Το 1930 ο Ν. Καλαμάρης διατύπωσε το ερώτημα:«Ποιος είναι σήμερα ο μεγάλος προφήτης, ο Λένιν ή ο Σπέγκλερ;».

Ως προς τον πρώτο, με αφορμή τα εκατό χρόνια από την οκτωβριανή επανάσταση, θα ασχοληθώ σε άλλη επιφυλλίδα. Ως προς τον δεύτερο, διαπιστώνω ότι τελευταία μνημονεύεται συχνά το όνομά του χωρίς επαρκή γνώση της σκέψης του.

Σε αυτό συντείνει και η πολιτική ρητορική του Ντ. Τραμπ, που μετατοπίζει τη «Δύση» ολοένα και «δυτικότερα», αλλά και «ανατολικότερα», με τη χώρα μας να μην ξέρει πού βρίσκεται;

Κι αυτή τη φορά στο «Kos Aktis», με τους διπλανούς μου να ασχολούνται με τον ντόπιο παροιμιακό λόγο: «Ο καιρός πουλά τα ξύλα κι η φουρτούνα τα αγοράζει» ή «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».

Ετσι, ξαναπιάνω με φόρα το νήμα της «ποιητικής της ιστορίας».

Αρκετοί Ελληνες διανοούμενοι, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τη σκέψη του Οσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler, 1880-1936) και τις σχετικές συζητήσεις που παρουσιάστηκαν στην ετοιμόρροπη δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Το κύριο και πολύπλευρα σχολιασμένο έργο του Γερμανού στοχαστή -που ξεκίνησε ως θετικός επιστήμονας, αναγορεύτηκε διδάκτωρ με την εργασία του για τον Ηράκλειτο και έγινε παγκόσμια γνωστός για τις φιλοσοφικοϊστορικές του απόψεις- κυκλοφόρησε την κατάλληλη στιγμή, διερμηνεύοντας τις ανησυχίες των συντηρητικών κύκλων της πατρίδας του.

Οπως εξηγεί στην Εισαγωγή του πολύκροτου βιβλίου του «Der Untergang des Abendlandes ο Spengler», η «δύση της Δύσης» αποτελεί ένα φιλοσοφικό πρόβλημα που συνδέεται με «όλα τα μεγάλα ερωτήματα του Είναι».

Σύμφωνα με τη βασική θέση του έργου η γραμμική αντίληψη του ιστορικού χρόνου, που καλλιεργήθηκε κυρίως από τον αγγλικό και τον γαλλικό φιλελευθερισμό του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει την ανάπτυξη των πολιτισμών που κατά καιρούς διαμόρφωσαν οι ανθρώπινες κοινωνίες.

Απομυθοποιώντας ο Σπένγκλερ την αστική επίκληση της «ανθρωπότητας», υποστηρίζει πως ο όρος αυτός δεν έχει νόημα εφόσον υπάρχουν μόνον καθορισμένοι «πολιτισμοί» (ή «ψυχές του πολιτισμού») με δική τους εσωτερική εξέλιξη.

Ακριβώς η ιδιαίτερη πορεία τους επισημαίνεται στα κοινά στάδια της παιδικότητας, της εφηβείας, του ανδρισμού και των γηρατειών που χαρακτηρίζουν τη βιολογική σταδιοδρομία των «πολιτισμών».

Με αυτές τις απόψεις δεν υπονοούσε ο Γερμανός στοχαστής ότι οι «βιολογικοί» τους βηματισμοί συγκροτούν την απαράβατη ιστορική τους νομοτέλεια.

Ο ιστορικός νόμος -που προβλήθηκε αρχικά από τη φιλελεύθερη και στη συνέχεια από τη σοσιαλιστική σκέψη- δεν έχει τη θέση του στις ιστορικές θεωρήσεις του Σπένγκλερ:«Τη φύση πρέπει κανείς να την αντιμετωπίζει επιστημονικά, για την ιστορία πρέπει κανείς να κάνει ποίηση».

Σε αυτή τη μεγαλεπήβολη -επική και τραγική συνάμα- ποιητική σύλληψη του πολυτεμαχισμένου ιστορικού γίγνεσθαι, η ενοποιητική του αρχή είναι το «ιστορικό πεπρωμένο».

Η τελεολογική ερμηνεία της ιστορίας -και μάλιστα της παγκόσμιας ιστορίας- συνδέεται με την ευθύγραμμη θεώρησή της, ενώ στο ιστορικό σύμπαν που μελετάει ο Σπένγκλερ οι «πολιτισμοί, ζωντανά όντα ύψιστου βαθμού, μεγαλώνουν μέσα σε μιαν υπέροχη απουσία σκοπού, όπως τα άνθη στον αγρό».

Η «παγγερμανιστική», θα έλεγα, αντίληψη του «Schicksal» διαχέεται στην επίσης γνώριμη διάκριση της γερμανικής ιστοριογνωσίας ανάμεσα στον «τεχνικό πολιτισμό» (Zivilisation) και τον «πνευματικό πολιτισμό» (Kultur).

Οπως πιστεύει ο Σπένγκλερ, «για πρώτη φορά οι δύο αυτοί όροι, που σήμαιναν ώς τώρα μια ακαθόριστη διάκριση ηθικού χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται με μια έννοια περιοδικότητας για να αποδώσουν μια αυστηρή και αναγκαία οργανική διαδοχή».

Ο τεχνικός πολιτισμός αποτελεί το αναπόφευκτο επακόλουθο της κουλτούρας.

Τα συμπτώματα αυτής της μετάβασης -όπως τα εντοπίζει ο Σπένγκλερ στον «φαουστικό», δηλαδή τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό- είναι η «παγκόσμια ειρήνη» και ο «καισαρισμός», η κοσμοπολίτικη νοοτροπία και ο νομαδισμός των διανοουμένων, ο περιορισμός των γεννήσεων, η παρακμή της χρηματικής οικονομίας, η εξαφάνιση της δημιουργικότητας και ο εκφυλισμός της θρησκευτικότητας.

Η βεβαιότητα του Γερμανού στοχαστή για την ακατανίκητη δύση της Δύσης δεν επιδέχεται καμιά αντίρρηση, εφόσον η «βιολογική» πορεία των πολιτιστικών ενοτήτων οδηγείται στον αναπόφευκτο θάνατο που προαναγγέλλει η εμφάνιση του «εξωτερικού» ή «τεχνικού» πολιτισμού.

Ειδικά για τη χώρα του, η ψυχολογία της ήττας, η εθνικιστική αντίδραση στους εξευτελιστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλιών με την ιδεολογική ενδυνάμωση και την πολιτική συσπείρωση των ρεβανσιστικών συντηρητικών στοιχείων αποτέλεσαν τους ευνοϊκούς συντελεστές για την αποδοχή των προβληματισμών που έθετε η «γερμανική φιλοσοφία» του Σπένγκλερ (βλ. το βιβλίο μου «Νεοελληνική Φιλοσοφία», 1981: 146-148).

*ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Πηγή:https://www.efsyn.gr