«Τι με βάζετε και λέω και με βασανίζετε; Δεν είμαι σώος άνθρωπος». Η έκρηξη της Χέρτα Μίλερ γίνεται στην οθόνη, μπροστά στον φακό του Ολλανδού ντοκιμενταρίστα Τζον Αλμπερτ Γιάνσεν, που δεν σταματάει το γύρισμα, που συνεχίζει να καταγράφει τον απρόοπτο θυμό της.
Η ίδια η Γερμανίδα νομπελίστρια, βράδυ Τετάρτης, παρακολουθεί αμίλητη από την πρώτη σειρά των καθισμάτων την ταινία του «Χέρτα Μίλερ – Το αλφάβητο του φόβου». Βρίσκεται στην αίθουσα του Ινστιτούτου Γκέτε μαζί με μας όλους, το ελληνικό κοινό, τους αναγνώστες της λογοτεχνίας της. Εκεί όπου αυτά που θυμάται η μεγάλη συγγραφέας τώρα, στην οθόνη, από τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου, βγάζουν την ίδια μεν φρίκη, αλλά χωρίς την αμεσότητα της προσωπικής κατάθεσης.
«Νόμιζα ότι θα πεθάνω», λέει στην ταινία, «αλλά ο θάνατός μου θα ήταν νίκη του καθεστώτος. Είχα σκεφτεί την αυτοκτονία. Φίλοι μου βρέθηκαν πεθαμένοι και ο θάνατός τους ποτέ δεν διαλευκάνθηκε. Ακουγα κάθε μέρα τους λόγους του Τσαουσέσκου, τις παραποιήσεις, τα ψέματα, αυτή τη γλώσσα-τέρας μιας ιδεολογίας-τέρατος, που τα ίδια τα ρουμάνικα μου έγιναν εχθρικά, μου έφερναν σωματική αηδία. Εβλεπα τα σημάδια στο φοιτητικό μου σπίτι από τις εισβολές της Σεκουριτάτε, ήξερα ότι παντού υπήρχαν κοριοί, με καλούσαν σε ανακρίσεις.
Σκεφτόμουνα ότι άλλους δικτάτορες, ακόμα και τον Στάλιν και τον Χίτλερ, τους είχαν πιστέψει, τον Τσαουσέσκου δεν τον πίστεψε ποτέ κανείς. Κι όμως, το σύστημά του λειτουργούσε. Με μόνο μέσο τον φόβο. Αυτή τη σχιζοφρένεια του καθεστώτος έζησα από μικρή. Τον μεγάλο, μακρύ, εγκατεστημένο φόβο, τόσο διαφορετικό από τους πολλούς, μικρούς φόβους της κάθε ανθρώπινης ζωής. Τον φόβο που σε κάνει να λες “πώς θ’ αντέξω και δεν θα τρελαθώ;”»
Η Χέρτα Μίλερ ευτυχώς γλίτωσε το 1987, στα 34 της χρόνια. «Είχα τη μεγάλη τύχη, μπορεί και να μη μου άξιζε, να φύγω για τη Γερμανία, κι ας δεχόμουνα απειλές για τη ζωή μου ακόμα κι εκεί από τη Σεκουριτάτε» λέει στο ντοκιμαντέρ. Είναι γυρισμένο πρόσφατα στο σπίτι της στο Βερολίνο. Από εκεί μας ήρθε στην Αθήνα η νομπελίστρια του 2009 για ένα διήμερο, το πρώτο της στην Αθήνα, καλεσμένη του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο της προετοιμασίας της διοργάνωσης «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου», αλλά και του φιλόξενου Ινστιτούτου Γκέτε και των Εκδόσεων Καστανιώτη.
Ηρθε και για να μιλήσει με το κοινό σε μια εκδήλωση την Πέμπτη, να υπογράψει βιβλία, να διαβάσει ανέκδοτα στα ελληνικά κείμενά της, αλλά και αυτά τα ιδιόρρυθμα ποιητικά κολάζ που φτιάχνει με λέξεις κομμένες από εφημερίδες και περιοδικά.
Ποιος ξέρει. Μπορεί και να μας ήρθε για να επιστρέψει πάλι, χάρη στο ολλανδικό ντοκιμαντέρ, στα καλαμποχώραφα του έρημου χωριού της. Πέντε μόνο άνθρωποι ζουν σήμερα στο Νίτσιντορφ της Δυτικής Ρουμανίας, κοντά στην Τιμισοάρα, εκεί όπου από το 1785 ζούσε μια μειονότητα, που μιλούσε γερμανικά, πήγε, φυσικά, με τους ναζί και διώχτηκε έντονα από τους κομμουνιστές όταν πήραν την εξουσία.
Πώς να μεγαλώνει ένα παιδί ξέροντας ότι η μητέρα του πέρασε πέντε φρικτά χρόνια σε στρατόπεδο της Ουκρανίας και από θαύμα γλίτωσε τον θάνατο από πείνα; Πώς να νιώθει ένα γεμάτο φαντασία κορίτσι, όταν καταλάβει τελικά γιατί ο παππούς της έχει ξύσει από τις φωτογραφίες του γιου του, του πατέρα της, κάτι περίεργα σημάδια στα μανίκια; Πώς αντιδρά ένα έξυπνο παιδί όταν μάθει ότι ο αλκοολικός πατέρας του έχει υπηρετήσει στα SS και ότι «η μειονότητα στην οποία ανήκει είχε εμπλοκή σε ναζιστικά εγκλήματα»;
Το παραδέχεται η Χέρτα Μίλερ στην ταινία. Χωρίς φτιασίδια και συναισθηματισμούς. Το ’γραψε και στα πρώτα της βιβλία. Για να την πουν «προδότρια» στο χωριό της, να την αναθεματίσουν, να την αποκλείσουν, να μην την αφήσουν να πάει ούτε στην κηδεία της γιαγιάς της.
Ολοκληρωτισμοί από τη μια, εθνοκεντρική και ακροδεξιά ιδεολογία από την άλλη. Η παλιά Ευρώπη. Η μήπως δεν είναι και τόσο παλιά, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε; Εδωσε τη δικιά της απάντηση η Χέρτα Μίλερ το πρωί της Τετάρτης όταν συναντήθηκε με τον Γιώργο Καμίνη.
«Πάντα πίστευα ότι είναι δύσκολο να εγκαθιδρύσεις δικτατορίες, αλλά τελικά συμβαίνει. Κι ενώ νόμιζα ότι όλο αυτό είχε τελειώσει, βλέπω δυστυχώς να αναβιώνει η Ακροδεξιά στη Γερμανία. Παράλληλα, όμως, βλέπω να ξεπηδάνε και θετικές αξίες. Η ζωή κινείται κυκλικά, σαν να είμαστε σε ένα καρουσέλ».