Οι ημέρες στην Ουάσιγκτον αρχίζουν πια νωρίς τα ξημερώματα. Την ώρα που ξυπνά ο Πρόεδρος Τραμπ και με το πρώτο tweet δίνει τον ρυθμό, στον οποίο κινείται υποτακτικά ολόκληρο το μιντιακό σύστημα. «Δεν θυμάμαι καν τι καλύπταμε πριν γίνει πρόεδρος ο Τραμπ» μου είπε πρόσφατα συνάδελφος, διαπιστευμένος εδώ και δεκαετίες στον Λευκό Οίκο, αναπολώντας νοσταλγικά τις ημέρες της «δημοσιογραφικής ανίας» όπως αποκαλούν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι την οκταετία του Μπάρακ Ομπάμα.
Η ροή των πληροφοριών είναι τόσο καταιγιστική, που χάνει κανείς τον έλεγχο αν μείνει μια ώρα μακριά από το twitter. Τα περισσότερα κωμικά shows μεταδίδονται πια real time, διότι τα νέα είναι τόσο ανατρεπτικά που καθιστούν απαγορευτικές τις μαγνητοσκοπημένες εκπομπές. Μια είδηση που παλαιότερα θα μονοπωλούσε τα «παράθυρα» των ειδήσεων εβδομάδες και θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και θεσμική κρίση, σήμερα αντέχει στον τηλεοπτικό χρόνο ελάχιστα. Ο εξαντλητικός ειδησεογραφικός ρυθμός, αποτυπώνει τη νέα πολιτική πραγματικότητα.
Αυτό που άρχισε με κάποια γραφικότητα ως σύγκρουση ανάμεσα στο Τραμπ και τα mainstream ΜΜΕ, έχει πια εξελιχθεί σε κτηνώδη πόλεμο διαρκείας ανάμεσα στον Τραμπ και τους πάντες. Αυτό που κάποτε άκουσα να περιγράφουν ως «τιτανομαχία» και το θεώρησα υπερβολικό, σήμερα χαρακτηρίζεται ανοιχτά ως μάχη μέχρις εσχάτων, από την οποία η Αμερική θα πάρει χρόνια να συνέλθει. Δεν μου ακούγεται πια υπερβολικό.
Το κλίμα στην Ουάσιγκτον είναι πολεμικό. Η κατάσταση τοξική. Δημοσιογραφικά απολαυστική αλλά επί της ουσίας άκρως προβληματική. Ο Προέδρος που ήρθε για να βάλει την Αμερική πρώτη, βάλλει εναντίον των θεσμών πάνω στους οποίους η χώρα αυτή θεμελίωσε την ισχύ της. Και οι θεσμοί που ποτέ δεν ήταν πολιτικό παραμάγαζο κανενός, μοιάζουν να έχουν αποκτήσει την πιο φανατική κομματική ταυτότητα.
Η Αμερική δεν είναι πρώτη. Η Αμερική είναι σε απόλυτη σύγχυση. Η Εκτελεστική εξουσία απέναντι από την Δικαστική, απέναντι από την Νομοθετική, απέναντι από την τέταρτη εξουσία, απέναντι από τις πιο ισχυρές υπηρεσίες πληροφοριών του κόσμου, απέναντι από το Στεϊτ Ντιπάρτμεντ, απέναντι από την διοικητική μηχανή του κράτους. Και όλοι αυτοί μαζί, απέναντι από τον Πρόεδρο.
- Από την μία ο Πρόεδρος, από την άλλη το λεγόμενο «βαθύ κράτος» ή «κατεστημένο» της Ουάσιγκτον. Αυτό το «βαθύ κράτος», ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπόρεσε να το ελέγξει και έτσι άρχισε μεθοδικά να το απαξιώνει. Ώστε να μην μπορεί να τον ελέγξει και αυτό. Ή αν τελικά καταφέρει να τον ελέγξει και να του αποδώσει ευθύνες, η ετυμηγορία να μην είναι καθόλου πειστική. «Βασικό ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης» το χαρακτήρισε πρόσφατα γνωστός μου, προερχόμενος από την συντηρητική παράταξη.
Πολλοί αναλυτές καταλήγουν οτι ο Πρόεδρος Τραμπ, δεν χτυπά τους θεσμούς επειδή είναι ένας κυκλοθυμικός, απρόβλεπτος και ασυγκράτητος άνθρωπος. Τους χτυπά διότι η στρατηγική του είναι, να τους διαλύσει πριν τον διαλύσουν. «Ξέρει καλά τι κάνει» ακούω να λένε ολοένα και συχνότερα, εδώ στην Ουάσιγκτον.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ καμία άλλη στιγμή στην ιστορία της χώρας, όπου έχει συμβεί κάτι παρόμοιο» λέει στους New York Times ο Τζακ Γκόλντσμιθ, καθηγητής δικαίου στο Χάρβαρντ. Ομως, μπορεί άραγε κάποιος να θυμηθεί άλλη στιγμή στην ιστορία, που ο θεσμός της αμερικανικής προεδρίας δέχθηκε τόσο καλά συντονισμένη και λυσσαλέα επίθεση από τόσα πολλά κέντρα ταυτόχρονα; «Οποιοσδήποτε άλλος στην θέση του Τραμπ δεν θα είχε αντέξει πολιτικά» σχολίασε πρόσφατα αναλυτής στο FOX προσθέτοντας οτι «είναι ο μοναδικός πρόεδρος στην ιστορία, που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία του».
Από το χάος που επισκιάζει την κανονικότητα ο κίνδυνος είναι πολλαπλός, λένε αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα. Η εικόνα της Αμερικής διεθνώς, διαβρώνεται διαρκώς χαρίζοντας στιγμές ξεκαρδιστικού γέλιου στην Μόσχα και το Πεκίνο. Δεν χρειάζονται βαρύγδουπες αναλύσεις με «διακυβεύματα» για να υποψιαστεί κανείς τι σημαίνει αυτό.
Στο εσωτερικό της χώρας, η συστηματική υποβάθμιση των θεσμών μειώνει τα επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών. Κάτι που μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να δείχνει θεωρητικό, όμως για παράδειγμα όταν ο πολίτης παύει να εμπιστεύεται τις υπηρεσίες ασφαλείας ή πληροφοριών, συνεργάζεται με μεγαλύτερη καχυποψία μαζί τους. Αυτό προσθετικά και μακροπρόθεσμα επηρεάζει το επίπεδο ασφαλείας στην χώρα, λένε αναλυτές.
- Νομίζω πως υπάρχουν πια δυο σενάρια. Ενα καλό και ένα κακό. Είτε σε λίγα χρόνια θα κοιτάμε πίσω και όλο αυτό θα μοιάζει μακρινά συγκυριακό, είτε θα κοιτάμε πίσω μα δεν θα βλέπουμε τίποτα το παρακμιακό. Γιατί αυτό που θα ζούμε θα έχει γίνει «κανονικό» από τη δύναμη της συνήθειας.
Δεν είναι διόλου απίθανο δηλαδή, να βαδίζουμε σε δρόμο χωρίς γυρισμό, αφού όλα τα πολιτικά ταμπού είναι σπασμένα. Η πολιτική ορθότητα αποτελεί «the old fashioned way», ο δημόσιος διάλογος είναι καφενειακού τύπου, η ατζέντα καθορίζεται εν πολλοίς μέσω twitter, οι σοβαροί διαμορφωτές γνώμης τα έχουν χαμένα, ο σεβασμός στον πολιτικό αντίπαλο έχει γίνει το πιο σύντομο αμερικανικό ανέκδοτο, τα check and balances είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Σε αυτό το αποπνικτικό περιβάλλον καμία αποκάλυψη δεν μας σοκάρει, καμία ύβρις δεν μας προσβάλλει, κανένα πολιτικό δράμα δεν είναι ικανό να τραβήξει την προσοχή μας. Υπάρχει μια συλλογική ανοσία, απέναντι στο τέλος της πολιτικής κανονικότητας που απροκάλυπτα εξελίσσεται μπροστά μας. Και αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό από όλα. *Ανταποκρίτρια της ΕΡΤ στην Ουάσιγκτον.
Της ΛΕΝΑΣ ΑΡΓΥΡΗ*