Τον τελευταίο καιρό ακούγονται νότες μιας νέας μουσικής από τον «ενδιάμεσο» χώρο ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το «ευρωπαϊκό μέτωπο» με τη Ν.Δ. χάνει έδαφος. Το επαναλαμβανόμενο αίτημα Μητσοτάκη για εκλογές βρίσκει όλο και λιγότερη απήχηση στον χώρο (ακόμη και με την εκδοχή «να φύγει ο Τσίπρας»). Η λέξη «Αριστερά», έστω και ως «Κεντροαριστερά», ακούγεται και πάλι.

Ακούγονται ακόμη και φωνές που χαρακτηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ «Αριστερά» (εννοώ όχι ως βρισιά). Και το ενδιαφέρον είναι πως ο φορέας από τον οποίο κυρίως προέρχονται αυτές οι φωνές, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να εκτοπίζει όσους εμμένουν στη συμμαχία με τη Δεξιά και τη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ (Ποτάμι, Διαμαντοπούλου κ.λπ.).

Σε τι οφείλεται η νέα αυτή μουσική; Νομίζω σε πολλούς παράγοντες. Οχι, πάντως, στις επιτυχίες της κυβέρνησης. Ισως στην αποτυχία της επιχείρησης «παρένθεση». Ισως και στο ότι όλο και περισσότεροι κατανοούν πως η χώρα μας κινδυνεύει και πάλι, και για λόγους που ξεπερνούν τις ευθύνες της κυβέρνησης. Εξάλλου, πολλοί εξακολουθούν να βλέπουν ότι το μείγμα νεοφιλελευθερισμού, ακροδεξιού λαϊκισμού και παραδοσιακού πελατειακού κόμματος που είναι η Ν.Δ. δεν αποτελεί πειστική απάντηση στον Τσίπρα. Ούτε και ο Κυριάκος.

Το κυριότερο ίσως: παρόλο που η ελληνική πολιτική ζωή φαίνεται επιφανειακά ανεπηρέαστη από τον χαλασμό που συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον κόσμο, στην πραγματικότητα κάτι παίρνουμε και εμείς χαμπάρι. Στον «ενδιάμεσο» χώρο ειδικότερα δεν διαφεύγει της προσοχής πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, την οποία είχαν θεοποιήσει, φαίνεται να πραγματοποιεί, έστω και καθυστερημένα, μια στροφή.

Ως σύμμαχος της Δεξιάς και θιασώτης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών καταρρέει και την αριστερή ατζέντα ιδιοποιείται η Ακροδεξιά, αναμειγνύοντάς την με την αποκρουστική δική της ξενοφοβία και ρατσισμό.

Το συμπέρασμα κατά κανόνα είναι η στροφή προς τα αριστερά (Αγγλία, Γαλλία, ακόμη και Γερμανία και φυσικά Πορτογαλία), στροφή που φαίνεται να αποδίδει, πάντως περισσότερο από την εμμονή στον μπλερισμό. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στηρίζει πια αποφασιστικά τον Τσίπρα στην Ελλάδα (και ο Τσίπρας ανταποδίδει συνεργαζόμενος όλο και περισσότερο με αυτήν).

Αρχικά είχαμε κάποιες σπασμωδικές αντιδράσεις. Γράφτηκαν άρθρα –και από σοβαρούς ανθρώπους– που εγκαλούσαν τους Ευρωπαίους για τη στήριξή τους στον Τσίπρα, φτάνοντας μέχρι την καταγγελία των ειδώλων τους. Αρθρα πέρα από τα όρια του γελοίου, αλλά και προβληματικά από εθνικής σκοπιάς. Ακόμη και τώρα διαβάζουμε κείμενα που υπερασπίζονται τον Σόιμπλε απέναντι στην κριτική του Γκάμπριελ. Ομως αυτά γίνονται όλο και περισσότερο γραφικά.

Αναμφίβολα, πολλοί κεντροαριστεροί προβληματίζονται και κατανοούν τα αδιέξοδα της αντι-ΣΥΡΙΖAίικης μανίας, ίσως και ενός άκρατου –και στην πραγματικότητα δεξιού– «μεταρρυθμισμού» και της πλήρους εγκατάλειψης της αριστερής ταυτότητας.

Είναι βέβαια νωρίς για να μιλήσουμε για στροφή του χώρου προς μια πραγματική Κεντροαριστερά. Οι αντιστάσεις είναι ακόμη μεγάλες και εννοείται πως πρέπει να υπάρξουν και ανοίγματα και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου οι τάσεις αυτές είναι από τα λίγα σημάδια που δικαιολογούν κάποια αισιοδοξία.

Γνωρίζουμε πως οι στροφές στην πολιτική περιλαμβάνουν πάντα «ζιγκ-ζαγκ» και συνήθως γίνονται με βήματα που δεν ομολογούνται, αλλά, αντίθετα, διαψεύδονται. Αυτό είναι κατανοητό και συχνά αναγκαίο, αλλά δεν συμβάλλει πάντα στη διαφώτιση των πολιτών/οπαδών. Σήμερα, λοιπόν, ενώ πολλοί κάνουν βήματα προς τα αριστερά (και η εγκατάλειψη του θανάσιμου εναγκαλισμού με τη Δεξιά είναι το πρώτο και σημαντικό), εφευρίσκονται σχήματα για να απορριφθεί η προφανής συνέχεια αυτών των βημάτων, η σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενα από αυτά είναι η γνωστή από τα παλιά θεωρία της «αλλαγής των συσχετισμών».

Λέγεται δηλαδή ότι ναι, ένα αριστερό μέτωπο μπορεί να είναι ο τελικός στόχος, αλλά προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή των συσχετισμών, έτσι ώστε η Κεντροαριστερά (ή η Δημοκρατική Συμπαράταξη/ΠΑΣΟΚ) να έχει το πάνω χέρι, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αξιόπιστος (βλέπε είναι επικίνδυνος), π.χ. στο ζήτημα της σταθερότητας του ευρωπαϊκού του προσανατολισμού.

Σε κάθε σύγκλιση ή συμμαχία είναι θεμιτό οι συνιστώσες να επιδιώκουν την πολιτική πρωτοκαθεδρία. Φυσικά και το ΠΑΣΟΚ. Οπως εξάλλου και ο ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να επικαλείται βάσιμα την έλλειψη σταθερού αριστερού προσανατολισμού και την ιστορική φθορά του μελλοντικού εταίρου του.

Ομως το σύνθημα της «αλλαγής συσχετισμών» ως προαπαιτούμενο για τη σύγκλιση είναι ένα κλασικό κόλπο όσων θέλουν να την παρεμποδίσουν, γνωστό στο οπλοστάσιο της Αριστεράς σχεδόν όσο και η σταλινική «ενότητα από τα κάτω».

Εν προκειμένω τι θα σήμαινε η υιοθέτησή του; Μα φυσικά τη συνέχιση της μετωπικής αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί μιας εποικοδομητικής κριτικής, και, καθώς θα πλησιάζει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, τη διολίσθηση και πάλι προς τη σύμπλευση με τη Δεξιά, αφού βέβαια η πιθανότητα η Κεντροαριστερά να ακυρώσει τη διπολική αντιπαράθεση Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ είναι μηδαμινή. Δηλαδή, επανάληψη του έργου που ζήσαμε.

Με άλλα λόγια, το να θέτει η Κεντροαριστερά στόχο τη διαμόρφωση ενός αριστερού μπλοκ, στο οποίο θα βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ασφαλώς ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση και, στο πλαίσιο αυτό, είναι βέβαια θεμιτό να προσπαθεί να δυναμώσει.

Στην τάση αυτή πρέπει και ο ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί. Ομως, η «αλλαγή συσχετισμών» ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας αυτής αποτελεί έναν γνωστό παλαιοαριστερό ελιγμό που οδηγεί στην ακύρωση και όχι στην προώθηση της αριστερής στροφής.

* Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

Πηγή:http://www.efsyn.gr