Απόγονος του καπετάνιου του 1821 που οργάνωσε τη δολοφονία του Νενέκου μιλάει στο newsbeast.gr
Κάποια παιδιά κληρονομούν από την οικογένεια τους εργοστάσια, σπίτια, αυτοκίνητα και πολλά λεφτά. Κάποια άλλα δεν έχουν την ίδια τύχη (ή ατυχία, όπως το βλέπει κανείς) να κληρονομήσουν πλούτη και χτίζουν μόνα τους τη ζωή τους. Τι γίνεται, ωστόσο, όταν κληρονομείς ένα επίθετο βαρύ σαν ιστορία; Όταν βλέπεις γραμμένο το όνομά σου στα βιβλία; Όταν το ακούς να μνημονεύεται κάθε φορά που υπάρχει κάποια εθνική επέτειος;
Θεωρείτε πως η απάντηση είναι εύκολη; Κι όμως δεν είναι. Μπορεί το επίθετο αυτό να αποτελεί βάρος ή ακόμα να βλέπεις πως όσο κι αν κάποιοι αφοσιώθηκαν στο γενικό καλό και σε μια υπόθεση που αφορούσε ένα ολόκληρο έθνος η θυσία τους ξεχάστηκε και πλέον δεν προκαλεί εντύπωση, παρά σε ελάχιστους.
Ανήμερα της επετείου της επανάστασης του 1821, το newsbeast.gr δημοσίευσε την ιστορία του Νενέκου, του οπλαρχηγού που «μαγεύτηκε» από τα πλούτη των Τούρκων, πρόδωσε την πατρίδα του και ανάγκασε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να ζητήσει τη δολοφονία του προκειμένου να σταματήσει το «προσκύνημα» στον Μοριά.
Ένας από τους απογόνους του ανθρώπου που οργάνωσε τη δολοφονία του Νενέκου, επικοινώνησε μαζί μας προκειμένου να μιλήσει για τις άγνωστες πτυχές εκείνης της ιστορίας. Να μεταδώσει όλα όσα μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά μέσα στην οικογένειά του. Μια υπόθεση που πάει 6-7 γενεές πίσω αλλά εξακολουθεί να κρατάει ζωντανές πολλές εικόνες από μια ηρωική εποχή.
Ο καπετάνιος του αγώνα Αθανάσιος Σαγιάς
«Τα όσα έχω μάθει προέρχονται από τον πατέρα μου, έναν δάσκαλο του χωριού μας και βέβαια από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη με τα οποία έκανα συγκρίσεις και είδα πως πράγματι πολλά στοιχεία ταιριάζουν» λέει στο newsbeast.gr o κ. Φάνης Σαγιάς.
Η ιστορία του καπετάν Σαγιά ακούγεται ακόμα και σήμερα στα ορεινά της Αχαΐας. Εκεί δηλαδή απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια. Το χωριό της οικογένεια είναι τα Ζουμπάτα. Ένα ορεινό χωριό που πλέον δεν κατοικείται αλλά έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το Σούλι της Πάτρας. Από εκεί ξεκίνησε ο Αθανάσιος Σαγιάς ο οποίος πριν από την επανάσταση ήταν κλέφτης.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση ο Σαγιάς βρέθηκε με ένα μικρό σώμα στρατιωτών (περίπου 20-30 άτομα) με το οποίο έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Ο Σαγιάς έχασε έναν αδερφό του από το χέρι του Νενέκου ο οποίος όντας εξαιρετικά φιλόδοξος τον σκότωσε προκειμένου να γίνει πρωτοκαπετάνιος.
«Ο Νενέκος ήταν εξαιρετικός στρατιωτικός. Συμμετείχε σε μεγάλες μάχες και τις κέρδισε. Άρχισε να πλησιάζει την πλευρά των Τούρκων, ωστόσο, επειδή αυτός ήταν ο μεσάζοντας -όπως θα λέγαμε σήμερα- για να εισπράττει για λογαριασμό τους τον κεφαλικό φόρο. Από εκεί και πέρα άρχιζε να αλλάζει. Συμμετείχε μέχρι και στην περικύκλωση από τους Τούρκους του μοναστηριού του Αιγίου. Πράγματι, μάλιστα, είχε την ευκαιρία να σκοτώσει τον Ιμπραήμ στο δάσος της Κανίσκας στο δρόμο προς Καλάβρυτα και δεν το έκανε κι αυτό ήταν που θύμωσε τον Κολοκοτρώνη» αναφέρει ο κ. Φάνης Σαγιάς.
Ο γέρος του Μοριά εξοργίστηκε και έτσι έδωσε γραπτή εντολή στον καπετάνιο Σαγιά να οργανώσει τη δολοφονία του Νενέκου. Όπως και έγινε…
Η δολοφονία του Νενέκου
«Η γραπτή εντολή που είχε δώσει ο Κολοκοτρώνης στον παππού μου υπάρχει ακόμα και σήμερα στην Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδύλας στην Αρκαδία» τονίζει ο κ. Σαγιάς και προσθέτει: «Ο Αθανάσιος Σαγιάς ήταν ένας ικανός στρατιωτικός και ένας παμπόνηρος άνθρωπος. Αυτό το ήξερε ο Κολοκοτρώνης και ήξερε πως θα μπορούσε να φέρει σε πέρας την σημαντική αυτή αποστολή».
Μέχρι σήμερα στην ιστορία που γνώριζαν οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν γνωστό πως ο ίδιος ο Σαγιάς ήταν αυτός που πυροβόλησε και σκότωσε το Νενέκο. Ο κ. Φάνης Σαγιάς, ωστόσο, παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή που έχει και αυτή εξαιρετικό ενδιαφέρον.
«Ο παππούς ήξερε πως έπρεπε να ξεγελάσει το Νενέκο για να καταφέρει να τον συναντήσει. Έτσι τον ειδοποίησε να τον συναντήσει προκειμένου να του βαπτίσει το παιδί του και να πιούν στη συμφιλίωση των δυο οικογενειών. Ο Νενέκος δέχθηκε και έτσι η συνάντηση έγινε στο χωριό Σάπια Βρύση. Ένα ορεινό χωριό στα ορεινά του Ερυμάνθου που σήμερα και αυτό είναι εγκαταλελειμμένο. Το σημείο που συναντήθηκαν πλέον έχει μετονομαστεί σε Δέντρο του Σαγιά!
Εκεί, ο παππούς είχε δώσει εντολή στα παλικάρια του να έχουν κρυμμένα τα όπλα τους και μόλις σηκώσει το ποτήρι του για να συμφιλιωθεί δήθεν με το Νενέκο ν’ αρχίσουν να τον πυροβολούν. Και έτσι ακριβώς έγινε. Ο Νενέκος έπεσε νεκρός και η εντολή του Κολοκοτρώνη είχε εκπληρωθεί» αναφέρει ο κ. Σαγιάς.
Στη συνέχεια, όπως μας εξιστορεί, και επειδή στην πραγματική ιστορία δεν είναι όλα τόσο ρόδινα, υπήρχε μεγάλη αναστάτωση που ο Σαγιάς «χάλασε» το Νενέκο. Προεστοί και δημογέροντες διαμαρτυρήθηκαν έντονα και έκαναν μέχρι και παράσταση διαμαρτυρίας στον Καποδίστρια! «Έκαναν, μάλιστα, και επίσημο χαρτί το οποίο αν δεν κάνω λάθος βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Αθήνας. Ο Νενέκος βλέπετε ήταν το καμάρι των Αρβανιτών, ήταν κάτι σαν το… ανερχόμενο αστέρι τους. Με τη δολοφονία του, ωστόσο, μπήκε τέλος στο προσκύνημα στην Αχαΐα και αυτό ήταν που είχε σημασία για τον Κολοκοτρώνη».
Σε ότι αφορά το τέλος του Α. Σαγιά, σύμφωνα με τον απόγονό του, υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη είναι πως πέθανε σε μεγάλη ηλικία από φυσικά αίτια και η δεύτερη πως τον σκότωσε ένας Γάλλος στρατιώτης στην Πάτρα. «Ο Γάλλος του μιλούσε γαλλικά, εκείνος δεν καταλάβαινε και συνέχισε να κάνει τα δικά του, οπότε κάποια στιγμή ο στρατιώτης τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Προσωπικά, όμως, θεωρώ ως πιθανότερη εκδοχή αυτή του θανάτου από φυσικά αίτια. Σίγουρα, πάντως, δεν σκοτώθηκε από τους άνδρες του Νενέκου, όπως συνήθως αναφέρεται», σημείωσε ο κ. Φάνης Σαγιάς.
Η κλοπή τον όπλων και της φουστανέλας του Σαγιά και το σήμερα
Στην κατοχή της οικογένειας για πολλές δεκαετίας παρέμεναν η πιστόλα, το σπαθί και η φουστανέλα του καπετάνιου Α. Σαγιά. Δυστυχώς, ωστόσο, το 1955 εκλάπησαν. «Όλα τα αντικείμενα του παππού τα είχε η οικογένεια στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Η πιστόλα, το σπαθί, η φουστανέλα μέχρι και ένα πουκάμισο που από τη μέσα μεριά, στην πλευρά της καρδιάς, είχε ράψει μια ειδική θήκη μέσα στην οποία λέγεται πως είχε φυλαγμένο ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο. Δεν τα είχε ζητήσει κάποιο μουσείο, ούτε ο δήμος κι έτσι έμειναν στην οικογένεια. Το 1955 παντρεύτηκε μια από τις αδερφές του πατέρα μου (συνολικά ήταν 18 αδέρφια). Οι γάμοι τότε ήταν ανοιχτοί. Γινόταν στην πλατεία με τα σπίτια ανοιχτά. Την ώρα του γλεντιού κάποιοι που προφανώς ήξεραν μπήκαν μέσα στο σπίτι, τα έκλεψαν και έτσι χάθηκαν για πάντα» λέει ο κ. Φάνης Σαγιάς.
Στη συνέχεια αναφέρεται στο σήμερα με μια, μάλλον, απογοήτευση στον τόνο της φωνής του. «Δεν ασχολείται πλέον ο κόσμος με αυτά τα κομμάτια της ιστορίας. Ο παππούς μου ήταν ένας από τους πολλούς καπετάνιους του 1821. Μπορεί η ιστορία του να έχει συνδεθεί με μια σημαντική στιγμή για τον Μοριά αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει πολλούς. Δεν κάθεται ο άλλος πλέον εύκολα να ακούσει τέτοιες ιστορίες. Δεν τον νοιάζει. Οι περισσότεροι απλά χαμογελούν αμήχανα όταν το συζητάμε. Πολλές είναι οι ιστορίες που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Υπήρχε στην Αθήνα ένας σύνδεσμος απογόνων των αγωνιστών του 1821 αλλά πλέον όσοι έχουν απομείνει εκεί είναι γέροντες και δεν έχουν άλλες δυνάμεις να ασχοληθούν».