Τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται πολύ συχνά λόγος (σε δηλώσεις πολιτικών και όχι μόνο, στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο) περί ομηρίας των δύο Ελλήνων στρατιωτικών μετά τη σύλληψη και κράτησή τους από τους Τούρκους στην υψίστης ασφαλείας φυλακή της Αδριανούπολης.

Ο χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης κατάστασης ως ομηρίας είναι, νομίζω, ασύμβατος προς τη νεότερη και σύγχρονη έννοια του όρου, όπως αυτή ορίζεται στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, όπου η ομηρία συνιστά ποινικό αδίκημα (τρομοκρατική ή εγκληματική ενέργεια) σε επίπεδο κρατών ή ατόμων. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι, παρά το ιδιότυπο του χαρακτήρα της και την όποια σκοπιμότητα εμπεριέχει, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ομηρία.

Εχει όμως ενδιαφέρον να εξετάσουμε την αρχέγονη έννοια της λέξης ομηρία και να παρακολουθήσουμε την ιστορική εξέλιξη, το περιεχόμενο και τη λειτουργία της κατά την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα.

Το πλήθος των αναφορών στις αρχαίες πηγές για προσφορές ή ανταλλαγές ομήρων μαρτυρεί τον σημαίνοντα ρόλο τους στις διπλωματικές διεργασίες και τις σχέσεις που ανέπτυξαν οι λαοί στην ιστορική διαχρονία. Η ίδια η ομηρία αναδεικνύεται ως ένας από τους αρχαιότερους θεσμούς στην ανθρώπινη ιστορία.

Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, ο Ελληνας ιστορικός Θεόπομπος δίνει τον ορισμό των λέξεων «ομηρία» και «όμηρος», το περιεχόμενο των οποίων, ως θεωρία και πρακτική, θα παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής αρχαιότητας.

«Ομηροι είναι εκείνοι που προσφέρονται στο πλαίσιο μιας συνθήκης» (μεταξύ εμπολέμων) και «ομηρία στους αρχαίους ονομάζεται η συνοδεία των πρεσβευτών, που υπέγραψαν μία συνθήκη ειρήνης, από ομήρους, προερχόμενους από την πλευρά των αντισυμβαλλόμενων».

Τρεις αιώνες αργότερα ο Ελληνας διανοητής και λεξικογράφος Φιλόξενος επανέρχεται στον ορισμό της λέξης «όμηροι», εξειδικεύοντας ακόμη περισσότερο το περιεχόμενό της: «όμηροι εισίν οι επί ειρήνη και ομονοία διδόμενοι παίδες ενέχυρα».

Ο Φιλόξενος, δηλαδή, διευρύνει το περιεχόμενο του θεσμού και καταγράφει τον σκοπό για τον οποίο ζητούνταν ή προσφέρονταν οι όμηροι: για την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ των εμπολέμων.

Αργότερα, ο λεξικογράφος Ησύχιος αποδίδει τον ορισμό του όρου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: «όμηροι = οι ένεκεν ειρήνης διδόμενοι˙ ομηρεύειν = συμφωνείν˙ ομηρεί = εγγυάται, ακολουθεί» κ.λπ.

Τον 10ο αιώνα ο ορισμός της λέξης όμηρος επανεμφανίζεται στο «Λεξικόν της Σούδας», όπου ο συγγραφέας του ανατρέχει στο παρελθόν και ενισχύει την ερμηνεία του όρου με αναφορές στον Θουκυδίδη και τον Θεόπομπο.

Τον 11ο αιώνα απαντά για τελευταία, ίσως, φορά στις ελληνικές μεσαιωνικές πηγές η ερμηνεία της λέξης «όμηροι», στο έργο «Πόνημα νομικόν ήτοι σύνοψις πραγματική» του ιστορικού και νομικού συμβούλου της βυζαντινής αυλής Μιχαήλ Ατταλειάτη.

Η συγκεκριμένη καταγραφή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας από τις σπάνια απαντώμενες στα μεσαιωνικά κείμενα νομοθετικές ρυθμίσεις για τους ομήρους, με την οποία ο νομοθέτης-συγγραφέας επανέρχεται στη σημαντικότερη λειτουργία του θεσμού που δεν ήταν άλλη από την εγγύηση της ειρήνης: «οι όμηροι, ήτοι οι ένεκα ειρήνης ενεχυριαζόμενοι».

Οπως συνάγεται από τις σχετικές αναφορές, η ομηρία υπήρξε συνήθης πρακτική στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ εμπολέμων, ήταν εθιμικού κυρίως χαρακτήρα θεσμός και μία από τις σταθερές παραμέτρους της κουλτούρας του πολέμου.

Οι ίδιοι οι όμηροι λειτουργούσαν ως παράγοντες επικοινωνίας των εμπολέμων και η κράτησή τους αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την αποτροπή ή την παύση ενός πολέμου, για τη διεξαγωγή συνομιλιών, για την τήρηση και εγγύηση των όρων μιας συνθήκης, πάντοτε μέσα σε ένα πλέγμα πολεμικών και διπλωματικών διεργασιών.

Ενίοτε μετατρέπονταν σε μοχλούς πίεσης και όργανα εκβιασμού, γεγονός που σε όλες τις εποχές και από όλες τις πλευρές καθόριζε και τα κριτήρια επιλογής τους.

Το αίτημα για προσφορά ομήρων από τις τάξεις των ευγενών, των ευπόρων, των υψηλών αξιωματούχων και των ανήλικων παιδιών τους δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση και ανάγκαζε την άλλη πλευρά σε μεγαλύτερες υποχωρήσεις.

Ωστόσο, η αντιμετώπιση των ομήρων όλων των κατηγοριών υπήρξε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ευνοϊκή.

Οι όμηροι θεωρούνταν, κατ’ έθιμο ή κατά νόμον, ιερά πρόσωπα και τύγχαναν υψηλής προστασίας και μεταχείρισης ανάλογης με εκείνη των πρέσβεων και των υψηλών προσκεκλημένων.

Μέσω της σύντομης συνήθως παραμονής τους στο περιβάλλον του εχθρού για τη διασφάλιση των όρων μιας συμφωνίας ή για την εγγύηση της επιτυχούς διεκπεραίωσης άλλων υποθέσεων, συνέβαλαν στην επίλυση ποικίλων ζητημάτων, στη διευθέτηση πολεμικών διαφορών και εν τέλει στην, προσωρινή έστω, ειρηνική προσέγγιση εχθρικών μεταξύ τους λαών.

Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι η κράτηση των δύο στρατιωτικών μας στην Τουρκία δεν μπορεί να συσχετιστεί ούτε με την ιστορική έννοια του όρου «ομηρία» συντελούμενη μάλιστα σε καιρό ειρήνης.

Καλό θα ήταν, λοιπόν, να σταματήσει η καθημερινή διαστρεβλωτική ρητορική περί ομηρίας, η οποία εξάλλου φορτίζει ακόμη περισσότερο το ήδη ηλεκτρισμένο, πολιτικά και διπλωματικά, κλίμα των ημερών μας.

Πηγή