Tα επίμαχα δάνεια συνήφθησαν την περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor, με συνέπεια οι οφειλέτες να βλέπουν τη μηνιαία δόση τους να αυξάνεται ακόμη και κατά 57%. Στο πλαίσιο αυτό, το «κούρεμα» που επιλέγεται φέρεται να είναι ανάλογο με την αύξηση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας.
Οι επιλογές, λοιπόν, που έχουν οι δανειολήπτες κινούνται στη λογική του γνωστού Split Balance, αλλά και της… ιρλανδικής εκδοχής του Split and Freeze.
Πιο αναλυτικά:
Στην πρώτη περίπτωση, όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, γίνεται διαχωρισμός της οφειλής σε δύο τμήματα, ένα, το οποίο ο οφειλέτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και ένα δεύτερο, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.
Για παράδειγμα, στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, με ανεξόφλητο υπόλοιπο 200.000 ευρώ, «κόβεται» σε δύο μέρη. Το πρώτο, αξίας, για παράδειγμα, 100.000 ευρώ, ρυθμίζεται είτε με βάση τις δυνατότητες του δανειολήπτη είτε με κριτήριο την πραγματική αξία του ακινήτου και ορίζοντα αποπληρωμής τη 15ετία. Η αποπληρωμή των υπόλοιπων 100.000 μετατίθεται για αργότερα, αν και πρέπει να ορίζεται σαφώς στο συμφωνητικό που υπογράφουν τα εμπλεκόμενα μέρη.
Στη δεύτερη περίπτωση, η οφειλή «σπάει» επίσης σε δύο τμήματα, μόνο που το δεύτερο ναι μεν θα επανεξετάζεται στο μέλλον, χωρίς να τοκοφορείται, θα τίθεται, ωστόσο, σε σταδιακό κούρεμα, σε αντιστοιχία με τη συνέπεια καταβολών του δανειολήπτη. Προς επίρρωση, στο παραπάνω στεγαστικό δάνειο το πρώτο κομμάτι ρυθμίζεται επίσης σε βάθος 15ετίας, το υπόλοιπο, ωστόσο, υπόκειται σε ποσοστιαίο «κούρεμα» (4% ετησίως), με απαραίτητη προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα παραμένει συνεπής. Μετά το πέρας του επίμαχου διαστήματος, δηλαδή, θα έχει διαγραφεί ένα ποσό της τάξεως των 60.000 ευρώ, ήτοι 4.000 τον χρόνο. Οι υπόλοιπες 40.000 ευρώ που απομένουν θα ρυθμιστούν εκ νέου.
Επισημαίνεται ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις επιλέγονται πλέον από το σύνολο των συστημικών τραπεζών, μιας και ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας τους -άνω της διετίας- αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικός σε σύγκριση με τις βραχυπρόθεσμες λύσεις.