Με δεδομένη την χιονοστιβάδα τοποθετήσεων και γεγονότων γύρω από το τεχνητό αδιέξοδο που επεχείρησε να δημιουργήσει για το Ελληνικό Πρόγραμμα η τακτική Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε – η συζήτηση/διαβούλευση κατά το Άρθρο VI του Καταστατικού του ΔΝΤ για την (μην ξεγελιόμαστε) μη-βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους , αλλά και τοποθέτηση Μάριο Ντράγκι μιλώντας για τις προϋποθέσεις πρόσβασης της Ελλάδας στην χαλάρωση /Q.E. – μάλλον δεν δόθηκε η σημασία που θα της άξιζε στην “επάνοδο” στην συζήτηση για το χρέος ενός πολλαπλά κεντρικού παίκτη. Του Γιάννη Στουρνάρα. Του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, βέβαια, αλλά και βασικού διαπραγματευτή το 2012 της τότε (δεύτερης) προσπάθειας ρύθμισης των Ελληνικών πραγμάτων και μετέπειτα καίριου υπουργού Οικονομικών. Ο οποίος είχε αναπτύξει μια σημαντική και χρήσιμη συνεννόηση με τον Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε της εποχής, μέχρις ότου άκουσε τον τελευταίο να του λέει, όταν ο Στουρνάρας ήγειρε ζήτημα ελάφρυνσης του (πασίδηλα μη-βιώσιμου) Ελληνικού χρέους, “Forget it, Jannis!”/Ξέχνα το Γιάννη.
Ήταν τρία χρόνια πριν σήμερα, αυτό! Δηλαδή σε εντελώς ανύποπτο χρόνο ως προς τις φετινές Γερμανικές εκλογές οι οποίες (μάθαμε να λέμε ότι) κάνουν τον Σώϋμπλε να αρνείται κάθε ενδεχόμενο ριζικής επέμβασης στο Ελληνικό χρέος. Ήταν εκείνη μια ντροπιαστική για την “Ευρώπη” τοποθέτηση, που ισοδυναμούσε με “Εμένα δεν με βολεύει, εσείς πνιγείτε!” – και που, το χειρότερο, έπεισε/υποχρέωσε/παγίδευσε τις τότε Κυβερνήσεις Σαμαρά/Βενιζέλου (και, το πιο ουσιαστικό, τον ίδιο τον Γιάννη Στουρνάρα) να ψαλμουδιάζουν τα περί βιώσιμου χρέους. Τώρα όμως, τώρα που βρισκόμαστε δυο Μνημόνια αργότερα και που η Βαρουφάκικη εμπειρία του 2015 έμπλεξε τα ίχνη τόσο, ώστε κανείς να μην χρειάζεται να πηγαίνει πολύ πίσω – αν και αυτό ακριβώς κάνει, διδακτικότατα, το βιβλίου Καζάκου/Λιαργκόβα/Ρεπούση “Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας”, έκδοση στα πλαίσια του (χρησιμότατου) Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή, στην παρουσίαση του οποίου ο ίδιος Γ. Στουρνάρας είπε πολλά και πολύ σημαντικά -, τώρα μπορούν να κατατίθενται αιχμηρότερες αλήθειες για το Ελληνικό χρέος.
Στην μεν παρουσίαση του βιβλίου Καζάκου/Λιαργκόβα/Ρεπούση, ο Γιάννης Στουρνάρας εξήγησε ότι θα ήταν “εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο” να εγκαταλειφθεί , τώρα, η αγωνιώδης προσπάθεια δημοσιονομικής-και-όχι-μόνο προσαρμογής που έχει κάνει η Ελλάδα τα μνημονιακά χρόνια, ενώ στάθηκε απολογητικά στους λόγους του παράλογα (δική μας η έκφραση: οι Διοικητές δεν δικαιούνται τέτοιες εκφράσεις) υψηλού κόστους προσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας. Όμως στην επιστολή του που επισήμως παρουσιάστηκε – μαζί με εκείνην του Ευκλείδη Τσακαλώτου ως ΥΠΟΙΚ – στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ από τον εκεί εκπρόσωπο της Ελλάδας Μιχάλης Ψαλιδόπουλος (ιστορικός της οικονομικής σκέψης και των διαδοχικών Ελληνικών κρίσεων: επιφυλάσσουν περίεργα γυρίσματα τα χρόνια!) , ο Διοικητής Στουρνάρας συμβάλλει αποτελεσματικά στο να συγκρατηθεί η υπερφίαλη (πάλιν δική μας η έκφραση) τοποθέτηση του Ταμείου σχετικά με την ποιότητα και σταθερότητα των Ελληνικών προσπαθειών – ανάγνωθι: σχετικά με το γινάτι Τόσμεν/Βελκουλέσκου για τις επιδόσεις της Ελληνικής προσαρμογής.
Κυριότατα, όμως, έφερε στο προσκήνιο την συνηγορία της Τράπεζας της Ελλάδος – επίσημα – για “ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων μετά το τέλος του (τρέχοντος) Προγράμματος το 2018 από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα σε 2%”. Θυμηθείτε την προσέγγιση Ν. Χριστοδουλάκη – την είδαμε κάπως αναλυτικότερα στο σημείωμα της 8ης Φεβρουαρίου από αυτές τις φιλόξενες στήλες : η προσέγγιση Στουρνάρα κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, μόνο που αναφέρεται “σε συνδυασμό με μείωση των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” (που, θα λέγαμε, είναι μια διόδευση για την επενδυτική επανεκκίνηση που μνημόνευε ο Ν. Χριστοδουλάκης).
Σε αντίστοιχες όμως προτάσεις ρύθμισης/μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που είχαμε δει από Χριστοδουλάκη προβαίνει και ο Γ. Στουρνάρας, με το ιδιαίτερο βάρος του Διοικητή, διεξοδικά: κατάργηση περιθωρίου επιτοκίου του buy-back του 2012, χρήση κερδών των ANFAs και SMPs (αγορές Ελληνικών ομολόγων από ΕΚΤ και εθνικές Κεντρικές τράπεζες στο 30%-40% της ονομαστικής αξίας) για μείωση μελλοντικής χρηματοδοτικής ανάγκης του Προγράμματος, αναδιάρθρωση των δανείων του EFSF και άλλων αρχικών επίσημων δανείων – που θα βοηθούσαν να υποχωρήσει ο στόχος πλεονάσματος λειτουργώντας ως πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους.
Πηγή: http://www.paremvassi.gr/