Η επιστολή που απέστειλε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Υπέρτιμος και Εξαρχος Ανω Μακεδονίας κ.κ. Σεραφείμ στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με την οποία του ζητά την απελευθέρωση των Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στις φυλακές της Αδριανούπολης, έρχεται να ακολουθήσει την αντίστοιχη του Ιβάν Σαββίδη, που είχε ως αποδέκτη της τον Βλαντίμιρ Πούτιν, για τον ίδιο λόγο.
Βέβαια, η διαφορά είναι ότι στη μία περίπτωση ζητείται ευθέως από τον ίδιο, τον επονομαζόμενο και «σουλτάνο», να δώσει το «πράσινο φως» ώστε να αφεθούν ελεύθερα τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ στην άλλη ζητείται από τον πανίσχυρο άνδρα της Ρωσίας να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο για να επέλθει η επιθυμητή εξέλιξη.
Τώρα, πώς και γιατί ο Ερντογάν θα συγκινηθεί από τα γραφόμενα ενός ιεράρχη, την ώρα που δεν υπολογίζει κανέναν και δεν ιδρώνει το αυτί του από τα όσα ακούει, αυτή είναι μια διαφορετική συζήτηση που δεν έχει ίσως ουσιαστικό περιεχόμενο, από τη στιγμή που θεωρείται βέβαιο ότι αυτή η επιστολή πιθανότατα δεν θα έχει καμία τύχη. Είτε δεν θα φτάσει καν στα χέρια του παραλήπτη της είτε θα καταλήξει στα σκουπίδια κάποιας τουρκικής χωματερής. Πάντως, οι εν λόγω πρωτοβουλίες μάς θύμισαν μια αντίστοιχη που είχε λάβει σε ρητορικό επίπεδο, πριν από κάποια χρόνια, ο σημερινός προϊστάμενος του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας, στην Πάτρα, πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Ερμόλαος Μασσαράς. Τον καιρό που ο πόλεμος της Βοσνίας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του είχε απευθυνθεί στους Σέρβους, οι οποίοι είχαν συλλάβει Γάλλους πιλότους, ζητώντας την απελευθέρωσή τους. Επρόκειτο για μια κίνηση που συζητήθηκε τότε ευρέως, καθώς ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή και είχε κάνει μεγάλη αίσθηση. Επομένως, ο πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Ερμόλαος Μασσαράς πρέπει να θεωρείται σήμερα πρωτοπόρος στην άσκηση μιας άτυπης διπλωματίας από πρόσωπα που πιστεύουν ότι μπορούν να προβαίνουν σε κινήσεις που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, χωρίς να κατέχουν σχετικό αξίωμα ευθύνης και τις αρμοδιότητες που απορρέουν απ’ αυτό.
Αναμφίβολα, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες ελήφθησαν από καλή πρόθεση, με καθαρά ανθρωπιστικό χαρακτήρα και με σκοπό να αρθούν αδιέξοδα. Πλην, όμως, δεν πάρθηκαν από τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Και είναι το γεγονός αυτό που τις καθιστά έωλες, πέραν του ότι συνιστούσαν και συνιστούν ευθεία παρέμβαση στα χωράφια της ελληνικής διπλωματίας. Αν ο Ζορζ Κλεμανσό είχε πει κάποτε ότι «ο πόλεμος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στους στρατιωτικούς», μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι και η εξωτερική πολιτική είναι ένα πολύ σοβαρό πεδίο για να εισέρχονται σ’ αυτό άσχετοι, χωρίς καμία απολύτως δικαιοδοσία, ακόμη κι αν το κάνουν για… καλό. Προφανώς, κάτι παρεμφερές ισχύει και στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου, στο οποίο δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει απερίσκεπτα κάθε βουλευτής επιδιώκοντας τη δημοσιότητα με φόντο τα εθνικά θέματα και κάνοντας ζημιά με τα όσα λέει, εφόσον προηγουμένως δεν έχει βουτήξει τη γλώσσα του στο μυαλό του.