Οι αρνητικές ειδήσεις για τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας και το νούμερο ένα κίνδυνο παγκοσμίως για το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνεχίζονται.
Επενδύσεις & Αγορές
Η Deutsche Bank, η εγκληματική συμμορία κατά τη γερμανική αστυνομία, η τράπεζα των σκανδάλων και ο νούμερο ένα κίνδυνος παγκοσμίως κατά το ΔΝΤ, είχε μακράν τη χειρότερη απόδοση της χρονιάς στο δείκτη DAX – έχοντας πέσει ξανά κάτω από τα 13 €, με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται πολλοί πόσο πιο άσχημα θα μπορούσε να πάει. Σαν να μην έφταναν δε όλα της τα προβλήματα, αποφάσισε να αποχωρήσει ως μέτοχος η κινεζική HNA-Holding, πιέζοντας έντονα την τιμή της – ενώ οι συνεχείς δικαστικές αγωγές εναντίον της, ειδικά από τους Αμερικανούς, επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τον ισολογισμό της, επειδή είναι υποχρεωμένη να σχηματίζει προβλέψεις για τα ρίσκα που αντιμετωπίζει.
Περαιτέρω, σε σχέση με το σκάνδαλο LIBOR, η τράπεζα που έχει κατηγορηθεί από πάρα πολλούς για τη χειραγώγηση των επιτοκίων, αναγκάσθηκε ξανά να πληρώσει αρκετά εκατομμύρια – συμβιβαζόμενη την περασμένη εβδομάδα με το περιφερειακό δικαστήριο του Μανχάταν σε μία χρηματική ποινή ύψους 240 εκ. $. Την ίδια στιγμή, παρά τις ζημίες που είχε το 2017 ύψους 500 εκ. €, πλήρωσε προμήθειες πολλών δις € στο προσωπικό της – ενώ ανακοίνωσε πως θα καταργήσει τα μερίσματα που είχε υποσχεθεί στους μετόχους της (0,11 € ανά μετοχή).
Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, οι μέτοχοι της τράπεζας που εγγράφει για τρίτη συνεχή χρονιά ζημίες στον ισολογισμό της, ενώ συνεχίζει να είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα πολλών τρις $, καθώς επίσης σε δικαστικές διαμάχες, εξοργίσθηκαν – παρά το ότι είχαν εισπράξει μερίσματα το 2015 και το 2016, ύψους 0,19 € συνολικά.
Το τελευταίο τρίμηνο του έτους πάντως οι μελλοντικές προοπτικές της επιδεινώθηκαν, αφού τα έσοδα της περιορίσθηκαν κατά 19% στα 5,7 δις € όταν τα ήδη υψηλά έξοδα της παρέμειναν σχεδόν ως είχαν – ενώ οι αρνητικές ειδήσεις για τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό. Υπενθυμίζουμε πως ο ετήσιος τζίρος της Deutsche Bank έχει μειωθεί από τα 53,4 δις € το 2011 στα 26,4 δις € το 2017 – ενώ το προσωπικό της παρέμεινε σχεδόν σταθερό, από 100.996 άτομα το 2011 στα 99.744 το 2016.