Δεν «κήδεται του εθνικού συμφέροντος» η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, όταν κάνει τόσο θόρυβο για το Μακεδονικό. Προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το όνομα της Μακεδονίας, με τη βαρύτητα του ιστορικού παρελθόντος το οποίο φέρει, ως καταλύτη ρευστοποίησης της κυβερνητικής σταθερότητας.
Η παθογένεια της εμμονής στο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης» είναι το μόνο συνεκτικό στοιχείο του εσμού της ετερόκλητης αντιπολίτευσης, που ούτε προτάσεις έχει να προβάλει, ούτε όραμα έχει να αναδείξει για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Ας είναι προφανές ότι το σενάριο έχει καταρρεύσει, ότι ο κυβερνητικός χρόνος μετριέται τώρα με τετραετίες, ότι ο τόπος μας βγαίνει σιγά σιγά στο ξέφωτο και ότι ο λαός μας, παρά τις βαρύτατες θυσίες στις οποίες εξακολουθεί να υποβάλλεται, δεν πάσχει από πολιτική άνοια ώστε να απορρίψει την τελευταία εκλογική του επιλογή.
Ονοματολογία στη θέση της ιδεολογίας και του πολιτικού λόγου. Τόση ένδεια πνεύματος, ιδεών, προτάσεων που αποκαλύπτεται και από τη θρηνωδία μιας καθημερινής καταγγελτικής, ανιαρής ρητορείας, που δεν μπορεί να προσελκύσει νέους οπαδούς –μα δεν το καταλαβαίνουν;– ούτε να κινητοποιήσει τους παλαιότερους ούτε να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα –ναι, πλεονέκτημα!– να έχει τη θέση της αντιπολίτευσης σε μια κυβέρνηση, που τη χτυπούν όλοι οι άνεμοι, που, στην προσπάθειά της να παραγάγει έργο, δεν θα εισπράξει μόνο την αναγνώριση, αλλά θα προσκρούσει και σε κατανοητές δυσαρέσκειες, μεμψιμοιρίες και απογοητεύσεις που θα τη φθείρουν.
Η κατασκευή κινδύνων είναι παλαιά, δοκιμασμένη μέθοδος. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο έχει εκλείψει, άρα η απειλή του επεκτατισμού θα αποκτήσει άλλο πρόσωπο. Ας είναι το «κρατίδιο» των Σκοπίων – αλήθεια, γιατί δεν έχουν αποκληθεί «κρατίδια» ισομεγέθεις (ή και μικρότερες) οντότητες όπως η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Κύπρος;
Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που ανησυχούν μήπως αναζωπυρωθεί η ιδεολογία του εθνικισμού με τις συγκεντρώσεις στις πλατείες. Και ο Λεωνίδας Κύρκος ήταν εθνικιστής; Του προγενέστερου συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, το 1992, δήλωνε: «Επρόκειτο για τεράστια λαϊκή εκδήλωση, που τη χαρακτήριζε έντονη ευαισθησία».
«Η ευγενής μας τύφλωσις» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του ιστορικού Γιάννη Γιανουλόπουλου, καθηγητή Πανεπιστημίου και ενός από τους πρωταγωνιστές του φοιτητικού μας κινήματος. Ο συγγραφέας δείχνει με ακαταμάχητα επιχειρήματα ότι τα «εθνικά θέματα» (αναφέρεται στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον «εθνικό διχασμό», στην Καταστροφή της Μικράς Ασίας) χρησιμοποιούνται ως μοχλοί στον αγώνα για την εξουσία, με τον απληροφόρητο για την ουσία τους πολίτη να σύρεται από τους δημαγωγούς. Περί αυτού πρόκειται σήμερα.
Οχι για αναζωπύρωση του εθνικισμού. Η «ευγενής (εθνική) τύφλωσις» χαρακτηρίζει τον θόρυβο που υποκινείται για το Μακεδονικό. Που η ιστορία του, κατ’ αρχάς, δεν πλανάται στην ουράνια σφαίρα της «εθνικής ιδέας», αλλά είναι γειωμένη από αιώνων στη σκληρή βαλκανική πραγματικότητα.
Δεν υπήρχαν εθνικισμοί στον πληθυσμό των υπηκόων της Υψηλής Πύλης. Γιατί δεν υπήρχαν τότε ούτε έθνη – το έθνος είναι δημιούργημα της νεωτερικότητας. Ο Benedict Anderson μας έμαθε ότι το έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντασιώνεται ότι είναι πολιτική κοινότητα εγγενώς οριοθετημένη και κυρίαρχη, τα μέλη της οποίας χωρίς να γνωρίζουν το καθένα τα περισσότερα από τα άλλα, έχουν την αίσθηση του συνανήκειν. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το συνανήκειν βασιζόταν στη θρησκεία. Ο πληθυσμός χωριζόταν σε «μιλιέτ».
Με την παρακμή της Αυτοκρατορίας (ο «μεγάλος ασθενής» του Ανατολικού Ζητήματος) στη διαδικασία της αποδιάρθρωσης του προσίδιου τρόπου παραγωγής (ασιατικού ή φεουδαρχικού, κατά τη θεωρία που ασπάζεται κανείς) και της ανάδυσης των επιμέρους καπιταλιστικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εμφανίζονται τα έθνη και ακολουθούν τα έθνη-κράτη.
Αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός της αστικής τάξης του καθενός με την αστική τάξη των άλλων. Τα Βαλκάνια –η γνωστή πυριτιδαποθήκη…– υπήρξαν περιοχή έντονου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του υπό διαμόρφωση καπιταλισμού, όπου εκδηλώνεται παράλληλα και η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Τον ανταγωνισμό παροξύνουν οι παρεμβάσεις των Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία) που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα.
Στον 19ο αιώνα ο ανταγωνισμός κορυφώνεται. Προέχει η αντιπαράθεση των δύο κύριων χριστιανικών εθνοτήτων που το περίγραμμά τους διαγράφεται ήδη με ευκρίνεια, της ελληνικής και της βουλγαρικής. Πεδίο αντιπαράθεσης, η Μακεδονία. Ο πληθυσμός της, ένα εκπληκτικό μωσαϊκό. Πλάθονται εθνικές συνειδήσεις με εγγενείς διαδικασίες αλλά και με την επίδραση των ήδη διαμορφωμένων κρατικών οντοτήτων. Υπάρχουν και οι «ανένταχτοι» ή «αδιάπλαστοι»: «Αυτοί εδώ οι χωριάτες δεν θέλουν νάναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μονάχα “Μακεντόν ορτοντόξ”» (Στρατής Μυριβήλης, «Η Ζωή εν τάφω»).
Αλλά την τομή στην ιστορία του Μακεδονικού αποτέλεσε η παρεμβολή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος: του Λένιν και του 2ου Συνεδρίου της Κομιντέρν. Το μακεδονικό ζήτημα ήταν τον 19ο αιώνα αδιαίρετο τμήμα του γενικότερου βαλκανικού προβλήματος. Η ιδέα της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό γεννήθηκε μαζί με την ανερχόμενη αστική τάξη και τα εθνικά και κρατικά της μορφώματα, στα οποία οδηγούσε η δυναμική της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, μαζί με την επίδραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και των εξεγέρσεων του 1848.
Η εμφάνιση του νέου πολιτικού υποκειμένου, των κομμάτων της εργατικής τάξης, έδωσε ώθηση στην αναζήτηση μιας άλλης θεμελίωσης του απελευθερωτικού αιτήματος των βαλκανικών λαών, που εμβολιάστηκε με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και τα νεοσύστατα Κομμουνιστικά Κόμματα εντάσσουν τα απελευθερωτικά κινήματα στην προοπτική της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Που δεν θα ξεσπούσε αναγκαστικά στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες πρώτα, αλλά σε αυτές που θα αποτελούσαν τον αδύναμο κρίκο του συστήματος.
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι πίστευαν ακράδαντα ότι η επέκταση της Επανάστασης του Οκτώβρη πέρα από τα σύνορα της Ρωσίας ήταν «επί θύραις». Ζήτησαν, με την αισιοδοξία της βούλησης, όταν αντιλήφθηκαν ότι την επαναστατική πλημμυρίδα των πρώτων χρόνων στην Κεντρική Ευρώπη διαδεχόταν η άμπωτη, να μεταλαμπαδευθεί η φλόγα του Οκτώβρη του 1917 σε μια άλλη περιοχή, όπου θα ανοιγόταν ένα δεύτερο μέτωπο. Η περιοχή που επέλεξαν –που έκριναν ότι διαθέτει το κατάλληλο δυναμικό και τις άλλες προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει τις νέες εστίες της Επανάστασης– περιλάμβανε την ασιατική ήπειρο και τα Βαλκάνια, που βρίσκονταν σε μόνιμο αναβρασμό. Η ώρα της Μακεδονίας είχε έρθει.
Το ισχυρότερο Κ.Κ. της Χερσονήσου, το Βουλγαρικό, σχεδίαζε ήδη εξέγερση στο εσωτερικό της χώρας. Και τα σχέδιά του μπορούσαν να συνδυασθούν με τις δραστηριότητες μιας αρχαιότερης οργάνωσης (ιδρύθηκε το 1903), της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), που κήρυσσε τον ένοπλο αγώνα «κατά της τυραννίας των γαιοκτημόνων». Σκοπός της ΕΜΕΟ ήταν κατά τις διακηρύξεις της η απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών.
Ανήσυχη η βουλγαρική κυβέρνηση που δεν έκρυβε ούτε τις βλέψεις της για τη Μακεδονία, ούτε τον ταξικό της χαρακτήρα, ίδρυσε μια δεύτερη ΕΜΕΟ, αυτήν των Βερχοβιστών που είχε στο πρόγραμμά της ανοιχτά την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Από την πλευρά της, η πρώτη ΕΜΕΟ πρόβαλε το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Και η Κομμουνιστική Διεθνής, κρίνοντας ότι η Μακεδονία ήταν για τους λόγους αυτούς ο «αδύνατος κρίκος» στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της περιοχής, όπως υπήρξε πριν και η Ρωσία, κάλεσε όλα τα Κ.Κ. της Βαλκανικής να ενισχύσουν το κίνημα του Βουλγαρικού Κ.Κ. και της ΕΜΕΟ «για μια ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». Το ΚΚΕ αντιστάθηκε στα κελεύσματα της Κομιντέρν.
Στο 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν (Ιούλιος 1924) ο πολύς Μανουίλσκι, κεντρικό στέλεχος της Κ.Δ., αφού δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα καταγγέλλοντας τις «παρεκκλίσεις» του Αυστρομαρξισμού και των θεωριών της Ρόζας Λούξεμπουργκ, κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου το ΣΕΚΕ (που εκείνο τον χρόνο μετονομάσθηκε σε ΚΚΕ) καθώς και το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας.
Η γενική κατηγορία ήταν ότι κωλυσιεργούσαν στην εφαρμογή των αποφάσεων της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και αρνούνταν να συνεργασθούν με την ΕΜΕΟ. Η αντίσταση του ΚΚΕ στις αποφάσεις της Διεθνούς εκφράσθηκε με ένα κράμα ουσιαστικών επιχειρημάτων (αλλαγή στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας), πονηρών σοφισμάτων (προϋποθέσεις ανάλογης «προετοιμασίας») και διαφόρων βαλκανικού τύπου μορφών κωλυσιεργίας (ισχυρισμοί περί «κενών» και οργανωτικών αδυναμιών και τεχνικών σφαλμάτων που εμπόδιζαν τη δημοσίευση στον «Ριζοσπάστη» των σχετικών αποφάσεων της Διεθνούς και της ΒΚΟ κ.λπ. κ.λπ.). Η ύπαρξη ενός Κ.Κ. εκτός της Διεθνούς ήταν τότε αδιανόητη, εξ ου και η τελική υπερψήφιση από το ΚΚΕ των σχετικών αποφάσεων, τις οποίες όμως ουσιαστικά δεν εφάρμοσε.
Αυτές είναι οι καταβολές του «μακεδονικού ζητήματος». Η γνώση της ιστορικής διάστασης είναι απαραίτητη. Αλλιώς ούτε ο (πραγματικός) κίνδυνος του εθνικισμού μπορεί να σταθμισθεί, ούτε το μέγεθος της απειλής που αντιπροσωπεύει ο αλυτρωτισμός της φαντασιακής σκοπιανής υπερδύναμης, ούτε ο προσχηματικός διεθνισμός των αυτόκλητων υπερασπιστών της, που επιλέγουν να δώσουν τη μάχη με το σύστημα όχι εδώ και τώρα αλλά «εκτός συνόρων», κραυγάζοντας «η Μακεδονία έχει όνομα». Ο ανέξοδος πατριωτισμός της ονοματολογίας όπως και η «εκ μεταφοράς» ταξική πάλη είναι «εκ του πονηρού».
* Συγγραφέας
Πηγή: https://www.efsyn.gr