της είναι τέτοια που τον αποκόβει από το φυσικό του χώρο και τον τρυπώνει κάπου εκεί πίσω από µια πεζούλα να παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή του Κωσταντή Αγά. «Τον λεβεντάνθρωπο κι απροσκύνητο στην εξουσία» όπως σηµειώνει ο συγγραφέας περιγράφοντας πως πρόκειται «για ένα ξεχωριστό άνθρωπο, ντόµπρο, κιµπάρη, συµπονετικό, αλλά κι αµείλικτο εκεί που έπιανε την αδικία και την ατιµία στα πράσα, µια ποιοτική µαγιά που φουσκώνει την ανθρωπιά, µια φιγούρα που ταξιθετεί την χαοτική σκέψη, η οποία τιµονεύει και την εποχή µας, µπροστάρης µιας κοινωνίας βασανισµένων ανθρώπων, που δεν τους άφηναν οι βρικόλακες της ελεύθερης αγοράς να βρουν στασίδι στη νέα εποχή την οποία κουβαλούσε το ξεµύτισµα της δεκαετίας του ’60, και τους ανάγκαζαν να παραµένουν όρθιοι να τους κτυπά ανελέητα ο χαοτικός ανεµοστρόβιλος του νέου πολιτισµού των αετονύχηδων. Ο πολιτισµός, που εξανέµιζε το βιός τους». Ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι τα περιγραφόµενα δεν αποτελούν µυθιστορηµατικά τεχνάσµατα αλλά για µεταφορά της σηµερινής πραγµατικότητας. «Τα ίδια δεν συνέβαιναν και στο ξεµύτισµα της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα που αγγίζει το βιβλίο; Με το µυθιστόρηµα αυτό επιχειρείται µια στοχευµένη ανακατασκευή του χρόνου, εµπλουτισµένη µε πολιτικές πινελιές και επιλεγµένα εκλαϊκευµένα φιλοσοφικο επιστηµονικά ψήγµατα, απαραίτητα να στολίσουν την αφήγηση και να κάνουν πιο κατανοητές τις συµπεριφορές και τις πράξεις των ηρώων του βιβλίου και των ανθρώπων γενικότερα. Το πόνηµα αυτό φιλοδοξεί να είναι ένας φόρος τιµής στον κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για το αυτονόητο: Να ζήσει απροσκύνητος και ελεύθερος, για να κάνει τον χορτασµένο να πιστέψει τον πεινασµένο» σηµειώνει ο συγγραφέας καταλήγοντας το µυθιστόρηµά του συνοψίζοντας σε µία µεστή φράση τη ζωή του Κωσταντή Αγά και των συγχωριανών του: «Αξίζει να ζεις και να σε φοβάται ο χάρος, Να πεθαίνεις και να µην φοβάσαι τον χάρο».