Η χώρα είναι η πέμπτη χειρότερη στην παγκόσμια κατάταξη της μιζέριας, καθώς επίσης η πέμπτη με τα μεγαλύτερα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – με το νόμισμα της να ευρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και με τον πληθωρισμό στα ύψη.
Οι περισσότεροι αναλυτές δεν εμπιστεύονται τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Τουρκίας, γνωρίζοντας πως χειραγωγούνται από την κυβέρνηση της – αν και ορισμένα από αυτά δεν μπορούν να διαψευσθούν πια, όσες προσπάθειες και αν γίνονται. Για παράδειγμα οι τιμές των τροφίμων, της ενέργειας και της ένδυσης, οι οποίες αυξάνονται δραματικά – όπως τα μη οινοπνευματώδη ποτά που ακρίβυναν κατά 13,79% το 2017, τα λαχανικά κατά 12% και η ένδυση κατά 11,48%, ενώ τα έξοδα διαμονής (ενοίκιο, νερό, ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο) αυξήθηκαν κατά 9,62% και η μετακίνηση (με αυτοκίνητο ή με το τραίνο) κατά 18,24%!
Οι συγκρίσεις με το απώτερο παρελθόν είναι πολύ πιο δραματικές, αφού τα αλκοολούχα ποτά κοστίζουν σήμερα έξι φορές περισσότερο από το 2003, ενώ οι τιμές όλων των αγαθών γενικότερα έχουν ακριβύνει πάνω από τρεις φορές – κάτι που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον πληθυσμό της, αφού τα εισοδήματα δεν έχουν ακολουθήσει την ίδια πορεία. Ο μέσος μισθός στην Τουρκία σήμερα είναι 1.603 λίρες ή 352 €, τα οποία φυσικά δεν αρκούν όταν ο πληθωρισμός αυξάνεται με ρυθμό 12% ετησίως – ενώ ο πρόεδρος της χώρας ενοχοποιεί για την άνοδο των τιμών τους «τοκογλύφους», όπως ουσιαστικά χαρακτηρίζει την κεντρική του τράπεζα που δεν ανήκει βέβαια στην Τουρκία.
Εν τούτοις η κεντρική τράπεζα διατηρεί τα επιτόκια πιο χαμηλά από όσο θα έπρεπε, φοβούμενη τις αντιδράσεις του προέδρου – γεγονός που επιταχύνει την κατάρρευση του νομίσματος, η ισοτιμία του οποίου εξαρτάται αφενός μεν από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αφετέρου από τα επιτόκια. Άλλωστε όταν μία χώρα εξάγει πολύ λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εξάγει, όπως η Τουρκία (ετήσιο έλλειμμα περί τα 60 δις $), ο ιδιωτικός της τομέας υπερχρεώνεται στο εξωτερικό και το νόμισμα της υποτιμάται – γεγονός που συμβαίνει επειδή έχει χάσει την ανταγωνιστικότητα της.
Τα δύο μεγέθη τώρα, τα οποία απασχολούν από κοινού τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς είναι ο πληθωρισμός και η ανεργία – αφού σε γενικές γραμμές όταν οι δύο αυτοί αριθμοί βελτιώνονται, αποτελεί βασικό δείγμα πως η οικονομία λειτουργεί καλύτερα. Ο συνδυασμός του πληθωρισμού με την ανεργία καθορίζει τη θέση της εκάστοτε χώρας στην παγκόσμια κατάταξη της μιζέριας – όπου η Τουρκία, με βαθμολογία 20,6 κατέχει την πέμπτη θέση στον πλανήτη, μετά τη Βενεζουέλα που έρχεται πρώτη, τη Ν. Αφρική (33,1), την Αργεντινή (27,1) και την Αίγυπτο (26,4).
Εν προκειμένω ακόμη και η Ουκρανία είναι σε καλύτερη θέση από την Τουρκία, γεγονός που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση της – επειδή ο δείκτης της μιζέριας θεωρείται ως ο σημαντικότερος για τις εκλογές. Με απλά λόγια, εάν ο δείκτης μιζέριας είναι υψηλός, τότε η κυβέρνηση σπάνια επανεκλέγεται – ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο όταν είναι χαμηλός.
Με κριτήριο λοιπόν τη συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, το τεράστιο κόστος των πολέμων που διεξάγει, την κατάρρευση του τουρισμού, την εσωτερική αστάθεια και την τρομακτική επιδείνωση των μελλοντικών προοπτικών της, εύλογα η Moody‘sυποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα τόσο του δημοσίου, όσο και των τραπεζών – γεγονός που θα αυξήσει βέβαια το κόστος των χρεών όλων των τομέων (επιτόκιο) που είναι ήδη υψηλό κρίνοντας από την εξέλιξη των δεκαετών ομολόγων της (γράφημα, μπλε στήλες, αριστερή κάθετος), τα επιτόκια των οποίων έχουν φτάσει στο 12% (η Ελλάδα χρεοκόπησε με 6,5%), ακολουθώντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου της (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Ολοκληρώνοντας, ορισμένοι θεωρούν πως η αύξηση του ΑΕΠ της Τουρκίας είναι δείγμα της καλής πορείας της οικονομίας της – κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει όταν ο πληθυσμός μίας χώρας αυξάνεται ακόμη περισσότερο, αφού εάν ήταν έτσι η Νιγηρία σήμερα θα ήταν η πλέον επιτυχημένη χώρα του πλανήτη. Αυτό που μετράει δεν είναι το ΑΕΠ, αλλά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ – το οποίο αυξάνεται μεν στην Τουρκία λόγω της συνεχούς ανόδου του πληθυσμού της, αλλά ένα μέρος του εξανεμίζεται από τον πληθωρισμό και τη δραματική υποτίμηση του νομίσματος της.