Οι πολιτικοί μας πρέπει να αντιμετωπίζουν τα θέματα εν τη γενέσει τους, προτού παγιωθούν καταστάσεις

Από τον Δημήτρη Γαρούφα

Σίγουρα με έκπληξη θα διάβασαν οι Ελληνες πολίτες προ ημερών δήλωση του υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά για τα λάθη του παρελθόντος στο θέμα των Σκοπίων, με επισήμανση ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν απέτρεψε το 1977 την καταχώριση της γλώσσας των Σκοπίων ως «μακεδονικής» στον ΟΗΕ κ.λπ. Δεν γνωρίζω κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι έγιναν μεγάλα λάθη στο θέμα των Σκοπίων από την εποχή του Εμφυλίου ακόμα, αλλά και μετέπειτα, λάθη άγνωστα στο ευρύ κοινό, για τα οποία ευθύνονται όλες οι μετά το 1950 κυβερνήσεις που, δεχόμενες πιέσεις από τις ΗΠΑ, «καλόπιαναν» τον Τίτο και δυστυχώς υπέγραφαν και συμβάσεις (βλ. άρθρο 7 του Ν.Δ. 4009/23-10-1959 ΦΕΚ 238Α) με τη Γιουγκοσλαβία, στις οποίες γινόταν και ευθεία αναφορά στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Υπενθυμίζω, ακόμη, ότι την περίοδο από το 1956 έως το 1966 «διευκολύνθηκαν» να φύγουν από τα Σκόπια 3.500 Ελληνες Σαρακατσάνοι των οποίων είχαν δημευτεί οι περιουσίες, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Ούτε μία αναφορά δεν έγινε στα ελληνικά ΜΜΕ και καμιά κρατική φροντίδα δεν υπήρξε γι’ αυτούς τους ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στο Ελευθέριο – Κορδελιό Θεσσαλονίκης και με σκληρή δουλειά πρόκοψαν, αποτελώντας σήμερα το 20% του πληθυσμού. Η Ελλάδα έως το 1990 βολευόταν να λέει ότι θεωρεί ανύπαρκτο το πρόβλημα, οι ιθύνοντες «πίστευαν» (;) ότι με αυτόν τον τρόπο λύνεται, και δεν παρακολουθούσαν επαρκώς το τι γίνεται στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα πολλά λάθη.

Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι το 1992 η Διεύθυνση Απόδημου Ελληνισμού του υπουργείου Εξωτερικών σε έκδοσή της υπολόγιζε τους Ελληνες της Βουλγαρίας σε δέκα άτομα (!), τη στιγμή που από το 1990, με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι 15.000 Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας είχαν οργανωθεί σε 18 συλλόγους σε ισάριθμες πόλεις, μιλούσαν για την ελληνική καταγωγή τους και ζητούσαν φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας, ενώ η ίδια κινητικότητα παρατηρούνταν και στα απομεινάρια του Ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας…

Αγανακτισμένος, ο τότε πρόεδρος των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας Δ. Γρίβας στο αντάμωμα των Σαρακατσάνων στην πόλη Σλίβεν, μιλώντας στις 15-08-1993 ενώπιον 3.000 Σαρακατσάνων, παρουσία του αντιπροέδρου της Βουλγαρικής Δημοκρατίας και υπουργών, δήλωσε: «Είμαστε γνήσιοι Ελληνες από τα Αγραφα και φιλοδοξούμε να λειτουργούμε ως γέφυρα φιλίας ανάμεσα στην προγονική πατρίδα Ελλάδα και τη Βουλγαρία όπου ζούμε».

Ακολούθησε στο μικρόφωνο ένα κοριτσάκι 10 χρόνων, που απήγγειλε με καθαρά ελληνικά: «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό και στη μέση χαραγμένο έναν, κάτασπρο σταυρό…» Δίπλα μου, στην εξέδρα των επισήμων, βρισκόταν ελληνομαθής Βούλγαρος πολιτικός, ο οποίος έσκυψε και μου ψιθύρισε: «Το αίμα νερό δεν γίνεται…» Τελικά, η τότε υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού αναγνώρισε το λάθος (υπάρχει στο αρχείο μου η απάντησή της σε υπόμνημά μου) κι έκτοτε πρόσφερε πολλά στον άγνωστο Ελληνισμό των Βαλκανίων.

Επισημαίνω ότι ήμουν και είμαι υπέρμαχος της βαλκανικής συνεργασίας, και ήμουν από τους πρωταγωνιστές της ίδρυσης διαβαλκανικών ενώσεων με έδρα τη Θεσσαλονίκη (ήμουν από το 1995 έως το 2008 μέλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Ενωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων) και στόχο τη γνωριμία των λαών της περιοχής, την κατανόηση του διαφορετικού, την άμβλυνση των αντιθέσεων και την εμπέδωση κλίματος φιλίας και συνεργασίας με σημαία την ευρωπαϊκή προοπτική (δυστυχώς, οι ενώσεις αυτές δεν στηρίχθηκαν από το ελληνικό κράτος, στο πλαίσιο κάποιας εθνικής στρατηγικής, κι έτσι ατόνησαν)… Πιστεύω όμως ότι, παράλληλα με αυτές τις διαβαλκανικές ενώσεις, με συγκεκριμένες δράσεις έπρεπε να στηριχθούν και οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί στις γειτονικές χώρες για να παραμείνουν εκεί και να λειτουργούν ως γέφυρα φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στις χώρες όπου ζουν.

Ούτε αυτό έγινε στον βαθμό που έπρεπε, παρότι υπήρξαν κάποιες αποσπασματικές αλλά σοβαρές προσπάθειες, όπως της «Επιτροπής διάδοσης ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού» που δημιούργησε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επί 10 χρόνια, από το 1995 έως το 2005, έκανε σεμινάρια ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού σε εκπαιδευτικούς και επιστήμονες από βαλκανικές χώρες.

Τα αναφέρω σήμερα αυτά για να επισημάνω ότι ο παραμερισμός των προβλημάτων δεν τα λύνει, αντίθετα τα μεγεθύνει, γιατί παγιώνονται καταστάσεις. Το πάθημα ας γίνει μάθημα κι ας αρχίσουν οι πολιτικοί μας να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα εν τη γενέσει τους…

Γι’ αυτό κλείνοντας θα αναφερθώ σε λάθος που γίνεται σήμερα στα σχολεία που λειτουργούν στη χώρα μας για τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών. Συμφωνώ ότι τα παιδιά αυτά έχουν το δικαίωμα να μάθουν και την αλβανική γλώσσα, τη γλώσσα των γονέων τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιτρέπει η Ελλάδα χρήση βιβλίων σε αυτά τα σχολεία, μέσα στην Ελλάδα, που μιλούν για τη μεγάλη Αλβανία, η οποία δήθεν φτάνει μέχρι την Πρέβεζα.

Η Ελλάδα πρέπει να εποπτεύει και να ελέγχει, μη επιτρέποντας λειτουργία αλβανικών σχολείων μέσα στην Ελλάδα, αν καλλιεργούν τον ανιστόρητο αλβανικό αλυτρωτισμό.

*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

 

Πηγή:http://www.dimokratianews.gr